Εγκλωβισμένη σε ένα βροχερό παραθαλάσσιο χωριό κάπου στην ισπανική Γαλικία, η Ραμόνα είναι επικεφαλής συνεργείου καθαρισμού σε εργοστάσιο που αλλάζει χέρια, με αποτέλεσμα ο μισθός της να μειωθεί ξαφνικά στο μισό. Είναι η μόνη που τολμάει να εναντιωθεί στα αφεντικά και να τα βροντήξει, μαρκάροντας την αφετηρία ενός αγώνα δρόμου που κόβει την ανάσα.

Σκηνοθεσία:

Alvaro Gago

Κύριοι Ρόλοι:

Maria Vazquez … Ramona

Santi Prego … Andres

Soraya Luaces … Estrella

Tatan … Xose

Susana Sampedro … Carme

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alvaro Gago

Παραγωγή: Mireia Graell Vivancos, Maria Zamora

Μουσική: Patricia Cadaveira, Marcel Pascual

Φωτογραφία: Lucia C. Pan

Μοντάζ: Ricardo Saraiva

Σκηνικά: Melania Freire

Κοστούμια: Uxia P. Vaello

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Matria
  • Ελληνικός Τίτλος: Μητέρα, Πατρίδα

Σεναριακή Πηγή

  • Σενάριο: Matria (2017) του Alvaro Gago.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο νέου σκηνοθέτη και γυναικείας ερμηνείας (Maria Vazquez) στο φεστιβάλ της Μάλαγα.
  • Υποψήφιο για νέο σκηνοθέτη και πρώτο γυναικείο ρόλο (Maria Vazquez) στα Goya.

Παραλειπόμενα

  • Μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Alvaro Gago. Το βάσισε σε μια ομώνυμη μικρού μήκους ταινία του του 2017, αλλά εδώ ο χαρακτήρας της Ραμόνα είναι σε μια πιο νεανική του μορφή.
  • Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε τη Ραμόνα από τη Francisca Iglesias, μια γυναίκα που φρόντιζε τη γιαγιά του. Αυτή ήταν και η πρωταγωνίστρια της ταινίας του 2017, αλλά κι εδώ έχει έναν μικρό ρόλο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 2/10/2023

Παρότι υπάρχει μια κάποια δομή στην πλοκή, που φαίνεται και στο πώς διακριτικά κορυφώνονται διάφορες καταστάσεις μέχρι και το φινάλε, το «Μητέρα, Πατρίδα» είναι κυρίως μια συλλογή περιστατικών καθημερινότητας, ένα κοινωνικό δράμα που αποτελεί «φέτα ζωής». Αιωρείται μια αίσθηση ότι αρκετά από τα δρώμενα έχουν καταγραφεί ξανά αρκετές φορές (κι ενίοτε ίσως και καλύτερα) από το σινεμά, όμως υπάρχει ένας έντονος παλμός καθώς και μια ειλικρίνεια λόγω βιωματικότητας που επικυρώνουν το ότι η ιστορία αυτή αξίζει να αφηγηθεί.

Το πολιτικό σχόλιο είναι έντονο, κι εκτείνεται από τις αυθαιρεσίες των πάσης φύσεως εργοδοτών που καθιερώθηκαν από την οικονομική κρίση κι έπειτα μέχρι την υποβάθμιση της περιφέρειας προς όφελος των μεγάλων αστικών κέντρων. Ωστόσο ο Alvaro Gago βάζει σε προτεραιότητα το να μελετήσει τον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριάς του, ο οποίος είναι ομολογουμένως συναρπαστικός καθώς μαζί με τις αρετές του διαθέτει και αδυναμίες που δεν είναι απαραίτητα φωτογενείς, και γι’ αυτό πλάθουν ένα πρόσωπο αληθοφανές. Και είναι τέτοια η τρυφερότητα με την οποία την περιβάλλει το κείμενο που ο θεατής τη νιώθει πραγματικά οικεία, κάτι που εντείνεται όσο προχωρούν τα λεπτά της διάρκειας. Σε αυτό συμβάλλει και η κινηματογράφηση που διέπεται από νεύρο και ζωηράδα στο μεγαλύτερο μέρος της, όντας συντονισμένη με το πληθωρικό ταπεραμέντο της Ramona.

Παρά τον αναπόφευκτο ρεαλισμό του ύφους λόγω του background της δράσης, το σύνολο ποτέ δεν πέφτει στην παγίδα μιας υπερβολικής σοβαροφάνειας για να εξυπηρετηθεί η εν λόγω γραμμή: χιούμορ υπάρχει στις αλληλεπιδράσεις των ηρώων μεταξύ τους, ενώ και τα προβλήματα που προκύπτουν θέτονται σε πραγματιστική βάση και όχι με σκοπό να αντληθεί καλογυαλισμένη μιζέρια προς τέρψη όσων μπερδεύουν την ωριμότητα με τον πεσιμισμό. Η φεμινιστική οπτική που υιοθετείται (υπάρχει και αναφορά στη «Ζαν Ντιλμάν» μεταξύ άλλων!), αν και όχι εξίσου δουλεμένη σε σύγκριση με άλλα αντίστοιχα παραδείγματα της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης, έχει σωστές βάσεις και συμπληρώνει ουσιαστικά τη νοηματική.

Το «βαρύ» χαρτί του φιλμ είναι η κεντρική ερμηνεία της Maria Vazquez, που αποκαλύπτει ένα ταλέντο που θα ήταν ευχής έργον να αναλάμβανε και άλλους πρωταγωνιστικούς ρόλους στο μέλλον. Είναι χειμαρρώδης, αυθεντική, συγκινητική και χαρισματική σε τέτοιο βαθμό που ο Gago εμπιστεύεται πάνω της όλη του την ταινία, αφήνοντάς της το πεδίο ελεύθερο για ένα ρεσιτάλ αλλά προσθέτοντας και ο ίδιος ενέργεια σε όσα διηγείται μέσω της κάμερας. Κι επειδή μπορεί να ακουστεί το ότι παρατηρείται μια υπερβολή στους μανιερισμούς της, ας εξετάσει κανείς αυτόν τον παράγοντα σε συνάρτηση με την καθημερινή πίεση που ασκείται στην ηρωίδα της και τον περίγυρο στον οποίο κινείται.

Και αν η όλη ανάλυση που επιχειρείται ήθελε περισσότερη επεξεργασία για να προκύψει κάτι πραγματικά στρατευμένο με την καλή έννοια, υπάρχουν αρκετά άλλα δυνατά σημεία που μαρτυρούν έναν σκηνοθέτη με δυνατότητες και φιλοδοξίες. Πρόκειται για ένα μεγάλου μήκους ντεμπούτο που είναι γυρισμένο με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, που αφουγκράζεται με ευαισθησία ένα κομμάτι της εργατικής τάξης το οποίο δυστυχώς έχει μπει σ’ έναν βαθμό στο περιθώριο όσον αφορά την εξερεύνησή του από την έβδομη τέχνη και που προστίθεται σ’ έναν σημαντικό αριθμό αξιόλογων γυναικοκεντρικών αφηγήσεων που έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια και στην ευρωπαϊκή κινηματογραφία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

5 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *