Ένας φιλόδοξος ακροβάτης τσίρκου με ταλέντο στη χειραγώγηση των ανθρώπων με τη χρήση μερικών προσεκτικά επιλεγμένων λέξεων, δημιουργεί δεσμό με μια γυναίκα ψυχίατρο η οποία είναι ακόμα πιο επικίνδυνη από εκείνον.

Σκηνοθεσία:

Guillermo del Toro

Κύριοι Ρόλοι:

Bradley Cooper … Stanton ‘Stan’ Carlisle

Cate Blanchett … Δρ Lilith Ritter

Toni Collette … Zeena Krumbein

Willem Dafoe … Clem Hoatley

Richard Jenkins … Ezra Grindle

Rooney Mara … Molly Cahill

Ron Perlman … Bruno

Mary Steenburgen … Δις Kimball

David Strathairn … Peter ‘Pete’ Krumbein

Holt McCallany … Anderson

Clifton Collins Jr. … Funhouse Jack

Tim Blake Nelson … Carny Boss

Jim Beaver … σερίφης Jedediah Judd

Mark Povinelli … ταγματάρχης Mosquito

Paul Anderson … υπάλληλος καρναβαλιού

Lara Jean Chorostecki … Louise Hoatley

David Hewlett … Δρ Elrood

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Guillermo del Toro, Kim Morgan

Παραγωγή: Bradley Cooper, J. Miles Dale, Guillermo del Toro

Μουσική: Nathan Johnson

Φωτογραφία: Dan Laustsen

Μοντάζ: Cameron McLaughlin

Σκηνικά: Tamara Deverell

Κοστούμια: Luis Sequeira

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Nightmare Alley
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Nightmare Alley του William Lindsay Gresham.

Κύριες Διακρίσεις 

  • Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών.
  • Υποψήφιο για Bafta φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών.

Παραλειπόμενα

  • Δεύτερη ανάγνωση του νουάρ βιβλίου του William Lindsay Gresham από το 1946, μετά την επίσης ομότιτλη ταινία από τον Edmund Goulding. Ο del Toro τόνισε ειδικά πως πρόκειται για άμεση διασκευή του μυθιστορήματος, και όχι ριμέικ της ταινία του 1947.
  • Το φιλμ ανακοινώθηκε το 2016, και σηματοδότησε την πρώτη φορά που ο del Toro δεν σκηνοθετεί μια ταινία με στοιχεία φαντασίας.
  • Ο Leonardo DiCaprio ήταν ο πρώτος που ήρθε σε διαπραγματεύσεις για τον κεντρικό ρόλο, και αρχικά είχε συμφωνήσει. Όταν αυτές όμως ναυάγησαν, έγινε άμεση προσέγγιση με τον Bradley Cooper.
  • Για τον ρόλο της Μίλι, η Jennifer Lawrence και η Lady Gaga ήταν στα υπόψιν.
  • Ο Michael Shannon αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το καστ λόγω του προγραμματισμού του.
  • Η πανδημία διέκοψε βίαια τα γυρίσματα, με το 45% της ταινίας να ήταν ήδη ολοκληρωμένο. Πριν συνεχιστούν και ολοκληρωθούν τα γυρίσματα στον Καναδά, ο δημιουργός αφοσιώθηκε στο μοντάζ όσων είχαν ήδη ετοιμαστεί.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 20/1/2022

Ο «Αγύρτης» του Edmund Goulding, που αποτέλεσε και την πρώτη κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος «Nightmare Alley», είναι μεν ένα στιβαρό, έντονο και αρκούντως κυνικό νουάρ, πάσχει όμως και από τους εμπορικούς περιορισμούς μιας στουντιακής ταινίας της εποχής της (στρογγύλεμα γωνιών, βεβιασμένα χαρούμενο τέλος, λανθάνων συντηρητισμός). Σε αυτήν τη δεύτερη μεταφορά, ο Guillermo del Toro αποπειράται να μείνει πιο πιστός στο πνεύμα της πρωτογενούς πηγής, προσαρμόζοντας παράλληλα κάποια στοιχεία στη δική του δημιουργική ιδιοσυγκρασία κι εκμοντερνίζοντας κάποια άλλα. Και παρότι το τελικό αποτέλεσμα είναι λειτουργικότατο και απολαυστικό σαν κατασκευή, «τερματίζει» ελαφρώς πιο πίσω από το φιλμ του Goulding για μια σειρά λόγων.

Καταρχάς, μάλλον αναμενόμενα, ο del Toro για μία ακόμη φορά βαθμολογείται σχεδόν με άριστα στο εικαστικό κομμάτι. Βοηθούμενος και από τα πλούσια, ρετρό και ταυτόχρονα μοντέρνα χρώματα της φωτογραφίας του Dan Laustsen, όπως και από μια ανάλογα άρτια δουλειά στα κοστούμια και τη σκηνογραφία, πλάθει ένα σύμπαν άκρως γοητευτικό οπτικά και απειλητικό συνάμα, στο οποίο ισορροπούν η κομψότητα και το γκροτέσκο. Παραδίδει έτσι ένα φιλμ που έχει συνείδηση των νουάρ καταβολών του στο πώς είναι σκηνοθετημένο, αλλά φέρει παράλληλα και την υπογραφή του σε πολύ έντονο βαθμό, ειδικά στο πώς μπαίνει στο όλο μείγμα το στοιχείο της βίας.

Το σενάριο εδώ έχει έναν περισσότερο ψυχαναλυτικό χαρακτήρα στο πώς προσεγγίζει τους ήρωές του, ειδικά τον πρωταγωνιστή, που προσδίδει μεν περισσότερο βάθος, από την άλλη πλευρά όμως ακολουθεί έναν δρόμο που πέφτει συχνά και στην παγίδα της υπερεπεξηγηματικότητας. Κοινώς, όσο πλησιάζει το φινάλε σερβίρονται σχεδόν τα πάντα έτοιμα στον θεατή, με αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστο μυστήριο όσον αφορά τις ενέργειες των προσώπων της ιστορίας. Υπάρχει και μια τάση έμφασης στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα γεγονότα, που δεν προσθέτει κάτι σημαντικό και θα μπορούσε να λείπει. Βέβαια, επειδή εδώ δεν υπάρχουν ασφυκτικοί περιορισμοί επιπέδου Darryl F. Zanuck, ευτυχώς το κείμενο, παρά τις αδυναμίες του, είναι παράλληλα και πολύ πιο συμφιλιωμένο με το σκοτάδι του βιβλίου, τονίζει τον ηθικό εκμαυλισμό του κεντρικού ήρωα και υιοθετεί έναν πεσιμισμό ουσιαστικό, που απογειώνεται στον επίλογο.

Ίσως η κυριότερη αδυναμία του «Μονοπατιού των Χαμένων Ψυχών» σε σύγκριση με τον «Αγύρτη» είναι η κάπως ανοικονόμητη αφήγησή του. Φυσικά, ο del Toro φροντίζει ώστε ακόμη και οι στιγμές που δεν είναι απαραίτητες για την πλοκή να διαθέτουν ενδιαφέρουσες επιπρόσθετες λεπτομέρειες, είτε αυτές είναι κάποιες πληροφορίες για τους χαρακτήρες είτε κάποιες στιγμές σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας, ενώ διαθέτει και μια άψογη αίσθηση του ρυθμού που καθιστά τη διάρκεια των 150 λεπτών μη αισθητή στον θεατή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν είναι εμφανές το «λίπος» κάποιων σκηνών και μια γενικότερη εντύπωση πως ο μεξικανός κινηματογραφιστής ερωτεύεται υπερβολικά, ειδικά στο πρώτο μισό της ταινίας, τον μικρόκοσμο τον οποίον περιγράφει, με συνέπεια συχνά να υποκύπτει στον πειρασμό των νεκρών χρόνων, εις βάρος μιας πιο «σφιχτής» ροής.

Σε ερμηνευτικό επίπεδο, ο Bradley Cooper, παρότι δεν αποτινάζει εντελώς τους μανιερισμούς του σούπερ-σταρ, συντονίζεται ιδιαίτερα καλά με τις σκιώδεις πλευρές του αντιήρωα που ενσαρκώνει, προσδίδοντάς του με προσεκτικές πινελιές μια πολυδιάστατη υπόσταση. Από εκεί και πέρα, μια σειρά δεύτερων ρόλων που τον πλαισιώνουν αφήνουν το στίγμα τους, από τη διασκεδαστικά καπάτσα Toni Collette μέχρι τον Willem Dafoe που υποδύεται με επιτυχία για μία ακόμη φορά μια μοχθηρή φιγούρα. Η πιο αξιομνημόνευτη παρουσία όμως είναι αυτή της Cate Blanchett. Ουσιαστικά αναλαμβάνει να σηκώσει το βάρος της μοιραίας γυναίκας, αν και το σενάριο σοφά τής προσθέτει περισσότερες πτυχές. Η Blanchett όχι μόνο κατορθώνει να τις αποδώσει με μια εντυπωσιακή λεπτότητα, αλλά παράλληλα τις προσεγγίζει με μια παλαιού τύπου υποκριτική τεχνική, σαν να βρίσκεται σε πνευματική επικοινωνία με το «φάντασμα» του παλιού νουάρ. Είναι δε τόσο ανατριχιαστικά αποτελεσματική η απειλητικότητα που υποδόρια εκπέμπει, που παράγει σασπένς από ένα σημείο κι έπειτα μόνο με το που εμφανίζεται. Σίγουρα οι συναντήσεις της με τον Cooper, ειδικά όταν μπαίνει στην εξίσωση και το στοιχείο της ψυχανάλυσης, ανήκουν στις πιο δυνατές στιγμές του φιλμ.

Εν γένει, το «Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών» εντυπωσιάζει με τις τεχνικές αρετές του, αλλά δεν αγγίζει ίδια επίπεδα κινηματογραφικών συγκινήσεων με τον «Λαβύρινθο του Πάνα» και τη «Μορφή του Νερού». Πάντως, είναι σίγουρα μια δημιουργία που φέρει μια έντονα προσωπική σφραγίδα, που αρνείται να μπει κάτω από στερεοτυπικές ταμπέλες του θρίλερ, και που σκιαγραφεί μια εικόνα της ανθρώπινης φύσης πιο ενδελεχή και ταυτόχρονα απαισιόδοξη από τον μέσο όρο του Χόλιγουντ.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

23 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

2 Σχόλια

  1. Παναγιώτης 24 Ιανουαρίου 2022

    Χορταστικό και με δυσοίωνο φινάλε.Απολαυστικο, δεν βαριέσαι καθόλου, και σίγουρα δεν θα υπάρξει σίκουελ.

  2. Μαίρη 22 Ιανουαρίου 2022

    ΟΧΙ ΚΑΚΟ. ΗΘΕΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΟΜΩΣ.