Ένας ηλικιωμένος θυρωρός αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση των φίλων του, των γειτόνων του και της κοινωνίας μετά την απόλυση του από την αξιόλογη δουλειά του σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο.
Σκηνοθεσία:
F.W. Murnau
Κύριοι Ρόλοι:
Emil Jannings … ο θυρωρός
Maly Delschaft … η ανιψιά του θυρωρού
Max Hiller … ο γαμπρός της ανιψιάς
Emilie Kurz … ο θεία του γαμπρού
Hans Unterkircher … ο διευθυντής
Olaf Storm … νεαρός ένοικος
Georg John … ο νυχτοφύλακας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Carl Mayer
Παραγωγή: Erich Pommer
Μουσική: Giuseppe Becce
Φωτογραφία: Karl Freund
Σκηνικά: Edgar G. Ulmer
Κοστούμια: G. Benedict
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Der Letzte Mann
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Τελευταίος των Ανθρώπων
- Διεθνής Τίτλος: The Last Laugh
Παραλειπόμενα
- Λαμπρό παράδειγμα του υποείδους Kammerspielfilm, κοινώς “δράμα δωματίου”. Αυτό αναπτύχθηκε στη Γερμανία κατά την περίοδο του βωβού σινεμά, ταυτόχρονα αλλά και συχνά παράλληλα με το γνωστότερο ρεύμα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Κύριο γνώρισμα αυτού ήταν ότι το βάρος έπεφτε στην επεξεργασία των χαρακτήρων, αντί των σκηνικών ή της δράσης, και η θεματική του αφορούσε τη μεσομικροαστική τάξη.
- Ο F.W. Murnau βρίσκονταν στο ανώτατο σημείο της καριέρας του (μετά και το Νοσφεράτου), αλλά δεν είχε ικανοποιήσει ακόμα τη θέληση του να κάνει μια ταινία με το κραταιό γερμανικό στούντιο UFA. Ήθελε επίσης να κάνει ένα φιλμ που να μη βασίζεται σε πρότερη πηγή, και συναντήθηκε τον σεναριογράφο Carl Mayer που είχε έτοιμο το συγκεκριμένο σενάριο, γραμμένο για τον σκηνοθέτη Lupu Pick. Με τον Pick όμως είχε τσακωθεί, και εκείνος είχε εγκαταλείψει την ταινία. Από τις πρότερες συνεργασίες των Pick και Mayer προέκυψε να μην υπάρχουν κάρτες με διαλόγους, κάτι που θα καθιερωθεί στο Kammerspielfilm. Για την ακρίβεια, εδώ εμφανίζεται μόνο μία που προλογίζει τον επίλογο.
- Ο διευθυντής φωτογραφίας δοκιμάζει για πρώτη φορά εδώ την επονομαζόμενη “entfesselte Kamera”, που είναι ο πρόγονος της “dolly camera”, δηλαδή της κινούμενης κάμερας στον χώρο. Το συνεργείο το κατάφερε αυτό χάρη σε ένα καροτσάκι μωρού. Είτε δένοντας την κάμερα στο στήθος του είτε κρεμώντας την από πολυώροφες εξέδρες, ο Freund αυτοσχεδίαζε συνεχώς. Χρόνια μετά όμως, ο Karl Freund δήλωσε πως ο Murnau δεν ενδιαφέρονταν καθόλου ούτε για τους φωτισμούς, ούτε να κοιτάξει κάποιο πλάνο μέσα από την κάμερα. Προς υπεράσπιση του σκηνοθέτη έσπευσαν οι ντεκορατέρ Robert Herlth και Walter Rohrig.
- Μία από τις γερμανικές ταινίες που επηρέασαν βαθιά το σινεμά του Alfred Hitchcock, που νεαρός τότε εργάζονταν ως βοηθός στην UFA. Σύμφωνα με τον βρετανό μαιτρ, οι ταμπέλες στους δρόμους και τα μαγαζιά αλλά και οι αφίσες που βλέπουμε είναι γραμμένα σε μια μορφή της διεθνούς γλώσσας Εσπεράντο.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Σε μεταγενέστερες προβολές, μουσική ως συνοδεία για το φιλμ έγραψαν και οι: Timothy Brock, Florian C. Reithner, Karl-Ernst Sasse και Werner Schmidt-Boelcke.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 30/5/2024
Σε μια εποχή που ο κινηματογράφος αγωνιζόταν να γίνει αυτόνομη τέχνη, ο Murnau ήταν ένας από τους σκηνοθέτες που απέρριψαν τις επιρροές του θεάτρου και της λογοτεχνίας και δημιούργησαν νέα μέσα έκφρασης. Οι ταινίες του, πολύ διαφορετικές ως προς το θέμα και το ύφος, φέρουν το στίγμα μιας προσωπικότητας που ξεφεύγει από τις ταξινομήσεις που κατά καιρούς τού έχουν αποδοθεί: εξπρεσιονισμός, «Kammerspiel», γερμανικός ρομαντισμός.
Γεννημένος το 1888 στο Μπίλεφελντ της Βεστφαλίας, με πραγματικό όνομα Friedrich Wilhelm Plumpe, ο Murnau σκοτώθηκε στο Χόλιγουντ το 1931, μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Μετά από σύντομες σπουδές στην ιστορία της τέχνης και μια σύντομη εμπειρία στο θέατρο (συνεργάστηκε με τους Max Reinhardt, Conrad Veidt και Ernst Lubistch), ο Murnau σκηνοθέτησε είκοσι δύο ταινίες, από τις οποίες μόνο δέκα διασώζονται. Είναι ένας από τους πυλώνες του γερμανικού κινηματογράφου, που επιλέχθηκε από την ισχυρή εταιρεία UFA για έργα που θεωρούνται κλασικά, όπως τα «Nosferatu» (1922), «Ο Τελευταίος των Ανθρώπων» (1924), « Faust» (1926), πριν τελειώσει την καριέρα του στην Αμερική με ακόμη δύο αριστουργήματα: «Αυγή» (1927) και «Tabou» (1931).
Ο «Τελευταίος των ανθρώπων» θεωρείται ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της εποχής του βωβού κινηματογράφου και οφείλεται στη συνεργασία του Murnau με δυο κορυφαίους στο είδος τους: τον μεγαλύτερο γερμανό σεναριογράφο Carl Mayer («The Cabinet of Dr. Caligari») και έναν από τους κορυφαίους κινηματογραφιστές, τον Karl Freund, που στη συνέχεια συνέβαλε στην ανάπτυξη του φιλμ νουάρ («Key Largo»).
Το εκφραστικό, έντονο ύφος αυτής της υπαρξιστικής τραγωδίας αποδίδει συγκινητικά την ιστορία ενός θυρωρού ξενοδοχείου (Emil Jannings) που λόγω ηλικίας και σωματικής αδυναμίας υποβιβάζεται σε συνοδό στις αντρικές τουαλέτες. Αυτό είναι ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα για αυτόν, επειδή η αίσθηση της αυτοεκτίμησης και της ταυτότητάς του φαίνεται να συνδέεται με τη δουλειά του. Στις εναρκτήριες σκηνές της ταινίας, νιώθει μεγάλη υπερηφάνεια φορώντας την περίτεχνη, μιλιταριστική στολή του. Όταν υποβιβάζεται από αυτή την προβεβλημένη θέση, αισθάνεται ότι το ίδιο το ξενοδοχείο θα τον συντρίψει, σε ένα εκπληκτικό πλάνο όπου το κτίριο φαίνεται να κάμπτεται προς τα κάτω.
Υπάρχει επίσης μια ταξική συνιστώσα σε αυτή την ιστορία, στο ότι η υπερηφάνεια του πορτιέρη για τη δουλειά του αποτελεί μια ψευδαίσθηση που σχετίζεται με τη φανταχτερή στολή του. Γιατί μπορεί ο πορτιέρης να τριγυρνά σαν να είναι ένας σημαντικός άντρας, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας υπηρέτης, κάτι που τον αποσπά από την τάξη που ανήκει. Η συνύπαρξη του πλούτου και της φτώχειας, της πολυτέλειας του ξενοδοχείου και της εξαθλίωσης της προλεταριακής κατοικίας εκφράζει τον ανταγωνισμό μεταξύ δύο κλειστών κόσμων, όπου όμως βασιλεύουν και οι προκαταλήψεις, η ανοησία και ο φθόνος.
Αυτός ο μύθος κοινωνικής παρακμής χρεώνεται με έναν διπλό συμβολισμό: αυτόν μιας μιλιταριστικής χώρας (της Γερμανίας) καταδικασμένης σε αφοπλισμό μετά την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αυτόν του γήρατος που προμηνύει τον θάνατο -η απομόνωση στο υπόγειο, προμήνυμα ενταφιασμού- έρχεται σε αντιδιαστολή με την περιστρεφόμενη πόρτα του ξενοδοχείου, που συμβολίζει τον αναζωογονητικό στροβιλισμό της ζωής.
Από τεχνική άποψη η ταινία αποτελεί την επιτομή του «ολοκληρωτικού σινεμά», καθώς εντελώς ευρηματικά η αφήγηση γίνεται μόνο μέσα από εικόνες, χωρίς διαλόγους. Ο Murnau και ο Karl Freund επινόησαν την «αδέσμευτη κάμερα» και την υποκειμενική λήψη. Η ρευστή κίνησή της στους χώρους παρέχει δυναμικές προοπτικές και ενισχύει το συναισθηματικό βάθος της αφήγησης: όταν ακολουθεί τον θυρωρό μέσα από το λόμπι του ξενοδοχείου μεταφέρει την ψυχολογική του κατάσταση: αρχικά την περηφάνια του και αργότερα την ντροπή του. Η χρήση εξπρεσιονιστικών τεχνικών, με παραμορφωτικά σκηνικά, δραματικό φωτισμό και μακρόσυρτες σκιές και αντανακλάσεις, τονίζουν την εσωτερική αναταραχή του πρωταγωνιστή.
Η ερμηνεία του Emil Jannings είναι καθοριστική στην απήχηση της ταινίας. Το εκφραστικό του πρόσωπο και η γλώσσα του σώματός του μεταδίδουν την υπερηφάνεια, την απόγνωση και την τελική λύτρωση του χαρακτήρα, κάνοντας το κοινό να συμπάσχει βαθιά με την κατάστασή του.
Δυστυχώς η ταινία πάσχει από το αίσιο φινάλε που επέβαλε το στούντιο. Ωστόσο, οι Murnau και Mayer εκπληρώνουν τεχνικά αυτή την εντολή με έναν παράλογο επίλογο που στάζει από σαρκασμό. Μάλιστα προηγείται ένας μεσότιτλος που προσδιορίζει ρητά ότι αυτή η «deus ex machina» παρέμβαση δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η ταινία θα έπρεπε να είχε τελειώσει με τον ήρωα σε μια θλιβερή κατάσταση ταπείνωσης και απόρριψης. Αντίθετα, έχουμε ένα αλλόκοτα κωμικό φινάλε, το οποίο είναι τόσο παράλογα υπερβολικό, που πρέπει απλώς να ερμηνευθεί ως παρωδία ενός ευτυχισμένου τέλους.
Βαθμολογία: