Ο Κλοντ και η Μαρί σύντομα θα συμπληρώσουν 40 χρόνια γάμου. Για να γιορτάσουν την περίσταση, οι τέσσερις κόρες τους οργανώνουν ένα πάρτι έκπληξη, προσκαλώντας η κάθε μια τα πεθερικά της.

Σκηνοθεσία:

Philippe de Chauveron

Κύριοι Ρόλοι:

Christian Clavier … Claude Verneuil

Chantal Lauby … Marie Verneuil

Ary Abittan … David Benichou

Medi Sadoun … Rachid Benassem

Frederic Chau … Chao Ling

Noom Diawara … Charles Koffi

Frederique Bel … Isabelle Verneuil-Benassem

Emilie Caen … Segolene Verneuil-Ling

Elodie Fontan … Laure Verneuil

Alice David … Odile Verneuil-Benichou

Pascal N’Zonzi … Andre Koffi

Salimata Kamate … Madeleine Koffi

Daniel Russo … Isaac Benichou

Farida Ouchani … Moktaria Benassem

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Philippe de Chauveron, Guy Laurent

Παραγωγή: Romain Rojtman

Μουσική: Matthieu Gonet

Φωτογραφία: Christian Abomnes

Μοντάζ: Thomas Dessane, Sandro Lavezzi

Σκηνικά: Olivier Seiler

Κοστούμια: Christel Birot

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Qu’est-ce qu’on a Tous Fait au Bon Dieu?
  • Ελληνικός Τίτλος: Θεέ μου, Τι Σου Κάναμε; 3
  • Διεθνής Τίτλος: Serial (Bad) Weddings 3

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Παραλειπόμενα

  • Η Julia Piaton αντικαταστάθηκε από την Alice David ως Οντίλ.
  • Έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Cherbourg-en-Cotentin τον Δεκέμβριο του 2021, αλλά διανομή πήρε τέσσερις μήνες αργότερα ώστε να αποφύγει την έξαρση της πανδημίας.
  • Αντίθετα με τα δύο πρώτα μέρη, τα έσοδα ήταν αποκαρδιωτικά, αφού περιορίστηκαν στα 16,8 εκατομμύρια δολάρια.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 6/7/2022

Σίγουρα είναι η πιο προβληματική από τις ταινίες που εξιστορούν τα κατορθώματα της πολυπολιτισμικής οικογένειας των Verneuil. Και αυτό δεν οφείλεται μονάχα στο ότι το κολπάκι «προοδευτικά μηνύματα, αστεία στο όριο του ρατσιστικού» έχει ξεθωριάσει πλέον εδώ και τρία φιλμ συνεχόμενα, πέρα από το ότι είναι ο ορισμός της αυτοαναίρεσης…

Αλήθεια, δεν υπάρχει κάποιο ηθικό θέμα ως προς το είδος της κωμωδίας που χρησιμοποιείται τη στιγμή που υποτίθεται πως υπάρχει ένα επιμύθιο υπέρ της ανεκτικότητας; Ενώ αυτή είναι μια ένσταση που υπήρχε και σε προηγηθείσες ταινίες της σειράς, αυτό το σίκουελ επιβαρύνεται περισσότερο γιατί κάνει τρις εξαμαρτείν το δις! Με απόλυτο «πάτο» αυτής της τάσης τα καλαμπούρια που αφορούν έναν μονόχειρα. Και το εύρημα με τα πεθερικά που κινητοποιεί την πλοκή και θεωρητικά την κάνει να διαφοροποιείται από τα παλαιότερα κεφάλαια αξιοποιείται με άκρως τεμπέλικο τρόπο, με χιουμοριστικές σκηνές που στηρίζονται επάνω στο χάσμα των πολιτισμών και σε πολλά άκομψα στερεότυπα για να γεμίσει ο κινηματογραφικός χρόνος.

Αλλά και το κέφι που τουλάχιστον υπήρχε κάπως στο πρώτο φιλμ και σε πολύ μικρότερο βαθμό στο δεύτερο, μοιάζει να μη βρίσκεται πουθενά εδώ. Όλα κυλούν μ’ ένα ρουτινιάρικο πνεύμα, με παρεξηγήσεις και φαρσικές καταστάσεις που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από αμερικάνικη sitcom τρίτης διαλογής και που ελάχιστες εξ αυτών διαθέτουν ουσιαστική σημασία για την κεντρική ιστορία που αφηγείται. Υπάρχουν κάποιες αστείες στιγμές, αλλά περισσότερο επικρατεί ο εκνευρισμός για ένα προϊόν που, ως επί το πλείστον, απευθύνεται σε χαμηλότερα ένστικτα για να βγάλει γέλιο.

Στενοχώρια προκαλεί και το γεγονός πως ενώ η γαλλική κομεντί έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό και με τη φινέτσα, εδώ επικρατεί μια σχεδόν μόνιμη υστερία μεσογειακού χαρακτήρα, η οποία μάλιστα κουράζει πολύ αντί να είναι τουλάχιστον κάπως διασκεδαστική. Κάτι που είναι επίσης κρίσιμο: ο οποιοσδήποτε θεατής μπαίνει στη διαδικασία να ακολουθήσει ειδικά τους ήρωες μιας κωμωδίας σε πολλές συνέχειες (ή, στην τηλεόραση, σε πολλούς κύκλους) αν αυτοί καταφέρνουν να κερδίσουν τη συμπάθειά του. Μπορεί αυτό το είδος να λειτουργήσει κι όταν οι χαρακτήρες του είναι αντιπαθείς, αλλά αν υπάρχει ένα πλαίσιο που εμμέσως τους επικρίνει, συνήθως σατιρικό. Ο Philippe de Chauveron αντίθετα, από το πρώτο «Θεέ μου, Τι Σου Κάναμε;» κιόλας, προσπαθεί με το ζόρι να αποσπάσει τη συμπάθεια από πρόσωπα που είτε κάθε άλλο παρά διέπονται από τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ή είναι υπερβολικά κακογραμμένα για να προκαλέσουν το οποιοδήποτε συναίσθημα.

Τελικά αυτά που μένουν είναι όντως οι στιγμές που ένα χαμόγελο το αποσπούν, και το μεράκι κάποιων ερμηνευτών, με τον Pascal N’Zonzi να ξεχωρίζει περισσότερο. Όλα σχεδόν τα υπόλοιπα στοιχεία αφήνουν μια δυσάρεστη επίγευση, σ’ ένα τρίτο μέρος που πάσχει σε κάθε επίπεδο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *