Ο Νίκολας Γουίντον, ένας νεαρός μεσίτης από το Λονδίνο, επισκέπτεται την Πράγα τον Δεκέμβριο του 1938 και βρίσκει οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα με την άνοδο των ναζί στη Γερμανία και την Αυστρία, ζώντας σε απελπιστικές συνθήκες με ελάχιστο ή καθόλου καταφύγιο και φαγητό και υπό την απειλή της ναζιστικής εισβολής. Αμέσως καταλαβαίνει ότι είναι ένας αγώνας με τον χρόνο. Πόσα παιδιά θα μπορούσε να σώσει αυτός και η ομάδα του πριν κλείσουν τα σύνορα; Πενήντα χρόνια αργότερα, το 1988, ο ‘Νίκι’ ζει στοιχειωμένος από τη μοίρα των παιδιών που δεν κατάφερε να φέρει σε ασφάλεια στην Αγγλία. Κατηγορεί πάντα τον εαυτό του που δεν έκανε περισσότερα. Όταν μια ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή του BBC, το «That’s Life», τον εκπλήσσει θετικά, αρχίζει να συμβιβάζεται με τις ενοχές και τη θλίψη που κουβαλούσε για δεκαετίες.

Σκηνοθεσία:

James Hawes

Κύριοι Ρόλοι:

Anthony Hopkins … Nicholas ‘Nicky’ Winton

Johnny Flynn … Nicholas ‘Nicky’ Winton (νεαρός)

Helena Bonham Carter … Babi Winton

Lena Olin … Grete Winton

Jonathan Pryce … Martin Blake

Romola Garai … Doreen Warriner

Alex Sharp … Trevor Chadwick

Marthe Keller … Betty Maxwell

Adrian Rawlins … Geoff

Samantha Spiro … Esther Rantzen

Samuel Finzi … ραβίνος Hertz

Antonie Formanova … Marta

Ffion Jolly … Barbara Winton

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Lucinda Coxon, Nick Drake

Παραγωγή: Iain Canning, Guy Heeley, Joanna Laurie, Emile Sherman

Μουσική: Volker Bertelmann

Φωτογραφία: Zac Nicholson

Μοντάζ: Lucia Zucchetti

Σκηνικά: Christina Moore

Κοστούμια: Joanna Eatwell

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: One Life
  • Ελληνικός Τίτλος: Μία Ζωή

Σεναριακή Πηγή

  • Βιβλίο: If It’s Not Impossible…The Life of Sir Nicholas Winton της Barbara Winton.

Παραλειπόμενα

  • Μπορεί να είναι σκηνοθέτης από το 1990 για λογαριασμό της μικρής οθόνης, αυτή όμως είναι η πρώτη φορά που ο James Hawes σκηνοθετεί μια ταινία για τη μεγάλη.
  • Αρχικά είχε οριστεί ως σκηνοθέτιδα η Aisling Walsh.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 17/1/2024

Κοιτάζοντας κανείς το βασικό περίγραμμα της ιστορίας, είναι εύλογο να του δημιουργηθούν συνδέσεις με τη “Λίστα του Σίντλερ”. Και όντως, η ιστορία που αφηγείται η “Μία Ζωή” είναι εξίσου συγκινητική, ικανή να προκαλέσει τα δάκρυα του θεατή. Η βασική της διαφορά είναι πως παρά τις ευγενείς της προθέσεις, μένει επίμονα στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Η κινητήριος δύναμη φυσικά, πολύ περισσότερο από τη σκηνοθεσία, είναι ο Anthony Hopkins, που με συνταρακτική μαεστρία δίνει συναισθηματική μορφή στο ταραγμένο μυαλό ενός σεμνού και συγκρατημένου ανθρώπου, με το βάρος του κόσμου στους ώμους του. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που ο ικανός αλλά συγκριτικά άπειρος Johnny Flynn αδυνατεί να δώσει μια ταιριαστή σε υπόβαθρο ερμηνεία μέσα στα συνεχόμενα μπρος-πίσω της πλοκής, ακόμα και έχοντας στον νου τις πέντε δεκαετίες που χωρίζουν τις δύο εκφάνσεις του χαρακτήρα.

Το προπολεμικό κομμάτι της ιστορίας μοιάζει να έχει στηθεί ώστε να αναδειχθούν οι οδυνηρές εικόνες των προσφυγικών καταυλισμών που εντείνονται από την αναπάντητη αγωνία για το ποια παιδιά έχουν κατορθώσει να διασωθούν. Αυτές καταγράφονται με μια ένταση ρυθμού, που ορισμένες φορές υπερβαίνει τα όρια μεταξύ γνήσιου και εκβιαστικού συναισθήματος. Το πρώτο το οφείλει κυρίως στην Helena Bonham Carter, σε μία δυνατή στιγμή της πρόσφατης καριέρας της. Μεγαλύτερη προσοχή θα έπρεπε να δοθεί στη συνύπαρξη των δύο εποχών κατά το μοντάζ, αφού το 1988, με έμφαση στις αναμνήσεις και τους προβληματισμούς του πρωταγωνιστή, κινείται σε ένα αρκετά πιο αργό και ενδοσκοπικό επίπεδο.

Η βασική πηγή αδυναμίας είναι οι τηλεοπτικές καταβολές του σκηνοθέτη James Hawes, ο οποίος δεν μπορεί να διακρίνει τις ουσιαστικές διαφορές στη γλώσσα των δύο μέσων, με αποτέλεσμα ακόμα και οι δυνατές στιγμές να μην προέρχονται από την αξιοποίηση κινηματογραφικών εκφραστικών τεχνικών. Είναι αυτή η εξοικείωση με την παραγωγή τηλεοπτικών έργων που τον οδηγεί μοιραία σε μια επίπεδη απόδοση του σεναρίου και στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Παρότι το κοντινό πλάνο έχει αξιοποιηθεί αριστοτεχνικά στη μεγάλη οθόνη, η “Μία Ζωή” δεν είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις, όσο συχνά κι αν περιέχει τη δύναμη του βλέμματος του Hopkins ή την παρουσία του Jonathan Pryce.

Είναι τόσο ξεκάθαρη η πρόθεση της ταινίας να υμνήσει τον πραγματικό χαρακτήρα που σκιαγραφεί που σχεδόν επαναπαύεται μέσα στον σαφή διαχωρισμό καλού-κακού, χωρίς να καταφέρνει να κατακτήσει κάποιο διαφορετικό σκοπό από το να αφυπνίσει σχετικά με επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα, χωρίς δυναμικούς προβληματισμούς και κατ’ επέκταση διαλεκτική, που είναι απορίας άξιο πώς αποφεύγει τον άμεσο διδακτισμό. Αν προσθέσουμε δε στον συσχετισμό της με τη “Λίστα” και την εξαίσια ερμηνεία του Hopkins, που όμως δεν πατά στο απαραίτητο υλικό για φτάσει τα επίπεδα του “Πατέρα”, το νόημα αποδεικνύεται ακόμα πιο λίγο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *