
Βόρεια Ιταλία, 17ος αιώνας. Σε ένα μοναστήρι, μια καλόγρια που κατηγορείται ότι εξασκεί μαγεία, αποπλανάει έναν νεαρό εξομολογητή που αρνείται να ενδώσει στον καυτό αυτό πειρασμό. Αυτό που θα επακολουθήσει είναι μια σειρά από πάθη, φαντασιώσεις και ψεμάτων, τα οποία θα έχουν απήχηση έως το σήμερα.
Σκηνοθεσία:
Marco Bellocchio
Κύριοι Ρόλοι:
Roberto Herlitzka … ο κόμης
Pier Giorgio Bellocchio … Federico Mai
Lidiya Liberman … Benedetta
Alba Rohrwacher … Maria Perletti
Federica Fracassi … Marta Perletti
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Marco Bellocchio
Παραγωγή: Beppe Caschetto, Simone Gattoni
Μουσική: Carlo Crivelli
Φωτογραφία: Daniele Cipri
Μοντάζ: Francesca Calvelli, Claudio Misantoni
Σκηνικά: Andrea Castorina
Κοστούμια: Daria Calvelli
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sangue del Mio Sangue
- Ελληνικός Τίτλος: Αίμα από το Αίμα μου
- Διεθνής Τίτλος: Blood of My Blood
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο FIPRESCI.
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 20/4/2017
Αυτό το έργο του Μάρκο Μπελόκιο αποτελείται από δύο μέρη. Πρώτο μέρος: γύρω στον 17ο αιώνα, σε ένα μοναστήρι, η ιερά εξέταση ψάχνει αφορμή να κατηγορήσει την αδελφή Μπενεντένα, ζητώντας από τον νεαρό Φεντερίκο να της αποσπάσει ομολογία πως ξελόγιασε τον αδερφό του και εξαιτίας της εκείνος αυτοκτόνησε, λόγω του βάρους της σαρκικής αμαρτίας. Δεύτερο μέρος: σήμερα, στο ίδιο μοναστήρι κατοικεί πλέον ένα ηλικιωμένο βαμπίρ, ο Κόμης. Μα ένας πλούσιος Ρώσος και ο ένας εφοριακός ονόματι Φεντερίκο θέλουν να τον διώξουν και να αγοράσουν το μοναστήρι.
Πρόκειται για ένα τολμηρό καλλιτεχνικά εγχείρημα, μέσω του οποίου ο 75χρονος Μπελόκιο αναλύει συμβολικά την πάροδο του παλιού και τη διαδοχή του από το νέο, την αναγκαιότητα για το τέλος του συντηρητισμού και εντέλει την αποδοχή του αναπόφευκτου επερχόμενου θανάτου. Στο πρώτο μέρος είναι εμφανής η σατιρική διάθεση, όπου βλέπουμε την ιερά εξέταση να επιδιώκει την ισχυροποίηση της θέσης της, ψάχνοντας απεγνωσμένα αφορμή να καταδικάσει την αδελφή Μπενεντέτα ως πόρνη. Μα πάντα εξευγενισμένα, χωρίς βαρβαρότητες, τονίζουν πως μέσα από δοκιμασίες με «σημάδια από τον Θεό» θέλουν μόνο να καταλάβουν αν είναι η κοπέλα είναι αθώα. Στο σήμερα, βλέπουμε το ίδιο, ερειπωμένο μοναστήρι, όπου κάποτε άνθισαν οι μεσαιωνικές αντιλήψεις της ιεράς εξέτασης, να λειτουργεί ως στέγη για το παλιό, το παρωχημένο, ως διέξοδος-φωλιά από την απειλητική κοινωνία του σήμερα, στην οποία δεν έχει θέση. Την εποχή αυτή δεν τη γνωρίζει, μα και αδιαφορεί γι’ αυτήν, απλώς αρέσκεται ως ξεχασμένο, κρυμμένο παρελθόν να την μαστίζει ρουφώντας το αίμα της.
Ο Μπελόκιο χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερα λιτή σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία μας καλύπτει για το εξαιρετικά ενδιαφέρον πρώτο μέρος, μα αποτυγχάνει να δέσει τα δύο μέρη μεταξύ τους. Έτσι, την κωμικοτραγική ιστορία της αδελφής Μπενεντέτα διαδέχεται άγαρμπα η λιγότερο ενδιαφέρουσα, περισσότερο διαλογική και χωρίς ίχνος δράματος ιστορία του κόμη, δημιουργώντας ένα άνισο αποτέλεσμα από το οποίο απουσιάζει μια αναγκαία συνοχή, η οποία θα υποστήριζε τις έξυπνες και πλούσιες σε συμβολισμό ιδέες με τις οποίες ο έμπειρος και εμφανώς ώριμος καλλιτέχνης εμποτίζει το έργο του. Οι θεματικές του είναι μάλλον γνώριμες στη φιλμογραφία του, και δεν πηγαίνει παραπέρα από τον συνδυασμό ορισμένων εξ αυτών. Παραμένει, όμως, επίκαιρος και απόλυτα καυστικός, χωρίς να κουράζει, παρά μόνο να αποξενώνει ελαφρώς, με την ασυμβατότητα των δύο «εποχών» του.
Το τέλος, επιστρέφοντας και πάλι στην πρώτη ιστορία, είναι ένας ποιητικά καθαρτικός, αριστοτεχνικά δοσμένος επίλογος με καθοριστική συμβολική δύναμη. Στο σύνολό του είναι ένα πραγματικά αξιόλογο έργο που αξίζει θέασης, παρότι το αποδυναμώνει η ασυνέχειά του.
Βαθμολογία: