Ένας χήρος πατέρας, ο Τζιμ Γκραντ, πρώην μέλος της αριστερής οργάνωσης Weather Underground, πήρε μέρος σε μια ληστεία τράπεζας στα 1970 κι έκτοτε κρύβεται από το FBI, καταζητούμενος για τον φόνο του αστυφύλακα της τράπεζας. Παρότι κρύβει την ταυτότητα του, είναι δικηγόρος στο Όλμπανι της Νέας Υόρκης. Όταν ένα άλλο μέλος της οργάνωσης, η Σάρον Σόλαρζ, συλλαμβάνεται, ένας νεαρός και φιλόδοξος ρεπόρτερ, ο Μπεν Σέπαρντ, αναλαμβάνει την ιστορία. Η πρώην του, η Νταϊάνα, είναι πράκτορας του FBI και την πιέζει για να πάρει πληροφορίες πάνω στην υπόθεση. Αυτό που μαθαίνει είναι ότι η Σάρον ήρθε στην πόλη για να επισκεφτεί κάποιον Μπίλι Κουζιμάνο, πελάτη και φίλο του Τζιμ. Όμως, ο Τζιν αρνείται να αναλάβει την υπόθεση της Σάρον και ο Μπεν δεν αργεί να φτάσει και σε αυτόν. Αυτό είναι αρκετό για να φτάσει να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του Τζιμ και πλέον γίνεται φυγάς. Τώρα, πρέπει να καθαρίσει μόνος το όνομα του, πριν είναι αργά και για την 11χρονη κόρη του.

Σκηνοθεσία:

Robert Redford

Κύριοι Ρόλοι:

Robert Redford … Jim Grant/Nick Sloan

Shia LaBeouf … Ben Shepard

Julie Christie … Mimi Lurie

Susan Sarandon … Sharon Solarz

Jackie Evancho … Isabel Grant

Brendan Gleeson … Henry Osborne

Nick Nolte … Donal Fitzgerald

Brit Marling … Rebecca Osborne

Anna Kendrick … Diana

Terrence Howard … πράκτορας Cornelius

Richard Jenkins … Jed Lewis

Chris Cooper … Daniel Sloan

Sam Elliott … Mac Mcleod

Stephen Root … Billy Cusimano

Stanley Tucci … Ray Fuller

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Lem Dobbs

Παραγωγή: Nicolas Chartier, Bill Holderman, Robert Redford

Μουσική: Cliff Martinez

Φωτογραφία: Adriano Goldman

Μοντάζ: Mark Day

Σκηνικά: Laurence Bennett

Κοστούμια: Karen L. Matthews

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Company You Keep
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Κανόνας της Σιωπής

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: The Company You Keep του Neil Gordon.

Παραλειπόμενα

  • Ο Bill Holderman έκανε μια τελική παρέμβαση στο σενάριο, αλλά δεν μπήκε στα κρέντιτ.
  • Η Julie Christie δέχτηκε με πολλούς δισταγμούς να χαλάσει την ήσυχη ζωή της για μία ακόμα χολιγουντιανή ταινία. Έκτοτε, δεν το έχει ξαναπράξει.
  • Έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ Βενετίας, όπου βρήκε την ευκαιρία να τιμήσει τον Redford με δύο τιμητικά βραβεία.
  • Υπολογίστηκε ότι γυρίστηκε με μπάτζετ μόλις 2 εκατομμυρίων δολαρίων. Άρα τα κέρδη των 19,6 δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτυχία. Αναλογικά, τα περισσότερα από αυτά ήρθαν από τα ιταλικά ταμεία.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 3/7/2013

Τριάντα χρόνια μετά από μια ληστεία τραπέζης που επιχείρησαν μέλη του Weather Underground, μιας (ιστορικής) ακτιβιστικής αντιεξουσιαστικής οργάνωσης, και που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός σεκιουριτά, η αστυνομία εντοπίζει ένα από τα μέλη, τη Σάρον Σόλαρζ (Σούζαν Σαράντον), τη στιγμή που κι εκείνη ήθελε τελικά να παραδοθεί. Οι πληροφορίες ακολουθούν συνδέσμους που οδηγούν στα ίχνη των υπολοίπων, όχι απαραίτητα κατηγορούμενων, κάτι στο οποίο συμβάλλει ο φιλόδοξος κι επίμονος νεαρός δημοσιογράφος μιας τοπικής εφημερίδας, ο Μπεν Σέπαρντ (Σάια ΛαΜπέφ). Ο Νικ Σλόαν (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) που θεωρείται συνεργός στη δολοφονία και ζει ως δικηγόρος Τζιμ Γκραντ, θέλοντας να αποφύγει τη σύλληψη, κυρίως για χάρη της μικρής του κόρης, διαφεύγει και προσπαθεί μέσω των παλιών συντρόφων να ανακαλύψει τη Μίμι Λόρι (Τζούλι Κρίστι), της οποίας η ομολογία θα τον έσωζε.

Στη δεκαετία του 1960 και μέχρι τα μέσα της επόμενης, ο πλανήτης γνώρισε τη μεγαλύτερη πολιτισμική κορύφωση του αιώνα. Όχι μόνο λόγω της ανάπτυξης πάνω στα ερείπια που άφησε ο Δ.Π.Π. ή π.χ. της δημιουργικής έκρηξης της μουσικής, αλλά και λόγω της αμφισβήτησης που προκάλεσε αυτή η ίδια η ανάπτυξη. Ήταν μια ανάπτυξη πάνω στη λογική της εξουσίας και του καπιταλισμού. Στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιαπωνία, στην Αμερική και σε άλλα μέρη του πλανήτη, οι φοιτητές, κυρίως, διαμαρτυρήθηκαν για τους πολέμους, όπως αυτός του Βιετνάμ, και για τις χούντες στον Τρίτο Κόσμο που στήνονταν για να εξυπηρετήσουν πολυεθνικές εταιρίες.

Ήταν μια γενιά που πάνω στον ρομαντισμό της νεανικής ηλικίας, πίστεψαν ότι μπορούσαν να αλλάξουν το σύστημα. Στην εδώ περίπτωση, ο θάνατος ενός σεκιουριτά δεν θα απασχολούσε τόσο την αστυνομία και τα μίντια αν επρόκειτο για μια απλή ληστεία. Τέτοιες γίνονται με το σωρό. Αλλά ήταν μια ληστεία πολιτικού χαρακτήρα, ήταν μορφή ιδεολογικού πολέμου που τριάντα χρόνια μετά «ντύνεται» ετεροχρονισμένα με όλη τη βαριά, φορτισμένη από τη σύγχρονη κουλτούρα, έννοια της «τρομοκρατίας». Έτσι, για την αστυνομία είναι θέμα γοήτρου να πιάσει τους ενόχους. Για τον νεαρό δημοσιογράφο είναι το μεγάλο λαυράκι που θα τον αναδείξει, ενώ πιστεύει ότι προσφέρει μια κοινωνική υπηρεσία. Δεν μπορεί και δεν γίνεται να μπορεί να καταλάβει την εποχή και τους ανθρώπους και την κοινωνία τριάντα χρόνια πριν. Για τους παλιούς επαναστάτες το θέμα είναι πιο περίπλοκο. Καθώς ο Νικ τους συναντάει στη διαφυγή-αναζήτησή του, διαπιστώνουμε ότι, ανεξάρτητα από το πώς βόλεψαν ο καθένας τη ζωή του, κουβαλούν το βάρος της ιστορίας, την πίκρα της ιστορίας. Όχι λόγω μιας παράπλευρης απώλειας ενός ανθρώπου, αλλά για το όλο κίνημα, για την όλη εποχή, για τα όνειρα για μια καλύτερη κοινωνία που δεν επιτεύχθηκαν. Ο Τζεντ (Ρίτσαρντ Τζένκινς) παριστάνει τον ικανοποιημένο καθηγητή στο πανεπιστήμιο, αλλά αυτό είναι ένα εσωτερικό θέατρο. Η Μίμι θα πει κάποια στιγμή στον Νικ (στο περίπου τα λόγια): «όχι Νικ, το πρόβλημα παραμένει το ίδιο, ότι ίσχυε τότε ισχύει και τώρα και χειρότερα, είναι το ίδιο σύστημα που προστατεύει τους σούπερ πλούσιους και γ…άει τους φτωχούς και τον πλανήτη…».

Από την άλλη, οι διαπροσωπικές τους σχέσεις δεν παύουν να έχουν σημαδέψει τις ζωές τους εξίσου. Ο Νικ και η Μίμι μοιράζονται κάτι παραπάνω από μια παλιά ερωτική σχέση, ενώ η μικρή κόρη του Νικ παραμένει ένα μείζον ψυχικό και ηθικό γεγονός. Κι εδώ είναι που κερδίζει το στοίχημα ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Στο ότι τα προσωπικά ζητήματα διαπλέκονται με τα κοινωνικά με τρόπο αληθινό, λειτουργικό, δραματουργικά τελεσφόρο και επώδυνο καθώς δεν υπάρχει ιδανική λύση, δεν μπορείς να τραβήξεις μια γραμμή και να ξεχωρίσεις το «καλό» απ’ το «κακό», το «σωστό» από το «λάθος», το προσωπικό από το καθολικό. Κάτι που στο τέλος θα καταλάβει κι ο νεαρός δημοσιογράφος που «σκάλιζε» επικίνδυνα, παίρνοντας το πρώτο σοβαρό μάθημα ζωής.

Η σεναριακή δομή ακολουθεί τους κανόνες του κοινωνικού θρίλερ, αλλά η φόρμα είναι απλά ένα όχημα για μια ψυχομέτρηση χαρακτήρων που ακόμα δοκιμάζονται και καταγραφή ιδεών όπως αυτές εκφράζονται από πρόσωπα και μηχανισμούς. Η σκηνοθεσία του Ρέντφορντ έχει το αυστηρό, λιτό ύφος που βρίσκουμε και στον Ίστγουντ. Αυτοί οι δύο βετεράνοι δεν έχουν καμιά πρεμούρα να το παίξουν «καλλιτέχνες δημιουργοί», θέλουν πάντα να πουν κάτι μεστό σε ουσία και ξέρουν πώς να το χειριστούν χωρίς να τους ξεφεύγει, χωρίς να περιπλέκονται με διανοουμενίστικες φιοριτούρες, ενώ επιτυγχάνουν να εγγράψουν το δράμα χωρίς να ξεπέσουν στο μελό. Η προτελευταία σκηνή με το σκάφος σε μακρινό πλονζέ είναι υπόδειγμα ατόφιας κινηματογραφικής δραματουργίας. Ένα ακόμη συγκινητικό στοιχείο είναι οι μεγάλες ηλικίες. Το να βλέπεις τον Ρέντφορντ ή την Κρίστι με σακίδια στα βουνά, αποκτά μια παραπάνω συμβολική σημασία. Είναι γέροι αλλά «κουβαλούν» ακόμη μια νεανική ιδεολογία. «Τρέχουν» ακόμη. Άψογο όλο το καστ, με κορυφαία την Κρίστι που αν και σε μικρό ρόλο βγάζει μια δύναμη που υποβάλλει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *