Ο Νάρβελ Ροθ είναι ο μεθοδικός φροντιστής των κήπων μιας πανέμορφης όσο και ιστορικής έπαυλης. Όταν η εργοδότριά του του ζητάει σαν χάρη να προσλάβει ως βοηθό την ατίθαση ανιψιά της, τότε ανοίγουν οι πύλες του χάους στον μέχρι πρότινος δωρικό βίο του μοναχικού άντρα, για να επαναφέρουν φαντάσματα του παρελθόντος από τα οποία ο ίδιος πίστευε ότι είχε απαλλαγεί.

Σκηνοθεσία:

Paul Schrader

Κύριοι Ρόλοι:

Joel Edgerton … Narvel Roth

Sigourney Weaver … Norma Haverhill

Quintessa Swindell … Maya

Esai Morales … υπαστυνόμος Neruda

Eduardo Losan … Xavier

Victoria Hill … Isobel

Amy Le … Janine

Erika Ashley … Maggie

Jared Bankens … RG

Matt Mercurio … Sissy

Rick Cosnett … Stephen Collins

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paul Schrader

Παραγωγή: Amanda Crittenden, David Gonzales, Scott LaStaiti

Μουσική: Devonte Hynes

Φωτογραφία: Alexander Dynan

Μοντάζ: Benjamin Rodriguez Jr.

Σκηνικά: Ashley Fenton

Κοστούμια: Wendy Talley

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Master Gardener
  • Ελληνικός Τίτλος: Master Gardener

Παραλειπόμενα

  • Η Quintessa Swindell αντικατέστησε τη Zendaya (δεν τα βρήκαν με την αμοιβή της), την οποία και ο Schrader είχε κατά νου γράφοντας τον ρόλο.
  • Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στο φεστιβάλ Βενετίας, αλλά εκτός συναγωνισμού.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 12/6/2023

Η επιστροφή του Paul Schrader σε ένα σινεμά πιο προσωπικό και ποιοτικό ύστερα από μια παρένθεση με μάλλον ατυχείς καλλιτεχνικά στιγμές (από την «Αμαρτία» μέχρι την «Τελευταία Αρπαχτή») επισφραγίζεται, αν κι εδώ το φιλμ που προκύπτει είναι κάπως άνισο ως τελικός απολογισμός.

Οι γνώριμες προβληματικές του σκηνοθέτη και σεναριογράφου εμφανίζονται κι εδώ (προσπάθεια για εξιλέωση από ένα καταστροφικό παρελθόν, αντίληψη του σεξ υπό ένα ενοχικό πρίσμα, εμμονικά μοτίβα), σε συνδυασμό με ένα ύφος αυστηρό και αποστασιοποιημένο που εμποδίζει την ιστορία από το να φανεί φτηνή ή ανούσια, ακόμη και όταν φλερτάρει με κλισέ που συναντιούνται στις ταινίες δράσης με τον Liam Neeson των τελευταίων ετών. Η διαδρομή έχει τρομερό ενδιαφέρον, κάποιες στροφές διαθέτουν μια ιδιαίτερα σύνθετη θεώρηση, κάποιες άλλες είναι πιο αμήχανες, πάντως το αισιόδοξο φινάλε μοιάζει να έρχεται κάπως βεβιασμένα και δεν φαντάζει ως η καλύτερη δυνατή κατάληξη για την πλοκή. Γενικότερα, το σύνολο λειτουργεί καλύτερα όταν εστιάζει στη διάσταση του ψυχογραφήματος για τον πρωταγωνιστικό του χαρακτήρα σε σύγκριση με όταν παρατηρείται μια έμφαση στο πού θα κατευθυνθεί η ιστορία.

Κάτι που ίσως «πετάξει» εκτός μια μερίδα του κοινού είναι ότι δεν υπάρχει κάποια κλιμάκωση στο πώς εξελίσσονται τα δρώμενα. Το κείμενο ενδιαφέρεται περισσότερο να καταγράψει το πώς μεταβάλλονται οι δυναμικές ανάμεσα στο τρίγωνο των κεντρικών ηρώων και στις εσωτερικές αλλαγές τους που προχωρούν σταδιακά παρά να εντυπωσιάσει με εκρηκτικά συμβάντα ή συγκλονιστικές ανατροπές. Η ιδιοσυγκρασιακή πένα του Schrader δεν παρασύρεται από τον πειρασμό της πιασάρικης ατάκας της στιγμής που τόσο πλήττει το αμερικάνικο σινεμά, και είναι σαν επίτηδες να ακολουθεί μια πορεία με πολλά ζιγκ ζαγκ σχετικά με το πώς εκτυλίσσονται τα γεγονότα προκειμένου να αποφύγει τα κλισέ της καθιερωμένης συνταγής του «άνδρας με σκοτεινό χθες στον δρόμο προς την εξιλέωση». Ένα παράπονο πάντως μένει στο τέλος, για το ότι μια δημιουργία με τόσες ενδιαφέρουσες πτυχές δεν καταφέρνει να πιάσει εντελώς τα ύψη που υπόσχεται. Όχι ότι δεν υπάρχουν και οι γνωστές σρεϊντερικές πινελιές υπέρβασης που σχετίζονται και με τις πνευματικές του ανησυχίες (από την αμφίσημη σεκάνς με τα λουλούδια και τα χορτάρια που φυτρώνουν στον δρόμο τη νύχτα μέχρι το ιδιαίτερο, σχεδόν ονειρικό σάουντρακ του Devonte Hynes με επιρροές από Badalamenti), αλλά και πάλι κάτι λείπει.

Το σίγουρο είναι πως δόθηκε το πεδίο για τον Joel Edgerton να δώσει παράσταση για έναν ρόλο, και όντως, πρόκειται για τη μέχρι στιγμής καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του. Με μια αφοσίωση σε επίπεδο κινησιολογικό που θυμίζει σπουδαίες στιγμές της Μεθόδου, αλλά και με τη σοφή καθοδήγηση που λαμβάνει για μια εσωτερική προσέγγιση που κάνει τη διαφορά, τη στιγμή που με έναν τέτοιο χαρακτήρα θα μπορούσε κάλλιστα να ακολουθήσει την οδό των αβανταδόρικων ξεσπασμάτων, πραγματικά καθηλώνει σε κάθε στιγμή που βρίσκεται στο κάδρο, και υπό άλλες συνθήκες ίσως να γινόταν να μπει και στην οσκαρική πεντάδα της χρονιάς του φιλμ. Και η Sigourney Weaver είναι αξιόλογη, κρατά μια πολύ λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε μητρική φιγούρα και αυταρχική δεσπότισσα, είναι επιβλητική αλλά και γήινη ταυτόχρονα. Κρίμα που το υπόλοιπο καστ δεν πλαισιώνει αρκετά αποτελεσματικά τους δύο ηθοποιούς, με το χάσμα να είναι αρκετά εμφανές.

Το «Master Gardener» είναι συνεπές στο να ακολουθεί ένα οικεία αμερικάνικο σινεφίλ πλαίσιο, όμως δεν φτάνει τη συνθήκη του στα άκρα, δεν εξερευνεί όλες τις προοπτικές των ιδεών που έχει κι έτσι θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως στάσιμο. Εξερευνεί γνώριμα μονοπάτια που έχει διασχίσει και παλιότερα ο βετεράνος κινηματογραφιστής, διαθέτει και κάποιες πινελιές που έχουν τη σημασία τους λόγω τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας στις ΗΠΑ (η παρελθοντική ιδιότητα του μυστηριώδους Narvel) και, ακόμη και αν τελικά δεν καταφέρνει να ενθουσιάσει, τουλάχιστον είναι μια στιβαρή υπενθύμιση του ότι η ανεξάρτητη κινηματογραφία έχει ακόμη εύρος, ακόμη και αν γίνεται μια έντονη προσπάθεια τα τελευταία χρόνια να μπει και αυτή κάτω από ορισμένες ταμπέλες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *