Η Τζουντίτ, γαλλίδα δημοσιογράφος, συναντά τον Σαλβαδόρ Νταλί αρκετές φορές, σχετικά για μια πιθανή συνέντευξη, την οποία ο Νταλί αρνείται. Στη συνέχεια για ένα ντοκιμαντέρ, το οποίο φαίνεται δύσκολο να γυριστεί, ιδίως όταν ο Νταλί, οδηγώντας τη Rolls-Royce του στην παραλία, αχρηστεύει τη κάμερα πριν την έναρξη των γυρισμάτων…
Σκηνοθεσία:
Quentin Dupieux
Κύριοι Ρόλοι:
Anais Demoustier … Judith Rochant
Edouard Baer … Salvador Dali
Jonathan Cohen … Salvador Dali
Gilles Lellouche … Salvador Dali
Pio Marmai … Salvador Dali
Didier Flamand … Salvador Dali
Romain Duris … Jerome
Agnes Hurstel … Lucie
Marie Bunel … Κα Abravanel
Eric Naggar … πάτερ Jacques
Sandrine Blancke … Anita
Jean-Marie Winling … ο άντρας στο λεωφορείο
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Quentin Dupieux
Παραγωγή: Mathieu Verhaeghe, Thomas Verhaeghe
Μουσική: Thomas Bangalter
Φωτογραφία: Quentin Dupieux
Μοντάζ: Quentin Dupieux
Σκηνικά: Joan Le Boru
Κοστούμια: Isabelle Pannetier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Daaaaaali!
- Ελληνικός Τίτλος: Ντααααλί!
Παραλειπόμενα
- Δεν πρόκειται για κάτι που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, αλλά όπως το περιέγραψε ο δημιουργός του, για μια “αληθινή ψεύτικη βιογραφία”.
- Ο Quentin Dupieux εμπνεύστηκε από το Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας (1972) τη δομή της ταινίας του.
- Στο πλούσιο καστ ήταν αρχικά και οι Alain Chabat και Pierre Niney, αλλά δεν ήταν διαθέσιμοι την εποχή των γυρισμάτων.
- Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στο φεστιβάλ Βενετίας, αλλά εκτός συναγωνισμού.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Thomas Bangalter (πρώην των Daft Punk) χρησιμοποίησε ως όργανο ένα αρχαίο σαντούρι για τη σύνθεση της μουσικής.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 6/6/2024
Μια άπειρη δημοσιογράφος περιμένει για συνέντευξη τον Σαλβαδόρ Νταλί. Βγαίνει στον διάδρομο του ξενοδοχείου για να τον υποδεχτεί, αλλά εκείνος, ενώ περπατά προς το μέρος της, μοιάζει να μένει στο ίδιο σημείο. Όταν εντέλει συναντιούνται, ο Νταλί τη χαιρετά και φεύγει κατευθείαν διατρανώνοντας την άρνησή του να μιλήσει απουσία κάμερας, αφού μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να συλλάβει το εκτόπισμα της προσωπικότητάς του. Αυτή είναι μόνο μία από τις απίθανες αναβολές που καλείται να διαχειριστεί η δημοσιογράφος και οι οποίες αποτελούν τα βασικά σημεία της πλοκής στην ταινία του Κεντάν Ντιπιέ, σαν ένα συνεχιζόμενο αστείο που με κάποιον τρόπο κατορθώνει να προκαλέσει γέλιο (ή την επιθυμητή σύσπαση του προσώπου εν είδει γελαστής επιδοκιμασίας, τελοσπάντων) παρά την ατέρμονη επανάληψή του.
Στη θεωρία, ο «Νταλί» συνιστά ιδανικό θέμα για το σινεμά του υπερδραστήριου Ντιπιέ˙ ο εκκεντρικός τρόπος του γάλλου κινηματογραφιστή μοιάζει να ομνύει στον σουρεαλισμό του μυθικού καταλανού ζωγράφου/multimedia artist. Τα εισαγωγικά στο όνομα του τελευταίου τίθενται παραπάνω προς αποφυγή παρεξηγήσεων: το Daaaaaali με τα έξι α, όσα δηλαδή και οι ηθοποιοί που τον υποδύονται, στέκει όσο το δυνατόν μακρύτερα από την υποψία βιογραφικής ταινίας. Αντίθετα, καταπιάνεται με την πολύσημη καλλιτεχνική περσόνα του Νταλί ως ένα ξεχωριστό δημιούργημα, χωρώντας στα 75 σκάρτα λεπτά του μερικές φευγαλέες αναφορές σε σπουδαίες εικόνες του σε ταμπλό βιβάν. Ο Νταλί της ταινίας είναι ερωτευμένος με τον μύθο του, ομιλεί την γαλλική με πλεονάζοντα στόμφο και επιμονή στα υγρά σύμφωνα και φορά περήφανα κάθε ασύλληπτη ιδιορρυθμία του. Αφύσικος στη συμπεριφορά του, γεμάτος έπαρση, αλλά σε ζηλευτή επαφή με την απόκρυφη καλλιτεχνική όψη ενός βαρετού, τετριμμένου κόσμου.
Ο γάλλος δημιουργός προσπαθεί να βγάλει λαγούς από το καπέλο του καθ’ όλη τη σύντομη διάρκεια του φιλμ, καθώς εμπλουτίζει τις αναποδιές της πρωταγωνίστριας με ενδιαφέρουσες προεκτάσεις που άπτονται γειωμένων προβληματισμών. Η δημοσιογράφος παρακαλεί συνεχώς για μία ακόμα ευκαιρία τον καλλιτέχνη ή διαπραγματεύεται με το αφεντικό/παραγωγό της σε συνθήκες υφέρποντος σεξισμού. Όσο η ερμηνευτικά φυσική Αναΐς Ντεμουστιέ μετράει το μέγεθός της στο πλευρό μιας ανυπόφορης ιδιοφυΐας, εγείρονται ζητήματα περί του πηγαίου χαρακτήρα του ταλέντου ή των ανασφαλειών της ως προς την καριέρα της στον συγκεκριμένο δημοσιογραφικό στίβο που θα τη φέρει σε επαφή μοιραία με αρκετές ακόμα παρεμφερείς περιπτώσεις ανθρώπων. Πολύτιμη είναι και η θεματική του χρόνου, όπως γίνεται σαφές από την εισαγωγική ήδη σεκάνς, ο οποίος αναδιπλώνεται κατά το γοητευτικό σουρεαλιστικό δοκούν του Ντιπιέ αλλά δεν παύει ποτέ να απασχολεί και να αγχώνει ταλαντούχους καλλιτέχνες και μη, εντός της ταινίας.
Εντέλει, βέβαια, η ταινία αναλώνεται στη συμπαγή αισθητική της. Το κωμικό της περιβάλλον καθορίζεται από την υπερβολική παρουσία του Νταλί, που παρεισφρέει σε όλα τα αφηγηματικά πεδία της ταινίας, όσο ονειρώδη και αν φαντάζουν. Καταλογίζεται στα υπέρ του ότι δεν φοβάται το φαιδρό, ή ακόμα και το σαχλό, όπως επίσης και ότι μεταφέρεται πρόθυμα στο κινηματογραφικό τερέν του Λουίς Μπουνιουέλ για να δανειστεί και να αναφερθεί, ωστόσο εντέλει η ατμόσφαιρα της ταινίας γίνεται σταδιακά όλο και πιο φορτική. Ο παρωδιακός τόνος επιβάλλεται από τις γκριμάτσες των ηθοποιών που υπηρετούν τον ρόλο του Νταλί και από την επιμονή στα λεκτικά ιδιώματα του χαρακτήρα (πρέπει κανείς να το δει και να το ακούσει για να το πιστέψει, οι ερμηνείες κάνουν το θεατρικό είδος της επιθεώρησης να θυμίζει εσωστρεφή βουβό στοχασμό). Και είναι τέτοια η κυριαρχία της κωμικής υπερβολής που σχεδόν ματαιώνει κάθε άλλη πιθανή διαδρομή του έργου, οδηγώντας την αφήγηση σε μονοδιάστατο μονοπάτι. Ακόμα και έτσι όμως, αυτό το sui generis φιλμ εκτοξεύεται πάνω μας ανυποχώρητο και παθιασμένο, και όποιος αντέξει, άντεξε.
Βαθμολογία: