Βασιλιάδες του Κόσμου
- Los Reyes del Mundo
- The Kings of the World
- 2022
- Κολομβία
- Ισπανικά
- Δραματική, Περιπέτεια, Ταινία Δρόμου
- 16 Μαΐου 2024
Ο Ρα, ένας έφηβος που ξέρει τους δρόμους του Μεντεγίν σαν την παλάμη του, παίρνει επιτέλους στα χέρια του ένα πολυαναμενόμενο γράμμα. Η κυβέρνηση της Κολομβίας τού έχει στείλει ένα πιστοποιητικό που κατοχυρώνει το ιδιοκτησιακό του δικαίωμα στη γη των προγόνων του, την οποία είχαν υφαρπάξει παραστρατιωτικές ομάδες από την οικογένειά του δεκαετίες νωρίτερα. Μεθυσμένος από την προοπτική τού να συναντήσει έναν τόπο που επιτέλους θα αποκαλέσει σπίτι, μαζεύει την οικογένεια που έχει ο ίδιος επιλέξει: πέντε αγόρια που μαζεύουν παλιοσίδερα στους δρόμους του Μεντεγίν. Μαζί ξεκινούν το ταξίδι σε ένα τοπίο όπου καταπράσινα δάση και η πυκνή ομίχλη κρύβουν μια πανδημία διάχυτης βίας. Στην πορεία θα συναντήσουν άλλους ανθρώπους που κατοικούν στο περιθώριο μιας ταραγμένης κοινωνίας, οι οποίοι θα τους προσφέρουν εναλλακτικά μαθήματα θάρρους και καλοσύνης, ωμότητας και απληστίας.
Σκηνοθεσία:
Laura Mora Ortega
Κύριοι Ρόλοι:
Carlos Andres Castaneda … Ra
Davison Florez … Sere
Brahian Acevedo … Nano
Cristian Campana … Winny
Cristian David Duque … Culebro
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Laura Mora Ortega, Maria Camila Arias
Παραγωγή: Cristina Gallego, Mirlanda Torres
Μουσική: Leonardo Heiblum, Alexis Ruiz
Φωτογραφία: David Gallego
Μοντάζ: Sebastian Hernandez, Gustavo Vasco
Σκηνικά: Marcela Gomez Montoya
Κοστούμια: Ana Maria Acosta
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Los Reyes del Mundo
- Ελληνικός Τίτλος: Βασιλιάδες του Κόσμου
- Διεθνής Τίτλος: The Kings of the World
Κύριες Διακρίσεις
- Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
- Ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ Βαρσοβίας.
- Καλύτερη διεθνής ταινία στο φεστιβάλ Ζυρίχης.
- Επίσημη πρόταση της Κολομβίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Ο Cristian David Duque είναι η μόνη εξαίρεση ανάμεσα σε ένα καστ από πρωτοεμφανιζόμενους ερασιτέχνες.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 18/5/2024
χει πράγματα να πει το έξοχο φιλμ της Laura Mora Ortega για όλες εκείνες τις μειονότητες και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες που έχουν υποφέρει διαχρονικά από την επικρατούσα κατάσταση, όχι μόνο στην Κολομβία αλλά και στη Λατινική Αμερική γενικότερα. Χρειαζόταν βέβαια λίγο μεγαλύτερη προσοχή όσον αφορά κάποιες μεμονωμένες λεπτομέρειες που έρχονται σ’ έναν βαθμό κόντρα στον σκληρό ρεαλισμό που γενικότερα επικρατεί, όχι σε σχέση με τις πινελιές υπέρβασης που έχουν τη σημασία τους μέσα στο σενάριο, αλλά στο πώς «στρογγυλεύονται» ορισμένες πτυχές του περιβάλλοντος εντός του οποίου κινούνται οι ήρωες (ευτυχώς πρόκειται για ελάχιστες εξαιρέσεις). Η εντυπωσιακή ισορροπία πάντως ανάμεσα σε μια ενίοτε ντοκιμαντεριστική φόρμα και στον λυρισμό, χωρίς το ένα στοιχείο να «φρενάρει» το άλλο, αποδεικνύει πως η Ortega διαθέτει μια ιδιαίτερα δουλεμένη ματιά. Και οι νεκροί χρόνοι αξιοποιούνται έτσι ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί σαν «γέμισμα λεπτών», αλλά ως μια περαιτέρω, ουσιαστική μύηση ειδικά του δυτικού θεατή σ’ ένα περιβάλλον με το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος.
Ακόμη και οι επιρροές που χρησιμοποιούνται δεν είναι πάντα οι πλέον προφανείς για μια ταινία που προέρχεται από το συγκεκριμένο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου. Ο πραγματικά αγγελοπουλικός τρόπος με τον οποίο στήνονται κάποιες σεκάνς που διαδραματίζονται σε ομίχλη, αλλά και το πώς εσκεμμένα «μπερδεύονται» οι διαφορετικοί χρόνοι στο ίδιο κάδρο, όπως και το αληθινό με το φανταστικό, όλες αυτές είναι πινελιές με ξεκάθαρη προέλευση, οι οποίες εκτελούνται ως ένας φόρος τιμής που «περνάει» μέσα από ένα προσωπικό δημιουργικό πρίσμα, όχι εν είδει τεμπέλικης αντιγραφής. Ενώ ο κάθε σταθμός στο ταξίδι που πραγματοποιούν οι πέντε νεαροί ήρωες μοιάζει να αρθρώνει και από ένα ξεχωριστό πολιτικοκοινωνικό σχόλιο για ένα ζήτημα για τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η δράση (για τη θέση της γυναίκας εντός του, για την παρακρατική λειτουργία των συμμοριών και για άλλα). Το φινάλε μπορεί και να ξενίσει όσους επιθυμούν πιο κυριολεκτικούς τρόπους έκφρασης στην τέχνη, όμως η αλήθεια είναι πως «δένει» έξοχα με όσα έχουν προηγηθεί και συμπληρώνει τη νοηματική του σεναρίου.
Πολύ σωστά, ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές δεν είναι πρόσωπα που σκιαγραφούνται με απόλυτα θετικά χρώματα όπως θα το επιθυμούσε ένα κείμενο με μια πιο συμβατική νοοτροπία. Δεν πρόκειται για παραστρατημένα «αγγελούδια» που απλά είχαν την ατυχία να γεννηθούν με κακά «χαρτιά» στα χέρια τους, αλλά για παιδιά και νεαρούς ενήλικες που έχουν σκληραγωγηθεί ανάλογα λόγω των κακών συνθηκών στις οποίες μεγάλωσαν και γι’ αυτό άλλωστε δεν θα υπακούσουν πάντα σε άγραφους κανόνες ηθικής προς τέρψιν του κοινού εκείνου που επιθυμεί χαρακτήρες που θα κινούνται πάντα πολύ ξεκάθαρα στη σφαίρα είτε του απόλυτου «καλού» είτε του απόλυτου «κακού».
Τόσο ως ένας «πίνακας» μιας υπαρκτής συνθήκης που δυστυχώς αποτελεί τον κανόνα στις περισσότερες χώρες νότια των ΗΠΑ όσο και ως μια καλλιτεχνική πρόταση που δεν φοβάται να πάρει ρίσκα, οι «Βασιλιάδες του Κόσμου» καταφέρνουν να ξεχωρίσουν θετικά αλλά και να απευθυνθούν σε πανανθρώπινα συναισθήματα, εξασφαλίζοντας έτσι το ότι θα βρουν σημεία σύνδεσης με τον εκάστοτε σινεφίλ και δεν θα παραμείνουν στο επίπεδο μιας αποστασιοποιημένης καλλιγραφίας φτιαγμένης για να απευθυνθεί σε λίγους, με την κακώς εννοούμενη ελιτίστικη έννοια.
Βαθμολογία: