Κατά τις καλοκαιρινές της διακοπές σε παραλία, η Λίντα έρχεται σε επαφή με μια νεαρή μητέρα και την κόρη της. Επηρεασμένη από την έντονη σχέση τους, γεμίζει με προσωπικές μνήμες τρόμου, σύγχυσης και μιας έντονης εποχής μητρότητας. Μια αυθόρμητη πράξη είναι αρκετή για να σοκάρει τη Λίντα, και να την ωθήσει μέσα στον λαβυρινθώδη κόσμο του μυαλού της, όπου θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τις ανορθόδοξες επιλογές που έκανε ως μητέρα, αλλά και τις συνέπειες τους. 

Σκηνοθεσία:

Maggie Gyllenhaal

Κύριοι Ρόλοι:

Olivia Colman … Leda Caruso

Dakota Johnson … Nina

Peter Sarsgaard … καθηγητής Hardy

Ed Harris … Lyle

Paul Mescal … Will

Dagmara Dominczyk … Callie

Oliver Jackson-Cohen … Toni

Jack Farthing … Joe

Jessie Buckley … Leda Caruso (νεαρή)

Alba Rohrwacher … γυναίκα σε ωτοστόπ

Νίκος Πουρσανίδης … άντρας σε ωτοστόπ

Πάνος Κορώνης … Βασίλης

Αλέξανδρος Μυλωνάς … καθηγητής Cole

Βασίλης Κουκαλάνι … Maurice

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Maggie Gyllenhaal

Παραγωγή: Charles Dorfman, Maggie Gyllenhaal, Osnat Handelsman-Keren, Talia Kleinhendler

Μουσική: Dickon Hinchliffe

Φωτογραφία: Helene Louvart

Μοντάζ: Affonso Goncalves

Σκηνικά: Inbal Weinberg

Κοστούμια: Edward K. Gibbon

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Lost Daughter
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Χαμένη Κόρη

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: La Figlia Oscura της Elena Ferrante.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Olivia Colman), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Jessie Buckley) και διασκευασμένου σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας και πρώτου γυναικείου ρόλου (Olivia Colman) σε δράμα.
  • Υποψήφιο για Bafta δεύτερου γυναικείου ρόλου (Jessie Buckley) και σεναρίου.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο σεναρίου.

Παραλειπόμενα

  • Σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο για τη διάσημη ηθοποιό Maggie Gyllenhaal. Η ίδια ήταν που το 2018 αγόρασε τα δικαιώματα του μυθιστορήματος του 2006.
  • Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στις Σπέτσες το 2020 εν μέσω καραντίνας, δίνοντας ζωή στους κατοίκους του νησιού, πολλοί εκ των οποίων είχαν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, μετατρέποντας ολόκληρο το νησί σε ένα κινηματογραφικό σετ.
  • Την πρεμιέρα στη Βενετία συνόδευσε όρθιο χειροκρότημα επί 4 λεπτά.
  • Την επιλεγμένη διανομή σε αίθουσες ακολουθεί ενσωμάτωση στο Netflix.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η Monika κλήθηκε από τον παραγωγό τον Φεβρουάριο του 2021, ο οποίος της ανέθεσε να γράψει τα τραγούδια για οκτώ σκηνές της ταινίας. Η οδηγία ήταν συγκεκριμένη: η σκηνοθέτις ζητούσε οκτώ ελληνικά τραγούδια το καθένα με διαφορετικό ύφος. Η ελληνίδα μουσικός επιστράτευε τη συμβολή του Σταύρου Ξενίδη στους στοίχους, και παρέδωσε τα: Δεν Θέλω Τίποτα, Καπετάνιος, Στάλα, Χονολουλού, Drum & Bass, Δεν θα Ξαναρθείς, και Υποθετικά. Σε αυτά όλα είναι ερμηνεύτρια η ίδια, ενώ επιπροσθέτως το Αίμα μου ερμηνεύει ο Πασχάλης Τερζής, και το Όλα Λάθος ο Γιώργος Παπαδόπουλος.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 11/2/2022

Η Λίντα είναι μια αγγλίδα καθηγήτρια ιταλικής φιλολογίας που βρίσκεται σε διακοπές μοναχικής απόδρασης σε ένα μικρό ελληνικό νησί. Στο καλοκαιρινό της καταφύγιο έρχεται σε επαφή με την τοπική μικροκοινωνία, αλλά και με μερικούς από τους υπόλοιπους εκδρομείς. Ανάμεσά τους και μια νεαρή γυναίκα και μητέρα που της θυμίζει πολύ τον εαυτό της στην αντίστοιχη ηλικία. Οι μνήμες της Λίντα εισβάλλουν στο παρόν της και την αναγκάζουν σε έναν μοιραίο απολογισμό των οικογενειακών πεπραγμένων και παραλείψεών της, αποκαλύπτοντας τα δυσβάσταχτα φορτία της μητρότητας όπως τα βίωσε εκείνη. Μιλάει συνεχώς στους ξένους για τις δύο της κόρες, δηλώνοντας υπερήφανη για αυτές, σαν να χρειάζεται να αποδείξει σε έναν αόρατο κριτή ότι είναι παρούσα στις ζωές τους.

Μεταφέροντας το ομώνυμο μυθιστόρημα της περίφημης ιταλίδας συγγραφέως Έλενα Φεράντε, η Μάγκι Τζίλενχαλ διακόπτει συχνά τη ροή της αφήγησής της με φλασμπάκ. Σε αυτά παρατηρούμε τη νεαρή εκδοχή της Λίντα, η οποία εξωθείται σε έναν μάταιο αγώνα αντίστασης απέναντι στον ασύλληπτο όγκο των θυσιών που μοιάζει «φυσικό» να απαιτούνται από αυτήν. Ούσα γυναίκα, κάθε της επιλογή λαμβάνεται υπό το κράτος των οικογενειακών αναγκών. Η ακαδημαϊκή της σταδιοδρομία, οι πάσης φύσεως φιλοδοξίες της, στην ουσία η ίδια της η υπόσταση, έρχονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην εκπλήρωση «υποχρεώσεών» της απέναντι στην οικογένεια. Δίχως σε κανένα σημείο της αφήγησης να το εκφέρει κανείς ευθέως, η Λίντα είναι αναγκασμένη να θέσει στον πυρήνα της προσωπικότητάς της την εκβιαστική αίρεση της μητρότητας. Και αυτό είναι μια εξωπραγματική πηγή αφόρητων τύψεων για την ίδια, αφού κάθε της παρέκκλιση από τον μητρικό μονόδρομο φαντάζει «αφύσικη».

Η πολύπειρη ηθοποιός, στο πρωτόλειο έργο της, σκηνοθετεί με θάρρος και νεύρο. Η κάμερά της δεν είναι ποτέ σταθερή, αλλά ούτε και τρικυμιώδης. Οι ελαφρές κινήσεις εντός των πλάνων της μεταδίδουν με ακρίβεια τη συνεχή και αυξανόμενη σύγχυση της Λίντα, την αίσθηση της δυσφορίας που κυριαρχεί μέσα της ενώ περιπλανιέται σε έναν τόπο που τελικά διαψεύδει συνεχώς τις ελπίδες (δια)φυγής της. Το νευρικό μοντάζ του Αφόνσο Γκονσάλβες, μαζί με τη νατουραλιστική απεικόνιση των τοπίων και των ασφυκτικών χώρων εκ μέρους της σπουδαίας διευθύντριας φωτογραφίας Ελέν Λουβάρ, η οποία αρνείται πεισματικά να ενδώσει στον καρτποσταλικό χαρακτήρα των Σπετσών και «κιτρινίζει» επιτυχημένα την όψη του παρελθόντος, επιτρέπουν στη σκηνοθέτιδα να δημιουργήσει ατμόσφαιρα υπόκωφης έντασης και να προετοιμάσει το βραδυφλεγές δράμα της για τις τροπές της πλοκής.

Η Ολίβια Κόλμαν του παρόντος της αφήγησης μοιάζει να είναι ένας άλλος άνθρωπος σε σχέση με την Τζέσι Μπάκλι των φλασμπάκ (αμφότερες σε σπουδαίες ερμηνείες, η πρώτη σε σιωπηρή ταραχή και η δεύτερη σε συνθήκες κατακλυσμιαίας πίεσης από τις γονικές υποχρεώσεις). Αυτό δεν συνιστά απροσεξία στο κάστινγκ: ανάμεσα στη Λίντα του παρελθόντος και αυτήν του παρόντος έχει παρεμβληθεί ο χρόνος, ο οποίος παίρνει τις φοβίες και τις μετατρέπει σε παρορμήσεις, τα κρίματα σε ηρωικές εξόδους, τις ελπίδες σε ανασκοπήσεις και αναδρομές. Η Τζίλενχαλ διαρθρώνει την επικοινωνία παρόντος και παρελθόντος με μια αίσθηση νευρικής κρίσης που έπεται. Όσο η Λίντα αδυνατεί να ξεφύγει από τις ενοχές των νεανικών της επιλογών, τόσο το μέρος που επέλεξε για να διαφύγει γίνεται μία ακόμα καβαφική «πόλις», ένας τόπος ματαιωμένων ανατροπών.

Το συναισθηματικό κολαστήριο των τύψεων που καταδυναστεύει τις ημέρες και τις νύχτες της Λίντα αποτυπώνεται με αγάπη από την Τζίλενχαλ. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένες εντός του ψυχισμού της που ουδείς μπορεί να της παράσχει άφεση αμαρτιών για να την απαλλάξει από την τυραννία τους. Το συνταρακτικό είναι ότι δεν πρόκειται καν για κάποια ακραία πράξη που την κρατά δέσμια στο παρελθόν, οι συμπεριφορές που τη θέτουν σε μια θέση διαρκούς απολογίας φαντάζουν απολύτως κοινωνικά αναμενόμενες για έναν άνδρα στη θέση της. Η ανεξίτηλη υποχρέωση μιας μητέρας να είναι πάντα παρούσα, να υποτάσσει άνευ όρων τη δική της ύπαρξη σε αυτή ενός ή περισσότερων τέκνων, είναι τόσο βαθιά ριζωμένες κοινωνικές συμβάσεις που δηλητηριάζουν ακόμα και τη διάρρηξη των όρων τους.

Η παρουσία της νεαρής γυναίκας στο πεδίο δράσης της Λίντα συνιστά μια απατηλή όψη της νεότητάς της και τη θέτει αυτομάτως σε μια θέση προστάτη και βοηθού σε ξένα βάσανα. Όσο εγγύτερα βρίσκεται στην οικογένεια της νεαρής, τόσο βαθαίνει η εσωτερική συναισθηματική της κρίση και με τη σειρά της η αίσθηση της απόκοσμης παρουσίας. Η Λίντα ψάχνει να βρει μια χαραμάδα στον κόσμο για να σταθεί, να ζήσει, να φλερτάρει, ακόμα και να αναπολήσει ή να ονειρευτεί. Αλλά οι πιτσιρικάδες του νησιού τής κάνουν το βίο αβίωτο δίχως καν να το προσπαθούν, απλώς και μόνο με τις φωνακλάδικες παρουσίες τους που κατακλύζουν μέχρι και την ιερή κινηματογραφική αίθουσα και εξαφανίζουν κάθε πιθανότητα ηρεμίας. Η αφήγηση της Τζίλενχαλ κατά τη διάρκεια της ταινίας γίνεται ολοένα και πιο αγωνιώδης, σαν μια θηλειά που σφίγγει γύρω από το λαιμό της Λίντα, από την οποία ούτε η ίδια επιθυμεί να γλυτώσει.

Παρά την αίσθηση επανάληψης από την οποία εμφορούνται κατά βάση τα φλασμπάκ, η ταινία οδεύει ομαλά προς μια προσεκτική κορύφωση και ένα δυναμικό φινάλε. Η δημιουργός διαχειρίζεται επιτυχημένα ένα μεγάλο καστ, αφήνοντας χώρο στην υπέροχη Ολίβια Κόλμαν να λάμψει στις σιωπές και τις υποδηλώσεις της ερμηνείας της. Αναδεικνύει υπομονετικά τις ποικίλες δραματουργικές συνιστώσες της χρόνιας εσωτερικευμένης καταπίεσης της Λίντα, και αποφεύγει τον διδακτισμό με άνεση, εμφανίζοντας βαθιά αντίληψη των αόρατων πατριαρχικών θεμελίων που στηρίζουν το σύγχρονο οικοδόμημα της οικογένειας. Πρόκειται για ένα ντεμπούτο που παραμένει πιστό στον αινιγματικό τίτλο του, και συστήνει μια δημιουργό που όσο γνώριμη μας ήταν η παρουσία της στα κινηματογραφικά πράγματα, άλλο τόσο μας γεμίζει με ανυπομονησία για τα επόμενα δημιουργικά σχέδιά της από το νέο της μετερίζι.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *