Αυτή είναι η ιστορία ενός γηραιού ζευγαριού που ζει σε διαμέρισμα του Παρισιού. Η μητέρα έρχεται ολοένα και περισσότερο αντιμέτωπη με τον εφιάλτη της άνοιας, ενώ ο πατέρας προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί για να τη βοηθήσει, έχοντας όμως το βάρος και των δικών του προβλημάτων υγείας. Από την άλλη, ο γιος τους κάνει αυτό που μπορεί καλύτερα για τους γονιούς τους, αλλά την ίδια ώρα αντιμετωπίζει σημαντικά προσωπικά προβλήματα. 

Σκηνοθεσία:

Gaspar Noe

Κύριοι Ρόλοι:

Dario Argento … αυτός

Francoise Lebrun … αυτή

Alex Lutz … Stephane

Kylian Dheret … Kiki

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Gaspar Noe

Παραγωγή: Brahim Chioua, Vincent Maraval, Edouard Weil

Φωτογραφία: Benoit Debie

Μοντάζ: Denis Bedlow

Σκηνικά: Jean Rabasse

Κοστούμια: Corinne Bruand

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Vortex
  • Ελληνικός Τίτλος: Vortex

Κύριες Διακρίσεις

  • Μεγάλο βραβείο στο φεστιβάλ της Γάνδης.
  • Μεγάλο βραβείο στο φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης.
  • Ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Παραλειπόμενα

  • Ο Gaspar Noe ήρθε αντιμέτωπος με ένα πολύ σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που παραλίγο να του στερήσει τη ζωή. Μόλις συνήλθε, ξεκίνησε αυτή την ταινία.
  • Ο γάλλος δημιουργός ήθελε από τον θρυλικό ιταλό σκηνοθέτη Dario Argento να ερμηνεύσει τον πρώτο ρόλο. Ο Argento όμως συμφωνούσε μόνο υπό την προϋπόθεση πως ο χαρακτήρας του θα είχε και ερωμένη.
  • Γυρίστηκε ψηφιακά με κάδρο 2.35 : 1 (σε κάποιες σκηνές είναι 1.33 : 1) με παρατεταμένη χρήση split-screen.

Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου

Έκδοση Κειμένου: 31/10/2022

Στην έβδομη πλέον ταινία που κυκλοφορεί με το όνομα του Gaspar Noe να στέκει αγέρωχο στην αφίσα, αισθάνεται κανείς μια κάποια ψυχική κούραση να συνεχίσει τη γνωστή πλέον μασκαράτα αντιδράσεων. Ο διχασμός στις Κάννες, το ακραίο της θεματικής και της παρουσίασης της ταινίας, το μάρκετινγκ που υπονοεί πως αυτή η ταινία θα ταράξει τους πολλούς και εξαιτίας αυτού θα ενθουσιάσει “τους λίγους”, ο ενθουσιασμός των ακολούθων του για όλα τα παραπάνω. Στην περίπτωση του Vortex όμως, κυκλοφορούσε στον αιθέρα η άποψη πως αυτή η ταινία αποτελεί μια στροφή στη ματιά του διαβόητου “βασανιστή του μέσου όρου”, με στρώσεις ωριμότητας, πραότητας και εσωστρέφειας να έρχονται επιτέλους σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες ποιοτικές συνιστώσες του σκηνοθέτη, με τις θετικές κριτικές που δέχεται να επιβεβαιώνουν φαινομενικά την κρίση αυτή.

Πριν μιλήσω για την ταινία καθ’ αυτή, αισθάνομαι υποχρεωμένος να παραθέσω το εξής. Είναι δύσκολο να έρθει κανείς σε επαφή με το Vortex χωρίς να έχει στον νου του το αριστούργημα του Michael Haneke “Amour”, του οποίου η θεματική είναι πανομοιότυπη. Επομένως, μπαίνει αυτομάτως και ίσως αδίκως σε μια δύσκολη αντιπαλότητα -για όσους είναι εξοικειωμένοι με το τυπικά για τον Haneke εντυπωσιακό βεληνεκές της δουλειάς του. Η μεροληψία αυτή όμως προσφέρει και ένα ενδιαφέρον πρίσμα για να δει κανείς το Vortex -πώς θα διαχειριστεί μια τόσο συγκεκριμένη και βαριά θεματική ένας σκηνοθέτης του οποίου η προσέγγιση μοιάζει τόσο διαμετρικά αντίθετη με αυτή του Haneke;

Η απάντηση -ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς. Ως συνήθως, η εντυπωσιακή τεχνικά και αισθητικά ματιά του Gaspar Noe είναι αξιοθαύμαστη, και η αγάπη του για το μέσον του κινηματογράφου είναι προφανής -τόσο από το ταλέντο του ως ισχυρός εικονοπλάστης φωτογραφικά όσο από τις αναρίθμητες αν και εξωτερικές κινηματογραφικές αναφορές που βρίθουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ταυτόχρονα και εξίσου προβλέψιμα για τη φιλμογραφία του, αυτά τα στοιχεία μπαίνουν σε κεφαλοκλείδωμα μαύρης ζώνης από την ακόμη μεγαλύτερη λατρεία του για τις μισοψημένες, βιαστικές ιδέες του και την πλήρη ανικανότητά του να τις χαλιναγωγήσει.

Με τον πρωταγωνιστή να ερμηνεύεται από τον Dario Argento και την τεχνική της χωρισμένης στα δύο οθόνης να είναι τα μόνα δύο στοιχεία της ταινίας που επικοινωνούν (όσο γίνεται για τα συμφραζόμενα) υπόρρητα θεματικές και συναισθήματα, τα υπόλοιπα επικοινωνούνται από τις εξαντλητικά τραβηγμένες σεκάνς δράσης και διαλόγου που παρότι κυρίως αραιός και νατουραλιστικός, καταφέρνει σε σημεία να αποκτά χαρακτηριστικά δυσφορικά οικεία από τις άλλες του δουλειές -άτσαλη παράθεση σημαντικών για την πλοκή στοιχείων, εξουθενωτικά απλοϊκή πρόζα και ανεπεξέργαστη αμεσότητα την οποία θα περίμενε κανείς ένας πλέον έμπειρος σκηνοθέτης/σεναριογράφος να έχει απεμπολήσει. Οι ως συνήθως πλήρως επιφανειακές αναφορές φιλοσοφικών στοιχείων του έργου έρχονται να καπελώσουν το θορυβώδες στυλ του, και μέχρι το τέλος της ταινίας που φτάνει δυσβάσταχτα αργά, η δυσφορία στην οποία είναι βυθισμένος ο θεατής δίνει την ψευδαίσθηση της επιφοίτησης.

Οι λέξεις “μελέτη”, “στοχασμός” και “απεικόνιση” αναφέρονται συχνά σε συζητήσεις για την τέχνη, ειδικά όταν ένα έργο πραγματεύεται τόσο δύσκολες συνθήκες. Όντας αναμφίβολα επηρεασμένος και από την προαναφερθείσα ακούσια σύγκριση, δεν μπορώ παρά να μείνω προβλέψιμα απογοητευμένος από τη ρηχότητα του Vortex, και ενοχλημένος που οι παραπάνω λέξεις, μαζί με το σφυροκόπημα θλίψης που αποτελεί αυτή η ταινία, θα χρησιμοποιηθούν ως ασπίδες απέναντι στις κατηγορίες αυτές, γιατί ως γνωστόν στην κινηματογραφική κοινότητα, μια ταινία που σε θλίβει βαθιά και δεν έχει προφανές ηθικίστικο συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά και σύνθετη.

Συμπερασματικά, αισθάνομαι υποχρεωμένος να δηλώσω το προφανές: όποιος νιώθει άσβεστη επιθυμία να τρέξει στις αίθουσες όταν ακούει “δυομισάωρη μελέτη για την άνοια, την ευθραυστότητα της ζωής και τη βιαιότητα των γηρατειών” σε συνδυασμό με το όνομα “Gaspar Noe” καλά θα κάνει να υπακούσει την επιθυμία αυτή, γιατί γνωρίζει ορθώς πως θα ενθουσιαστεί πριν καν δει την ταινία. Όποιος το ακούει και τον πιάνει σωματική αποστροφή στο τι πρόκειται να υπομείνει, έχει εξίσου δίκιο με την προηγούμενη περίπτωση θεατή. Η καταληκτική συμβουλή λοιπόν είναι το κουρασμένο αλλά συχνά αληθινό: “κάνε ό,τι σου λέει η καρδιά σου, και μην αφήσεις τον σινεφίλ φίλο σου να σε σύρει πουθενά”.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *