Η Κιτ, μια δύστροπη έφηβος, καταλήγει στο μυστηριώδες οικοτροφείο Μπλάκγουντ, όταν η θερμόαιμη φύση της παρεκτρέπεται και η μητέρα της αποφασίζει ότι δεν μπορεί να τη χειριστεί άλλο. Μόλις καταφθάσει, κάνει τη γνωριμία με την εκκεντρική διευθύντρια Μαντάμ Ντουρέτ και συναντά τις λιγοστές υπόλοιπες μαθήτριες: τέσσερις νεαρές με ταραχώδες παρελθόν. Καθώς περιηγούνται τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του σχολείου, οι συμμαθήτριες ανακαλύπτουν ότι το Μπλάκγουντ κρύβει ένα παλιό μυστικό με βαθιές ρίζες στο μεταφυσικό.

Σκηνοθεσία:

Rodrigo Cortes

Κύριοι Ρόλοι:

AnnaSophia Robb … Katherine ‘Kit’ Gordy

Uma Thurman … μαντάμ Simone Duret

Victoria Moroles … Veronica Diez

Isabelle Fuhrman … Izzy

Taylor Russell … Ashley

Rosie Day … Sierra

Noah Silver … Jules Duret

Rebecca Front … Κα Olonsky

Jodhi May … Δρ Heather Sinclair

Pip Torrens … καθηγητής Farley

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michael Goldbach, Chris Sparling

Παραγωγή: Marty Bowen, Wyck Godfrey, Adrian Guerra, Meghan Hibbett, Stephenie Meyer

Μουσική: Victor Reyes

Φωτογραφία: Jarin Blaschke

Μοντάζ: Rodrigo Cortes

Σκηνικά: Victor Molero

Κοστούμια: Patricia Monne

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Down a Dark Hall
  • Ελληνικός Τίτλος: Σκοτεινός Διάδρομος
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Blackwood [Ισπανία]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Down a Dark Hall της Lois Duncan.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 13/10/2018

Όσοι θυμούνται κι εκτιμούν θετικά το “Buried”, επιτομή της αξιοποίησης του κινηματογραφικού μινιμαλισμού για σινεμά είδους για τη δεκαετία που διανύουμε, μόνο θλίψη μπορεί να τους προκαλέσει η κατάντια του σκηνοθέτη του με τη νέα του ταινία, η οποία γίνεται ακόμη πιο επίπονη όταν στην οθόνη φαίνεται, ακόμη και με τα τεχνικά λάθη που έχουν γίνει κυρίως στο μοντάζ, πως ο Cortes δεν το έχει χάσει όσον αφορά το μάτι του για μια καλή εικόνα ή μια ιντριγκαδόρικη κίνηση της κάμερας. Με τέτοιο σενάριο όμως, και ο Carpenter να ήταν στο τιμόνι, το αποτέλεσμα ελάχιστη ποιοτική διαφορά θα είχε… Πρόκειται σίγουρα για ένα από τα πιο τεμπελοστημένα κινηματογραφικά σύμπαντα του 2018, με απίστευτη ένδεια χαρακτήρων (πέντε στερεοτυπικά πρόσωπα εφήβων κοριτσιών, χωρίς κανένα απολύτως χαρακτηριστικό που να τα κάνει να ξεχωρίζουν από το μέσο άοσμο παράδειγμα μιας χολιγουντιανής απεικόνισης, άρα και χωρίς ενδιαφέρον για τον έστω στοιχειωδώς δοκιμασμένο θεατή, και άλλες τόσες φιγούρες εξουσίας, με μία, το πολύ δύο, να έχουν ουσιαστική επίδραση στην πλοκή), αναμάσημα κλισέ του φανταστικού όπως έχουν διαμορφωθεί τις δυο τελευταίες δεκαετίες που έχουν πλέον κουράσει (πρέπει κάποτε να γίνει απολογισμός της κακής επιρροής που έχουν ασκήσει στο είδος ο Harry Potter και οι κλώνοι του η οποία εδώ είναι κραυγαλέα παρούσα) και τσαπατσούλικη γραφή (λαμβάνονται αποφάσεις και συμβαίνουν γεγονότα πολλές φορές αυθαίρετα, χωρίς να υπάρχουν επαρκείς εξηγήσεις ώστε η ακολουθία συμβάντων να έχει μια λογική σειρά).

Υπάρχουν όμως κι άλλα προβλήματα: το φιλμ μπαίνει και δεν μπαίνει στην κατηγορία του τρόμου στην οποία τοποθετεί τον εαυτό του λόγω στησίματος (όλες κι όλες τρεις με τέσσερις είναι οι σκηνές που επιδιώκουν να προκαλέσουν το συγκεκριμένο συναίσθημα, ευτυχώς, για να λέγονται όλα, όχι πάντα με την αγαπημένη των στούντιο μέθοδο της ξαφνικής αναμπουμπούλας), έχει μια Uma Thurman με μια ψευτογαλλική προφορά που αγγίζει τα όρια του γελοίου (πώς είναι τόσο ικανή ταυτόχρονα για το εξαιρετικό και για το απαράδεκτο η συγκεκριμένη ηθοποιός;), ενώ παρόλες τις προσπάθειες του Cortés να δημιουργήσει κάτι οπτικά όμορφο, κάτι που καταφέρνει σε αρκετές στιγμές, δεν επιτυγχάνει να αξιοποιήσει στο έπακρο την τεχνική του για να καλύψει καλύτερα τον ολοφάνερα χαμηλό προϋπολογισμό. Το κυριότερο όμως είναι ότι τίποτα από όσα παρουσιάζονται στην οθόνη δεν είναι ικανά να προκαλέσουν κάποια έντονη αντίδραση. Ούτε το στοιχείο της φαντασίας προκαλεί θαυμασμό, ούτε επαρκές σασπένς υπάρχει για να κρατάει το ενδιαφέρον, ούτε καν μπορεί να φοβηθεί κάποιος που να έχει κλείσει τα δεκατρία. Αφηγηματικά δε υπάρχει άφθονο “λίπος”, ακόμη και με τη μικρή χρονική διάρκεια της ταινίας, επειδή πολλά λεπτά αναλώνονται στο χτίσιμο του κόσμου της (χωρίς επιτυχία τελικά μιας και αυτό που προκύπτει είναι το ισοδύναμο ενός γενόσημου στη φαρμακευτική) με αποτέλεσμα όταν έρχεται η ώρα της κλιμάκωσης να γίνονται τα πάντα υπερβολικά βιαστικά.

Με αυτά τα δεδομένα, πόσα μπορούν να διασωθούν από την παρτίδα από μια φροντισμένη εικαστικά ματιά και μια συμπαθέστατη AnnaSophia Robb που κάνει ό,τι μπορεί με το ρόλο που της έχει δοθεί; Μάλλον λίγα, και είναι κρίμα, διότι σε μια χρονική περίοδο που λόγω κοινωνικοπολιτικών συγκυριών το γυναικοκεντρικό σινεμά επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο δεν θα πρέπει να του δίνονται αφορμές για να βάλλεται από τους γνωστούς κύκλους που έχουν πρόβλημα με το ότι αυτός ο κινηματογράφος έχει άλλο επίκεντρο από το σύνηθες, και όχι με την καλλιτεχνική του αξία όπως δήθεν προτάσσουν. Αποτυχημένα εγχειρήματα αυτής της συνομοταξίας όπως ο “Σκοτεινός Διάδρομος” τροφοδοτούν τέτοιες αντιδράσεις. Η αίσθηση της ρουτίνας που εκπέμπεται από μια σειρά στοιχείων, και κυρίως από το πως το σενάριο φαίνεται να κινείται τσεκάροντας νοητά κουτάκια με προκάτ ιδέες (σκηνές που να δείχνουν τη σταδιακή μετάβαση των ηρωίδων από ένα στάδιο εκπαίδευσης σε ένα άλλο, χαρακτήρες που παραπλανούν για κακοί για να φανερωθούν ως καλοί αργότερα) επισφραγίζει τη βαρεμάρα που μεταδίδεται κατά την παρακολούθηση…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *