
Λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια εύπορη χήρα προσλαμβάνει έναν ερασιτέχνη αρχαιολόγο για να αναλάβει την εκσκαφή των ταφικών τύμβων στο κτήμα της. Κάνουν όμως μια ιστορική ανακάλυψη που αντηχεί το παρελθόν της Βρετανίας ενόψει ενός αβέβαιου μέλλοντος.
Σκηνοθεσία:
Simon Stone
Κύριοι Ρόλοι:
Carey Mulligan … Edith Pretty
Ralph Fiennes … Basil Brown
Lily James … Peggy Piggott
Johnny Flynn … Rory Lomax
Ben Chaplin … Stuart Piggott
Ken Stott … Charles Phillips
Archie Barnes … Robert Pretty
Monica Dolan … May Brown
Eileen Davies … Florence Thompson
Danny Webb … John Grateley
Peter McDonald … Guy Maynard
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Moira Buffini
Παραγωγή: Carolyn Marks Blackwood, Murray Ferguson, Gabrielle Tana, Ellie Wood
Μουσική: Stefan Gregory
Φωτογραφία: Mike Eley
Μοντάζ: Jon Harris
Σκηνικά: Maria Djurkovic
Κοστούμια: Alice Babidge
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Dig
- Ελληνικός Τίτλος: Η Ανασκαφή
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Dig του John Preston.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, σεναρίου, σκηνικών, κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων.
Παραλειπόμενα
- Το 2013, ήταν η Cate Blanchett που προσεγγίσθηκε για τον ρόλο της Ίντιθ.
- Nicole Kidman και Ralph Fiennes πήραν μαζί το 2018 τους δύο κεντρικούς ρόλους, αλλά αργότερα η Kidman αποχώρησε λόγω του προγραμματισμού της.
- Τα γυρίσματα έγιναν στο Σάφολκ, αρκετά κοντά στον αρχαιολογικό τόπο του Sutton Hoo.
- Ήταν να πάρει πρώτα μια μικρή διανομή στις αίθουσες, αλλά εντέλει κατέληξε απευθείας στην πλατφόρμα του Netflix.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 31/1/2021
Μια συμπάθεια σού τη βγάζει. Κάτι το όλο θέμα της ανασκαφής που δεν μπορεί να περάσει αδιάφορο, κάτι η όλη παραγωγή που έχει μια φυσιολατρική λιτότητα, κάτι και το λαμπρόθωρο καστ, και η ώρα μας έχει περάσει εύκολα και στρωτά. Στο τελευταίο όμως είναι το πρόβλημα: το στρωτά.
Η Simon Stone, ομοίως με την πρώτη του ταινία, την Κόρη, δεν πασχίζει να σε εντυπωσιάσει, αλλά ούτε δείχνει πως γνωρίζει πώς να διεγείρει το ενδιαφέρον του θεατή του. Το στόρι είναι φροντισμένο ως προς το να αφηγηθεί μια ιστορία που εύκολα θα αντιλαμβάνεσαι ως αληθινή, αλλά ακόμα και τα σημεία που φεύγουν από μια σταθερή ρότα, δεν τονίζονται συναισθηματικά. Αυτό βγαίνει ακόμα και στις ερμηνείες, που παρότι συνολικά είναι όπως πρέπει, αυτόνομα είναι στιγμιαίες οι στιγμές που τις απολαμβάνεις.
Το σενάριο θα έπρεπε σίγουρα να δώσει μεγαλύτερη ακόμα έμφαση στο αρχαιολογικό κομμάτι και το ιστορικό πλαίσιο, μια και οι επιμέρους χαρακτήρες δεν δίνουν κάτι το πρωτόγνωρο (είναι και κοντά σε τηλεοπτικά στάνταρ οι εξάρσεις τους). Η δε ψυχογράφηση τους δεν προσφέρει συγκινήσεις, μια κι έχουμε τους βατούς ήρωες μιας ιστορίας που δεν θέλει να «πατήσει πάνω σε πτώματα» για να τους αποκόψει από το ιστορικό τους κάδρο, και να τους βάλει σε διαδικασία κάποιας ίντριγκας. Όχι πως δεν ρέει η ιστορία, μια και οι αρκετοί κεντρικοί χαρακτήρες δίνουν ο καθένας το κατιτί του, απλά όλα είναι σε μια ευθεία που κι όταν παρεκκλίνει δεν το νιώθεις ως θεατής.
Η σκηνοθεσία τεχνικά είναι παρόμοια με κάτι που συνηθίζεται τα τελευταία -τουλάχιστον 20- χρόνια στη Βρετανία. Έχουμε στο πλάνο μας μια παραδοσιακού τύπου βρετανική ταινία εποχής, απλά η κάμερα έχει «αμερικανικό χέρι». Έμφαση δηλαδή στις μεγάλες και καλο-φωτογραφισμένες εικόνες, αντί των προσώπων και των διαλόγων τους. Αυτό βγάζει κάτι το ουδέτερο, που δεν έχει απόλυτα βρει ακόμα την ταυτότητα του σε μια χώρα που στηρίζονταν στη λεπτομέρεια της παραγωγής και του σεναρίου, και όχι στον όγκο της εικόνας. Κάποτε αυτό το είχαν τα μπλοκμπάστερ της Γηραιάς Αλβιώνας (David Lean, Richard Attenborough, Anthony Minghella), αλλά εκείνοι γνώριζαν και το έδεναν με το επικό στοιχείο.
Επί του συνόλου, ένα ενδιαφέρον δεν σου το στερεί, αλλά ούτε κρύο (Βρετανία) ούτε ζέστη (Χόλιγουντ). Μια καλή παρέα για μια εντελώς χαλαρή θέαση, που δεν θα θυμάστε μετά από λίγο καιρό, αλλά έχει έναν ακαδημαϊσμό που σε πείθει για όσα βλέπεις.
Βαθμολογία: