
Ο Αγύρτης
- Nightmare Alley
- 1947
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
- 25 Απριλίου 1949
Ο περιπλανώμενος Σταν καταφέρνει να πιάσει δουλειά ως κράχτης σε περιοδεύον τσίρκο. Παθιάζεται με το παράνομο σόου ενός μισότρελου που δαγκώνει και σκοτώνει κοτόπουλα, αλλά η προσοχή του πέφτει και σε μια κοπέλα, τη Μόλι, που βοηθάει το νούμερο ενός μασίστα. Γίνεται φίλος με έναν αλκοολικό «μάντη» που του δείχνει πόσο εύκολο είναι να ξεγελάσεις το κοινό και να πιστεύει ότι του διαβάζεις το μυαλό. Όταν ο τελευταίος πεθαίνει ξαφνικά από νοθευμένο αλκοόλ, ο Σταν πείθει τη χήρα του να του μάθει όλα τα κόλπα της «δουλειάς». Έτσι, ο Σταν πετυχαίνει με το δικό του σόου σε νυχτερινό κλαμπ, κι όταν το βαριέται, αρχίζει να «επικοινωνεί» με τους νεκρούς, με την κατάλληλη πάντα αμοιβή…
Σκηνοθεσία:
Edmund Goulding
Κύριοι Ρόλοι:
Tyrone Power … Stanton ‘Stan’ Carlisle
Coleen Gray … Molly Carlisle
Joan Blondell … Zeena Krumbein
Helen Walker … Δρ Lilith Ritter
Taylor Holmes … Ezra Grindle
Mike Mazurki … Bruno
Ian Keith … Pete Krumbein
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jules Furthman
Παραγωγή: George Jessel
Μουσική: Cyril J. Mockridge
Φωτογραφία: Lee Garmes
Μοντάζ: Barbara McLean
Σκηνικά: J. Russell Spencer, Lyle R. Wheeler
Κοστούμια: Bonnie Cashin
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Nightmare Alley
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Αγύρτης
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Nightmare Alley του William Lindsay Gresham.
Παραλειπόμενα
- Ήταν μια εποχή που ο Tyrone Power προσπαθούσε να πάει παρακάτω από τις ταινίες ξιφομαχίας που τον είχαν αναδείξει, και ήταν ο ίδιος που ζήτησε από τον Darryl F. Zanuck, το αφεντικό της 20th Century Fox, να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου του William Lindsay Gresham, ώστε να πρωταγωνιστήσει. Αυτά κόστισαν 50 χιλιάδες δολάρια, ενώ ο Gresham ορίστηκε ως σεναριακός σύμβουλος: μια συμβολή που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ περί του όγκου της (δεν αναγράφθηκε και στους τίτλους).
- Τον Νοέμβριο του 1946 είχε ανακοινωθεί ο William Keighley για τη θέση του σκηνοθέτη, και οι Mark Stevens και Anne Baxter για κεντρικούς ρόλους. Αρχές του 1947, η σκηνοθεσία είχε περάσει στον Lloyd Bacon.
- Στο πίσω μέρος του στούντιο της Fox κατασκευάστηκε από το μηδέν ένα ολόκληρο καρναβάλι 40 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Για να γίνει ακόμα πιο αυθεντική η εικόνα του, προσλήφθηκαν περίπου 100 άτομα από τσίρκα για να το πλαισιώσουν.
- Στο βιβλίο το φινάλε είναι εξαιρετικά ζοφερό, με τον κεντρικό ήρωα να καταδικάζεται να εργαστεί μόνιμα ως “φρικιό” και να πεθαίνει από το πολύ αλκοόλ. Αυτό άλλαξε μετά από υπόδειξη του Zanuck. Το ορίτζιναλ φινάλε όμως έμελλε να στοιχειώσει τον William Lindsay Gresham, που αυτοκτόνησε το 1962 στο ίδιο ξενοδοχείο που έγραψε την πρώτη εκδοχή του βιβλίου του.
- Οι αρχικές κριτικές ήταν ανάμεικτες, και το κοινό δεν έστεψε με εμπορική επιτυχία το φιλμ. Με το πέρασμα όμως των χρόνων, η ταινία πήρε μια θέση ανάμεσα στα διαμάντια του φιλμ νουάρ, και ως μία από τις καλύτερες εμφανίσεις του Tyrone Power.
- Το 2021, ήταν η σειρά του Guillermo del Toro να διασκευάσει το ίδιο βιβλίο.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 2/3/2024
Κατά τη διάρκεια της ποικιλότροπης καριέρας του, ο Edmund Goulding («Grand Hotel, 1932», «Dark Victory, 1939», «Of Human Bondage, 1946», «The Razor’s Edge, 1946») απέκτησε τη φήμη του καταξιωμένου τεχνίτη που διέσχιζε με άνεση τα κινηματογραφικά είδη. Ωστόσο, αν και δεν ανέπτυξε μια οπτική υπογραφή τόσο αναγνωρίσιμη όσο του Josef von Sternberg ή μια θεματική-ιδεολογική υπογραφή τόσο συνεκτική όσο του Frank Capra, του αναγνωρίστηκε η ικανότητα στη διερεύνηση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης εμπειρίας, με ζοφερό τόνο και ψυχολογικό βάθος. Το «Nightmare Alley» είναι η πιο απαισιόδοξη ταινία του, βασισμένη στο ομώνυμο προκλητικό μυθιστόρημα του William Lindsay Gresham, που διαδραματίζεται στο τέλος της Μεγάλης Ύφεσης. Στο βιβλίο του ο Gresham (ο οποίος αυτοκτόνησε το 1962) συνδύασε την τρομακτική ιστορία των «Geek» (φρικιών), την έλξη του για τις κάρτες ταρώ, την ψυχανάλυση, αλλά και την προσωπική του μάχη με το αλκοόλ.
Ο περιπλανώμενος Stanton Carlisle (Tyrone Power) δουλεύει σαν κράχτης σε ένα τσίρκο -με βασικά αξιοθέατα το «Geek», ένα ανθρώπινο ναυάγιο που δαγκώνει κεφάλια από ζωντανά κοτόπουλα, τα ηλεκτροσόκ που δέχεται η νεαρή Molly (Colleen Gray) και το μέντιουμ Zeena (Joan Blondell) που με τον αλκοολικό σύζυγο της, Pete (Ian Keith), έχουν καταγράψει σε βιβλίο έναν περίτεχνο κώδικα αριθμών και σημάτων. Διαισθανόμενος την ευκαιρία, ο Stanton βρίσκει τον τρόπο να τους αποσπάσει το βιβλίο, και με τη Molly στο πλευρό του, εγκαταλείπει το τσίρκο και ξεκινά μια πετυχημένη καριέρα μενταλιστή σε ακριβά νυχτερινά κέντρα. Η φήμη του τραβά την προσοχή της ψευτο-ψυχιάτρου Lilith Ritter (Helen Walker), η οποία έχει συγκεντρώσει ένα τεράστιο αρχείο προσωπικών πληροφοριών για τους πλούσιους πελάτες της. Με τη συνενοχή της Lilith, ο Stanton καταφέρνει να επινοήσει μια ακόμα πιο ανήθικη απάτη: την επικοινωνία με τους νεκρούς -δίνοντας ψεύτικες ελπίδες σε χαροκαμένους ανθρώπους που επιζητούν μια επαφή με τα φαντάσματα των αγαπημένων τους.
Θεματικά το «Nightmare Alley» θυμίζει αρχαιοελληνική τραγωδία, που έχει κινηματογραφηθεί ως εξπρεσιονιστικός εφιάλτης. Μπορεί να ιδωθεί επίσης ως φαουστιανή ιστορία για την προθυμία ενός ανθρώπου να απεκδυθεί τις ηθικές αρχές του σαν αντάλλαγμα για την εκπλήρωση της ακόρεστης φιλοδοξίας και απληστίας του. Το πρώτο μέρος της ταινίας αποτελεί μια λερωμένη ματιά στην άθλια ζωή των τσιρκολάνων, ενώ στο δεύτερο μέρος η δράση μεταφέρεται στα αστραφτερά κλαμπ της υψηλής κοινωνίας, όπου δίνει τις παραστάσεις του ο -ντυμένος με κομψά σμόκιν- Stanton. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην εξαθλιωτική φτώχεια του προλεταριάτου και στον πλούτο, την ευδαιμονία και τον διεφθαρμένο υλισμό των μεγαλοαστών χρησιμεύει ως αφηγηματικό υπόβαθρο, με τον μάστορα των ατμοσφαιρικών φωτοσκιάσεων Lee Garmes να αιχμαλωτίζει με την κάμερα του αυτούς τους ασύμβατους κόσμους.
Ο Stanton είναι ένας επιθετικά γοητευτικός άνδρας, οπλισμένος με ωραία εμφάνιση, αριβίστας και χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό («Μου αρέσουν όλα. Το πλήθος, ο θόρυβος, η κίνηση. Βλέπεις αυτούς τους ηλίθιους εκεί; Νιώθω τόσο ανώτερος, σαν να είμαι μέσα κι εκείνοι έξω»). Χρησιμοποιώντας τις γυναίκες για να ανέβει στην κοινωνική ιεραρχία, εκμεταλλεύεται το αληθινό του χάρισμα της πειθούς, όπως αποδεικνύει η υπέροχη σκηνή όπου υποτάσσει στο έλεος του έναν σκληρό σερίφη. Ποια είναι όμως η κινητήρια δύναμη που τον ωθεί;
Ο Stanton είναι ένας αδίστακτος υλιστής. Ποθεί την αποδοχή, την επικύρωση, τη φήμη, το χρήμα, το σεξ. Δεν νοιάζεται για κανέναν και για τίποτα εκτός από τον εαυτό του. Η «αγάπη» του για την ενάρετη και πιστή Molly είναι ιδιοτελής, καθώς κάθε μάγος χρειάζεται μια βοηθό. Όταν μάλιστα επινοεί μια νέα μενταλιστική παράσταση, ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του, καθώς σκέφτεται τα χρήματα και τη φήμη που μπορεί να κερδίσει. Αλλά η Molly το παρερμηνεύει, νομίζοντας ότι είναι χαρούμενος που ξεκινά μια νέα έγγαμη ζωή μαζί της. «Το εννοείς πραγματικά;», ρωτάει γεμάτη λαχτάρα, και εκείνος ενθουσιασμένος αναφωνεί «Ναι». Προφανώς υπάρχει εσφαλμένη επικοινωνία ανάμεσα τους: η Molly είναι χαρούμενη που είναι παντρεμένη, αλλά ο Stan είναι ευτυχισμένος επειδή θεωρεί ότι βρίσκεται στα πρόθυρα μιας μεγάλης επιτυχίας. Είναι χαρούμενος που έχει το κορίτσι, αλλά μόνο επειδή του είναι απαραίτητο για την παράσταση. Και ενώ η σκηνή παραπέμπει σε μια ρομαντική κορύφωση, οι σύζυγοι συζητούν, μοιάζοντας να λένε το ίδιο πράγμα, αλλά κατά βάθος εννοούν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ο χαρακτήρας του Stanton αποτελεί ένα είδος «homme-fatal», διττό και καταστροφικό είδωλο της femme-fatale Lilith, που είναι λεία σαν μετάξι αλλά δηλητηριώδης σαν έχιδνα. Η αλληλεπίδραση τους είναι μια μάχη εξουσίας και αμοιβαίας χειραγώγησης. Ο Stanton μπορεί να διαβάζει εύκολα τους άλλους, αλλά αποτυγχάνει να δει καθαρά τον εαυτό του και να διακρίνει τα όριά του. Δεν ξέρει πώς να αποσύρεται όταν κερδίζει, κλασική συμπεριφορά αλαζόνα που είναι παγιδευμένος στον ναρκισσισμό, την απληστία και τους καταναγκασμούς του. Νωρίς στην ταινία βλέπουμε την ταυτόχρονη έλξη και αποστροφή του στη θέα του κτηνώδες «Geek» («Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί κανείς να πέσει τόσο χαμηλά»). Η εύγλωττη προοικονομία μάς υποψιάζει για την κατάληξη του.
Ο τέλεια ρυθμισμένος αφηγηματικός μηχανισμός του σεναρίου του Jules Furthman σε συνδυασμό με την μεστή και διορατική σκηνοθεσία του Goulding καταγγέλλουν μία από τις εμμονές της αμερικανικής κουλτούρας, κοιτίδας του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού: την απεριόριστη φιλοδοξία του ατόμου και την εκπλήρωση με κάθε μέσο του «αμερικανικού ονείρου». Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία του «κοινωνικού δαρβινισμού», θα υπάρχει πάντα ένα συγκριτικά μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο αρπακτικό από τους Stan και Molly που φαντάζουν σαν φτωχoδιαβόλοι σε σύγκριση με την ολέθρια φιγούρα της Lilith, που ως θεσμικό μέλος της μεγαλοαστικής τάξης απολαμβάνει και έναν βαθμό ατιμωρησίας.
Διαρθρωμένο στο αφηγηματικό τόξο απογείωση και περιδίνηση, το «Nightmare Alley» θεμελιώνεται πάνω σε δυο κυκλικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα: τον αλκοολισμό και το «Geek». Οι τελευταίες σκηνές αντικατοπτρίζουν τις πρώτες, καθώς ένας αποδομημένος Stanton επιστρέφει στο τσίρκο για να αποδεχθεί την «προκαθορισμένη» μοίρα του («Είμαι γεννημένος γι’ αυτό…»). Και ενώ ο επίλογος της ταινίας επιχειρεί να αμβλύνει τη φρίκη της κατάπτωσης του -όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα-, το τέλος του είναι έτσι κι αλλιώς προδιαγεγραμμένο. Είτε πάρει τη θέση του «Geek» είτε αυτή του Pete, θα πνίξει το υπαρξιακό του άλγος στο πιοτό, μέχρι θανάτου.
Βαθμολογία: