Ο Φοντέν είναι μέλος της γαλλικής αντίστασης ενάντια στους Γερμανούς. Συλλαμβάνεται και περνά τις ώρες του σχεδιάζοντας την απόδραση του. Όταν τον καταδικάζουν εις θάνατο, τον μεταφέρουν σε νέο κελί με νέο συγκρατούμενο. Είναι όμως καθαρός ή πράκτορας της Γκεστάπο;

Σκηνοθεσία:

Robert Bresson

Κύριοι Ρόλοι:

Francois Leterrier … υπολοχαγός Fontaine

Charles Le Clainche … Francois Jost

Maurice Beerblock … Blanchet

Roland Monod … πάστορας Deleyris

Jacques Ertaud … Orsini

Jean Paul Delhumeau … Hebrard

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Robert Bresson

Παραγωγή: Alain Poire, Jean Thuillier

Φωτογραφία: Leonce-Henri Burel

Μοντάζ: Raymond Lamy

Σκηνικά: Pierre Charbonnier

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Un Condamne a Mort s’est Echappe ou Le Vent Souffle ou il Veut
  • Ελληνικός Τίτλος: Ένας Καταδικασμένος σε Θάνατο Δραπέτευσε
  • Διεθνής Τίτλος: A Man Escaped
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Un Condamne a Mort s’est Echappe
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: A Man Escaped or: The Wind Bloweth Where It Listeth
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Απόδραση Μελλοθανάτων [επανέκδοσης]

Σεναριακή Πηγή

  • Απομνημονεύματα: Un Condamne a Mort s’est Echappe του Andre Devigny.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο σκηνοθεσίας.

Παραλειπόμενα

  • Ενώ αφορά προσωπικές μνήμες του υπολοχαγού Andre Devigny, στην ταινία αναφέρεται ως Fontaine (η αυτοβιογραφία του εκδότηκε την ίδια χρονιά με την ταινία). Αλλά και ο Bresson υπήρξε αιχμάλωτος πολέμου κατά την κατοχή.
  • Θέλοντας να υπερβεί σε αγνότητα και αισθητισμό το Ημερολόγιο ενός Εφημέριου (1951), ο Bresson χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς και μια λιτή αισθητική ωσάν ντοκιουντράμα. Στα χαρακτηριστικά της τεχνικής του συνοψίζουμε τα: υπερβολική οικονομία μέσων και χώρου δράσης, οπτική απογύμνωση, σύντομους και έντονους διαλόγους, αλλά και σημαντική χρήση της επανάληψης εικόνων και ήχων.
  • Ο Francois Leterrier είχε πει ότι ο σκηνοθέτης τον είχε βάλει να επαναλαμβάνει εκατοντάδες φορές τη φράση “πήγαινε για ύπνο και κοιμήσου”, μέχρι να την ερμηνεύσει όπως εκείνος ήθελε.
  • Κάποια γυρίσματα έγιναν εντός στούντιο, αλλά τα κυριότερα ήταν στις φυλακές Μοντλίκ της Λυών, όπου λαμβάνουν χώρα και τα γεγονότα.
  • Δεν θεωρείται μόνο από πολλούς ως η κορυφαία στιγμή του Bresson, αλλά είχε ανακηρυχτεί ως αριστούργημα ήδη από την εποχή που προβλήθηκε. Ο Krzysztof Kieslowski την είχε συμπεριλάβει ανάμεσα στις 10 ταινίες που τον είχαν επηρεάσει περισσότερο, ενώ ο Christopher Nolan την είχε ως επιρροή του για τη Δουνκέρκη (μαζί με τον Πορτοφολά, πάλι του Bresson).

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το μουσικό θέμα που ακούγεται συχνά είναι το Kyrie από το Great Mass in C minor (K. 427) του Wolfgang Amadeus Mozart (και όχι το Ρέκβιεμ όπως συχνά αναφέρεται).

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 3/7/2023

Ο Robert Bresson είναι ο πιο ιδιοσυγκρασιακός και ασυμβίβαστος από όλους τους μεγάλους auteur. Πάντα προσπαθούσε να δημιουργήσει ακριβώς αυτό που ήθελε χωρίς να προδώσει το όραμα του για να πετύχει την εμπορικότητα ή τη δημοφιλία. Ελάχιστα ενδιαφερόταν για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της ταινίας, αλλά «καιγόταν» για να φωτίσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Το έργο του εξαιρετικά διαυγές και βαθιά  μυστικιστικό, απόλυτα αυστηρό και συντριπτικά συγκινητικό. Ένα έργο που -κατά δική του δήλωση- συντίθεται από «όχι όμορφες, αλλά απαραίτητες εικόνες».

Αν και ο Bresson έκανε μόνο 13 ταινίες μεγάλου μήκους σε 40 χρόνια, το έργο του είναι εντυπωσιακά συνεπές: λιτό, ασυμβίβαστο, ελλειπτικό. Τρεις επιρροές στη ζωή του διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τις ταινίες του: ο Καθολικισμός του, η ιδιότητα του ως ζωγράφου και οι τραυματικές του εμπειρίες ως αιχμάλωτος πολέμου. Αυτές οι επιρροές εκδηλώνονται αντίστοιχα στα επαναλαμβανόμενα θέματα της ελεύθερης βούλησης έναντι του ντετερμινισμού, στην ακραία και αυστηρή ακρίβεια σύνθεσης των πλάνων και στη συχνή χρήση του μοτίβου της φυλακής. Σε όλη τη φιλμογραφία του επανέρχεται συνεχώς στο βασικό θεματικό του σχεδίασμα και κάθε φορά πολλαπλασιάζει τις όψεις και την πολυεδρικότητα του.

Ο Bresson θεωρείται ένας από τους βασικούς εκφραστές του μινιμαλισμού του μοντερνιστικού κινηματογράφου των δεκαετιών 1950 και 1960. Οι σκηνοθέτες της Νουβέλ Βαγκ τον αποκαλούσαν «Άγιο του Κινηματογράφου» λόγω της εμφανούς θρησκευτικότητας που διατρέχει το έργο του, με κύρια μοτίβα την πίστη, τη μετάνοια και την ενοχή. Ο μοναδικός τρόπος που αφαιρούσε οτιδήποτε περιττό από την αφήγηση, τους διαλόγους και την πλοκή δίνει αυτή την καθαρότητα και την πνευματικότητα στις ιστορίες του. Προτιμούσε τα μεσαία πλάνα δίνοντας έμφαση στο σώμα και στο πρόσωπο των ηθοποιών. Χρησιμοποιούσε πάντα πενηντάρι φακό στην κάμερα, που δεν παραμορφώνει την εικόνα και έχει το πιο φυσικό αποτέλεσμα στο ανθρώπινο μάτι, δίνοντας στις ταινίες του ομοιογένεια και συνοχή. Απέφευγε τη χρήση της μουσικής και χρησιμοποιούσε πολύ λιτά σκηνικά και κοστούμια. Ωστόσο, το ασκητικό στυλ φαίνεται κυρίως στον τρόπο υποκριτικής που επέβαλλε στους -κατά κανόνα- ερασιτέχνες ηθοποιούς: ερμηνεία χωρίς συναισθηματισμό, με ψυχρότητα αλλά και υπαινικτικότητα, με πολύ λεπτές αποχρώσεις, και έμφαση στη λεπτομέρεια, η οποία τελικά καταλήγει να συγκινεί βαθιά τον θεατή.

Με τις δύο πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του που γύρισε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής -«Οι Άγγελοι της Αμαρτίας» (1943) και «Οι Κυρίες του Δάσους της Βουλώνης» (1944-45)- καθιερώθηκε ως σοβαρός και πειθαρχημένος σκηνοθέτης. Ωστόσο το εντελώς προσωπικό στυλ γραφής του αποκρυσταλλώθηκε στην τρίτη του ταινία, «Το Ημερολόγιο ενός Εφημέριου» (1951), όπου ο ψυχολογικός ρεαλισμός στηρίζεται σε μια απόλυτα ελεγχόμενη αυστηρότητα και αφαιρετικότητα. Στην τέταρτη ταινία του, «Ένας Καταδικασμένος σε Θάνατο Δραπέτευσε/Ο άνεμος φυσά όπου θέλει», γυρισμένη το 1956, ο γάλλος auteur επεκτείνει την προσέγγιση της προηγούμενης, καθιερώνοντας οριστικά το αυστηρό μινιμαλιστικό στυλ τόσο στη «mise en scene», όσο στις ερμηνείες και στους διαλόγους.

Ο κρατούμενος του τίτλου είναι ο Fontaine (François Leterrier), ένα νεαρό μέλος της Γαλλικής Αντίστασης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος είχε συλληφθεί και καταδικαστεί σε θάνατο για την ανατίναξη μιας γέφυρας. Ο Bresson βάσισε την ταινία στην πραγματική ιστορία του μαχητή της αντίστασης André Devigny. Από τη στιγμή που ο Fontaine φτάνει στη φυλακή, η μόνη του σκέψη είναι η απόδραση · ο σχολαστικός σχεδιασμός για να ξεφύγει τη φαινομενικά αναπόφευκτη μοίρα της εκτέλεσης του. Σύντομα φέρνουν στο κελί του έναν άλλο κρατούμενο, ένα δεκαεξάχρονο αγόρι, τον François Jost (Charles Le Clainche). Ο Fontaine δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί (φοβάται ότι είναι πράκτορας των Γερμανών γιατί τον βλέπει να μιλάει φιλικά με έναν φύλακα) και συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει είτε να τον σκοτώσει είτε να αποδράσουν μαζί…

Το φιλμ βέβαια απέχει από χολιγουντιανές ταινίες απόδρασης όπως το «Η Μεγάλη Απόδραση» (1963) του John Sturges ή το «Απόδραση από το Αλκατράζ» (1979) του Don Siegel. Με το μόνο που μοιράζονται πολλά κοινά είναι με το μεταγενέστερο «Η Τρύπα» («Le Trou», 1960) του Jacques Becker. Και οι δύο ταινίες έχουν μινιμαλιστική σκηνοθεσία, ασπρόμαυρη φωτογραφία, μη κλασική αφήγηση, με τη χειρωνακτική εργασία της απόδρασης να αντικαθιστά τη πλοκή, απουσία ψυχολογισμού και συνοδευτικής μουσικής. Όμως διαφέρουν σε μία βασική λεπτομέρεια: σε αντίθεση με τους εγκληματίες του «Le Trou», ο Fontaine είναι αθώος και φυλακίστηκε για την αντίστασή του στα ναζιστικά εγκλήματα. Για την οπτική του ηθικολόγου  Bresson, η αγνότητά του είναι κρίσιμης σημασίας, γιατί η απόδραση του δεν είναι απλά  μια αντιεξουσιαστική πράξη, αλλά η συνέχεια του αγώνα για έναν δίκαιο σκοπό. Κι ενώ ο Becker -στη τελευταία ταινία του- χτίζει ένα δροσερό θρίλερ με τα λιτά του μέσα, ο Bresson στοχεύει πέρα από τις συμβάσεις του κινηματογράφου, ανακαλύπτοντας ένα νέο στυλ κινηματογραφικής δημιουργίας, στο οποίο αφοσιώθηκε για το υπόλοιπο της καριέρας του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, με τον «Πορτοφολά» (1959) και το «Στην Τύχη Μπαλταζάρ» (1966), έγινε ένας από τους μεγάλους φορμαλιστές στην ιστορία του κινηματογράφου.

O «Καταδικασμένος» είναι μια ταινία για την πίστη, όχι απαραίτητα τη θρησκευτική πίστη, αλλά την πίστη με μια γενικότερη έννοια -την πίστη στον εαυτό μας, στους άλλους, στην εγγενή αξία της ύπαρξης. Ο Fontaine δείχνει πίστη με δύο τρόπους: πρώτα στον εαυτό του, στην ικανότητά του να κάνει μια φαινομενικά αδύνατη απόδραση, και μετά στην εμπιστοσύνη που πρέπει να δείξει στον άνθρωπο που είναι πιθανό να τον προδώσει. Χωρίς αυτήν, ο Fontaine θα είχε καθίσει υποτακτικά στο κελί του περιμένοντας την ώρα της εκτέλεσης του. Όταν ο Fontaine και ο Jost περνούν το τελευταίο εμπόδιο και εξασφαλίζουν τη σκληρά κερδισμένη ελευθερία τους, συνειδητοποιούμε ότι η πίστη του πρώτου έχει ανταμειφθεί από μια δραματική εσωτερική μεταμόρφωση, που ανανεώνει την εμπιστοσύνη του στην ανθρωπότητα. Η ταυτόχρονη ξαφνική έκρηξη μουσικής από τη «Μεγάλη Λειτουργία σε ντο ελάσσονα» του Μότσαρτ μεταφέρει την αίσθηση θριάμβου που κατακλύζει τον Fontaine, καθώς απελευθερώθηκε τόσο από τη φυσική του όσο και από την πνευματική του φυλακή. Αυτές οι τελευταίες στιγμές είναι από τις πιο συναρπαστικές αισθητικές εμπειρίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Η αισθητική της ταινίας είναι αφαιρετική, ακριβής και ελεγχόμενη, απογυμνωμένη σε εμβληματικές ενέργειες και κινήσεις -με χειρονομίες, με βλέμματα και ήχους, με μια αφηρημένη, σχεδόν μηχανιστική γλώσσα. Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο προωθεί αργά τις προετοιμασίες για την απόδραση, και ο εκτενής χρόνος που αφιερώνεται σε κάθε νέα εξέλιξη προσθέτει κι άλλο βάρος στη δύσκολη θέση του Fontaine. Αντίθετα, όλα τα βίαια γεγονότα γίνονται εκτός κάμερας: το άλμα από το αυτοκίνητο στις πρώτες σκηνές, οι ξυλοδαρμοί, οι εκτελέσεις, η δολοφονία του φρουρού. Σε μια έξοχη σκηνή στη διάρκεια της απόδρασης, ο Fontaine βάζει και τα δύο του χέρια στην καρδιά του για να μην ακούσει τον κτύπο της ο στρατιώτης που κάνει την περιπολία του.

Η παρακολούθηση του «Καταδικασμένου» είναι μια μοναδική εμπειρία, ένα συχνά επίπονο αλλά πάντα ανταποδοτικό προσκύνημα στο ιερό τοπίο της ανθρώπινης ψυχής. Ο Bresson αναδεικνύει την πίστη ως ουσιαστικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης, που μας βοηθά να πλοηγηθούμε όταν φθάσουμε στα όρια της γνώσης και βυθιστούμε μέσα σε μια ομίχλη χάους και αβεβαιότητας. Πριν από κάθε πράξη, πρέπει να υπάρχει πάντα η επίτευξη μιας εσωτερικής στάσης: της πίστης. Όταν ο άνθρωπος λυτρώνεται με την πίστη, τότε το πνεύμα θριαμβεύει πάνω στη σάρκα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *