Ο Κλοντ και η Μαρί Βερνέιγ έρχονται αντιμέτωποι και πάλι με οικογενειακή κρίση. Οι γαμπροί των κορασίδων τους, ο Νταβίντ, ο Ρασίντ, ο Τσάο και ο Τσαρλς, αποφασίζουν όλοι τους να εγκαταλείψουν τη Γαλλία, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι μαζί τους θα φύγουν τόσο οι κόρες, όσο και τα εγγόνια των Βερνέιγ. Έτσι, μια και ο Κλοντ με τη Μαρί δεν μπορούν αυτό ούτε καν να το φανταστούν, θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να το αποτρέψουν.

Σκηνοθεσία:

Philippe de Chauveron

Κύριοι Ρόλοι:

Christian Clavier … Claude Verneuil

Chantal Lauby … Marie Verneuil

Ary Abittan … David Benichou

Medi Sadoun … Rachid Benassem

Frederic Chau … Chao Ling

Noom Diawara … Charles Koffi

Frederique Bel … Isabelle Verneuil-Benassem

Julia Piaton … Odile Verneuil-Benichou

Emilie Caen … Segolene Verneuil-Ling

Elodie Fontan … Laure Verneuil

Pascal N’Zonzi … Andre Koffi

Salimata Kamate … Madeleine Koffi

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Guy Laurent, Philippe de Chauveron

Παραγωγή: Romain Rojtman

Μουσική: Marc Chouarain

Φωτογραφία: Stephane Le Parc

Μοντάζ: Alice Plantin

Σκηνικά: Olivier Seiler

Κοστούμια: Lisa Korn

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Qu’est-ce qu’on a Encore Fait au Bon Dieu?
  • Ελληνικός Τίτλος: Θεέ μου, Τι Σου Κάναμε; 2
  • Διεθνής Τίτλος: Serial (Bad) Weddings 2

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Παραλειπόμενα

  • Σχεδόν στο μισό οι εισπράξεις σε σχέση με το ορίτζιναλ. Κι αυτό όμως ήταν υψηλό (87,7 εκατομμύρια δολάρια), και αρκούσε για να συνεχιστεί η σειρά και με ένα τρίτο κεφάλαιο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 10/7/2019

Το πρώτο «Θεέ μου, Τι Σου Κάναμε;» δεν ήταν πολλά παραπάνω από μια ανώδυνη φάρσα, όμως κάτι η τσαχπινιά του κεντρικού ευρήματος, κάτι το χαριτωμένο χιούμορ, κάτι τα καλοπροαίρετα μηνύματα που ναι μεν δεν ανακαλύπτουν τον τροχό, αλλά είναι διατυπωμένα με ειλικρίνεια ελέω και της ελευθεριακής γαλλικής ιδιοσυγκρασίας, εντέλει όλα αυτά συνέβαλαν για ένα ευχάριστο μέσα στην ελαφρότητά του τελικό αποτέλεσμα. Αυτό το σίκουελ αποτελεί μια ανακύκλωση του τύπου των καλαμπουριών που απεικονίστηκαν επί της οθόνης πέντε χρόνια πριν, με σεναριακές ιδέες που θα έβρισκε κανείς σε sitcom προ δύο δεκαετιών και διακατεχόμενο από μεγαλύτερη αφέλεια σε σύγκριση με τον προκάτοχό του.

Ανάμεσα στις χοντράδες και τις εύκολες διεξόδους προς τη φάρσα υπάρχουν και κάποιες πραγματικά αστείες στιγμές, αρκετές για να διασώσουν το καράβι από την οριστική βύθιση, όχι όμως αρκετές για να καταστήσουν το όλο προϊόν άξιο πρότασης. Ο λανθάνων συντηρητισμός της προηγούμενης ταινίας που συνυπήρχε με το μήνυμα περί αποδοχής και συνύπαρξης, εδώ βρίσκεται σε μεγαλύτερη δοσολογία λόγω και της διαδρομής που αποφασίζεται να πάρει η πλοκή από ένα σημείο κι έπειτα, ενώ και τα αστεία «αμερικανίζουν» υπερβολικά ανά φάσεις για ευρωπαϊκή παραγωγή. Εν τω μεταξύ, τηρείται κατά γράμμα κι αυτός ο εκνευριστικός άτυπος κανόνας των οικογενειακών κωμωδιών καταστάσεων που θέλει τα προσωπικά δράματα να είναι αλλά και να περνούν όσο πιο ανώδυνα γίνεται…

Οι Laurent και de Chauveron προφανώς τα βρίσκουν σκούρα ως προς το πώς να καταστήσουν τους γυναικείους χαρακτήρες ενδιαφέροντες. Υπάρχει μια μεγάλη ασυμμετρία σε σχέση με τους ετερόφυλούς τους όσον αφορά το πώς αξιοποιούνται τόσο δραματουργικά όσο και σαν κωμικές φιγούρες. Το ότι το κέντρο βάρους είναι προς την πλευρά των αντρών όμως δεν συνεπάγεται απαραίτητα πως έχουν να διαχειριστούν ένα πολύ καλύτερο υλικό και πως λαμβάνουν τις ανάλογες οδηγίες: ίσα ίσα που οι περισσότεροι βυθίζονται στην καρικατούρα, τόσο λόγω σεναρίου όσο και σκηνοθετικών κατευθύνσεων (πόσο γέλιο να βγάλουν πια οι στερεοτυπικοί μανιερισμοί του Pascal N’Zonzi;), οι Frederic Chau και Medi Sadoun που έχουν να υποδυθούν τους «λογικούς» του συνόλου είναι αφόρητα αδιάφοροι και ο μόνος που ίσως διασώζεται είναι ο συμπαθέστατος Noom Diawara που κατορθώνει να είναι κωμικός χωρίς να καταφεύγει στη φτηνή υπερβολή, έστω κι αν δεν είναι δα και διαμετρήματος Omar Sy. Γενικότερα, δίνεται η εντύπωση μιας περιττής συνέχειας, μιας κατώτερης σε ποιότητα αναπαραγωγής της ίδιας συνταγής δίχως την όποια φρεσκάδα της πρώτης φοράς, με ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που έχουν με κυνικό τρόπο υπολογιστεί ως απαραίτητα για να προσελκύσουν όσους δήλωσαν φαν με το προηγηθέν μέρος των καμωμάτων της οικογένειας των Verneuil.

Από την άλλη, αν λάβει κανείς υπόψιν ότι στο τιμόνι του σκηνοθέτη βρίσκεται το άτομο που έχει υπογράψει έναν τίτλο σαν το απαράδεκτο «Βρε Καλώς τους!», ίσως θα έπρεπε να παραπονιέται λιγότερο για το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει εδώ. Ίσως να προσφέρεται για μια θέαση χαμηλών απαιτήσεων κατά τις επιταγές του καλοκαιριού. Έτσι θα μπορέσει κάποιος πιο εύκολα να συγχωρέσει τους πολλούς αχρείαστους χαρακτήρες που εισάγονται στην ιστορία μονάχα για να σερβιριστούν κάποια επιπρόσθετα γκαγκ (πιο τρανταχτό παράδειγμα ο μουσουλμάνος κηπουρός), τη χαζοχαρούμενη ατμόσφαιρα που προσπαθεί να επιβάλλει με το ζόρι στον θεατή μια ξεσηκωτική διάθεση και την αίσθηση ρουτίνας που εκπέμπεται καθόλη τη διάρκεια.

Όσοι βρήκαν πάρα πολύ διασκεδαστικό το παιχνίδι που έστηνε το πρώτο φιλμ γύρω από την έννοια της πολιτικής ορθότητας, το οποίο ομολογουμένως ξεχειλώνει εδώ, ίσως να περάσουν μια χαρά κι εδώ και να προσπεράσουν το επαναλαμβανόμενο της όλης υπόθεσης. Οι υπόλοιποι θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα εύκολο να ξεχαστεί βουλεβάρτο, μια ανώδυνη εμπειρία, όχι προσβλητική μεν, εντελώς αναλώσιμη και σαχλή δε. Και είναι κρίμα, γιατί πολλάκις και στις εμπορικές κωμικές της στιγμές η Γαλλία μπορεί αν θέλει να βάλει κάτω την αντίστοιχη αμερικάνικη σχολή. Γιατί να φτάνει στο σημείο να επιθυμεί να αποτελέσει απλά μια απομίμησή της αφού υπάρχουν οι δυνατότητες για την υπέρβαση;

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *