Μια υπάλληλος του υπουργείου εξωτερικών τοποθετείται στην αμερικανική πρεσβεία στο Λονδίνο και της ανατίθεται η αποστολή να σταματήσει τους τρομοκράτες από το να φτάνουν στις ΗΠΑ. Αυτό τη βάζει στο στόχαστρο και την ενοχοποιούν για τρομοκρατική ενέργεια. Καθώς βρίσκεται κυνηγημένη από την ίδια της υπηρεσία, έχει στο κατόπι της κι έναν αδίστακτο πληρωμένο δολοφόνο, στην προσπάθεια της να καθαρίσει το όνομα της και να σταματήσει ένα δολοφονικό σχέδιο μαζικής εμβέλειας.

Σκηνοθεσία:

James McTeigue

Κύριοι Ρόλοι:

Milla Jovovich … Katherine ‘Kate’ Abbott

Pierce Brosnan … Nash ‘Watchmaker’

Angela Bassett … Maureen Crane

Roger Rees … Δρ Emil Balan

Antonia Thomas … Naomi Rosenbaum

James D’Arcy … επιθεωρητής Paul Anderson

Frances de la Tour … Sally

Dylan McDermott … Sam Parker

Robert Forster … Bill Talbot

Genevieve O’Reilly … Lisa Carr

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Philip Shelby

Παραγωγή: Boaz Davidson, Matthew O’Toole, Charles Winkler, Irwin Winkler

Μουσική: Ilan Eshkeri

Φωτογραφία: Danny Ruhlmann

Μοντάζ: Kate Baird

Σκηνικά: Max Gottlieb

Κοστούμια: Stephanie Collie

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Survivor
  • Ελληνικός Τίτλος: Καταδίωξη σε Δύο Ηπείρους

Παραλειπόμενα

  • Τελευταία επί της οθόνης εμφάνιση για τον Roger Rees, που έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2015.
  • Σύμφωνα με κάποιες πρώτες προωθητικές πηγές, η Emma Thompson είχε πάρει κάποιον ρόλο, αλλά αποτραβήχτηκε την τελευταία στιγμή.
  • Τα γυρίσματα ξεκίνησαν για 5 εβδομάδες στην Αγγλία, για να μεταφερθούν και να ολοκληρωθούν στη Βουλγαρία.
  • Παταγώδης αποτυχία στα ταμεία, με έσοδα μόλις 3,6 εκατομμύρια δολάρια. Το φιλμ κόστισε στην παραγωγή 20.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 11/6/2015

Μια φορά κι έναν καιρό, το κινηματογραφικό είδος που κινείται στην γκρίζα ζώνη μεταξύ κατασκοπευτικού και περιπέτειας και εδρεύει αποκλειστικά στην Αμερική, γνώριζε συναπτές επιτυχίες στο παγκόσμιο box-office, με ευχάριστες προπαγανδιστικές ταινίες όπως ο Βράχος. Σήμερα μοιάζει παρωχημένο, καθώς ίσως το κινηματογραφικό κοινό κορέστηκε ή αντελήφθη ότι η Αμέρικα θα μας σώσει από όλους τους κακούς εντός και εκτός του πλανήτη. Κάθε αντίστοιχη απόπειρα πλέον απαιτεί (συνταξιούχο) μυστικό πράκτορα με ιδιαίτερες ικανότητες που τα βάζει ολομόναχος με θεούς και δαίμονες, καταστρέφοντας στο διάβα του ευρωπαϊκές κατά προτίμηση πόλεις.

Στο διά ταύτα, η Milla Jovovich υποδύεται ανεπιτυχώς μια κατατρεγμένη Αμερικανίδα που δουλεύει για λογαριασμό του State Department στο Λονδίνο. Η αποστολή της αφορά (οποία έκπληξις!) την πάταξη της τρομοκρατίας, στην οποία πας μη Αμερικανός είναι από αναποτελεσματικός μέχρι αντίπαλος. Όπως είναι «φυσικό», η ευσυνείδητη υπάλληλος στοχοποιείται άμεσα από τους προσβεβλημένους από την τυπικότητά της βρετανούς συνεργάτες. Όταν όμως πιάνει «λαυράκι», τα πράγματα παίρνουν ανεξέλεγκτη τροπή και η υπηρέτης της νομιμότητας βρίσκεται κατηγορούμενη για φόνους και πάσης φύσεως ατασθαλίες, ενώ παράλληλα την καταδιώκει και ένας brutal πληρωμένος δολοφόνος (ο Pierce Brosnan σ` έναν ρόλο που ελπίζουμε να μην επαναλάβει ποτέ).

Το κακό με αυτή την ταινία είναι ότι δεν περιέχει απολύτως τίποτα αξιοσημείωτο, πέρα από τους πρωτοφανώς στερεοτυπικούς χαρακτήρες και ένα σενάριο το οποίο ξεκινάει και τελειώνει στη λέξη «μανιχαϊσμός». Ο McTeigue, φιλμικό παιδί των αδελφών Wachowski, προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας κάνει να λησμονήσουμε ότι διαθέτει στο βιογραφικό του το V for Vendetta και βυθίζει την οποιαδήποτε espionage ατμόσφαιρα σε φθηνά κλισέ, B-movie αισθητική και την πιο προβλέψιμη εξέλιξη πλοκής που είδε το φως της ημέρας τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας έτσι την ταινία μια ανιαρή προχειροδουλειά. Ακόμα και το δήθεν υποβλητικό soundtrack τελικώς κουράζει, αφού είναι εκνευριστικά επαναλαμβανόμενο και δεν αντιστοιχεί στη μηδενική ένταση της ταινίας. Δυστυχώς, το έργο πάσχει και ερμηνευτικά, με τη Milla Jovovich συνεχώς σαστισμένη μπροστά σε ό,τι της συμβαίνει και τον Pierce Brosnan ούτε κατ` ελάχιστο πειστικό στο ρόλο του λιγομίλητου 007-gone-bad.

Αλλά, ακόμα και στο πλαίσιο του είδους της, το οποίο αγαπάει σφόδρα την τυποποίηση, το εν λόγω φιλμ αποτυγχάνει. Είναι τόσο καθοριστική η παντελής έλλειψη φαντασίας που αδυνατεί να ικανοποιήσει τον οποιονδήποτε, ακόμα και αν η προσδοκία του ήταν να συνοδεύσει με κάτι το αναψυκτικό και τα ποπ-κορν του. Πρωτίστως, αυτό που ενοχλεί είναι ότι η ταινία μοιάζει κακέκτυπο κατασκοπευτικού θρίλερ με μπόλικες δόσεις κακοσκηνοθετημένης δράσης και αδιάφορων ερμηνειών και ως εκ τούτου δεν καταφέρνει να κεντρίσει ούτε τους πιο σκληροπυρηνικούς φαν του είδους. Πρόκειται δηλαδή για ένα εγχείρημα που δεν πληροί τον βασικότερο όρο του είδους, αυτόν της τιμιότητας. Όταν κάποιος αποφασίζει να δει αυτήν την ταινία, περιμένει κάτι στιλιζαρισμένο με γρήγορο ρυθμό και ένταση και στο τέλος να κερδίσουν οι καλοί και να πάει σπίτι του ήρεμος και χαρούμενος. Δεν προσδοκά να αναπτυχθούν οι χαρακτήρες και να δει avant-garde σκηνοθετική αντίληψη. Εν προκειμένω, δεν θα εκλάβει τίποτα από τα παραπάνω και θα αποχωρήσει αναλογιζόμενος τι θα μπορούσε να είχε κάνει τα τελευταία 90 λεπτά αντί να παρακολουθήσει αυτό το κομψοτέχνημα.

Η πολιτική τοποθέτηση της ταινίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και καθόλου κοινότυπη. Ο πλανήτης χωρίζεται σε ορκισμένους κακούς (πρώην Κόκκινοι, Άραβες και Λατινοαμερικάνοι), ανίκανους γραφειοκράτες δίχως αντίληψη της πραγματικότητας και των τεράστιων κινδύνων που αυτή κρύβει (οι «εσείς δεν έχετε περάσει 11/9» Ευρωπαίοι) και Αμερικανούς, όπου οι τελευταίοι είναι επιφορτισμένοι να σώζουν την παγκόσμια κοινότητα κάθε φορά που την απειλούν οι πρώτοι με ένα μαζικό τρομοκρατικό χτύπημα. Και επειδή αλλιώς είναι πολύ εύκολο, πρέπει πάντα να γίνεται αφού έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση προς την καταστροφή. Αυτός ο πατερναλιστικός μεσσίας που προβάλλει σταθερά το Χόλιγουντ έχει καταντήσει δραματικά ενοχλητικός. Ίσως γιΑ αυτό η ταινία μοιάζει να βγήκε από το ίζημα της αφθονίας των 1990. Με άλλα λόγια, πρόκειται για σινεμά που προσβάλλει και υποτιμά το θεατή, αποπειράται να τον αποκοιμίσει ηθικά με άγαρμπα κουνήματα και τίθεται στα αναχώματα της μάχης άνευ αντιπάλου που δίνει η αμερικανική προπαγάνδα. Τα αίτια που ώθησαν τον εκάστοτε κακό παρουσιάζονται με παιδαριώδη αφέλεια τύπου «οι Αμερικάνοι πρέπει να πληρώσουν για όσα έχουν κάνει», δίχως να δίδουν στην ιστορία μία πολιτική χροιά που ίσως αναζωπύρωνε το ενδιαφέρον.

Θέλετε δράση; Δείτε το John Wick. Θέλετε κατασκοπεία; Δείτε το Ο Νο 1 Καταζητούμενος. Σε κάθε περίπτωση, μην πετάξετε το χρόνο σας σε μια κακοστημένη αγκιτάτσια τόσο τετριμμένη που δεν προσφέρει καν καλοπέραση. Αναμφιβόλως, δεν χρειάζεται κάθε κατασκοπευτική ταινία να εμβαθύνει όπως το Μόναχο και Οι Ζωές των Άλλων. Υπάρχει όμως μια απόσταση ανάμεσα σε αυτό και σε ένα έργο που ωθεί τον John Le Carre στα όρια της αυτοκτονίας. Ακόμα και το ομότιτλο reality είναι πιο αξιόλογο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *