Ορεινή Κρήτη, 1958. Η οικογένεια Αγγελιδάκη, μια συνηθισμένη φτωχή εργατική οικογένεια της εποχής, προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά. Η ενασχόλησή της με το εμπόριο πετρελαίου θα αποτελέσει το εφαλτήριό της για την απόκτηση τεράστιου πλούτου και υπέρμετρης κοινωνικής ανόδου. Ο απότομος πλουτισμός όμως θα επηρεάσει καταλυτικά τα μέλη της οικογένειας.
Ακολουθώντας την οικογένεια Αγγελιδάκη σε βάθος 25 χρόνων, θα ξετυλιχθεί ένα κουβάρι περίπλοκων σχέσεων και λεπτών ισορροπιών, με τη σταδιακή αποξένωσή τους να τους στιγματίζει βαθιά.

Σκηνοθεσία:

Κώστας Χαραλάμπους

Κύριοι Ρόλοι:

Τάσος Νούσιας … Παύλος Αγγελιδάκης

Γιωργής Τσουρής … Κώστας Αγγελιδάκης

Στεφανία Γουλιώτη … Κλειώ Αγγελιδάκη

Ερρίκος Λίτσης … Αναστάσης

Νίκος Χίλιος … Κοσμάς Αγγελιδάκης

Έφη Γούση … Μάχη

Μάνος Ιωάννου … Αλέξης Αγγελιδάκης

Κυριακή Γάσπαρη … Αντωνία

Δημήτρης Μακαλιάς … Γιάννος

Ισίδωρος Σταμούλης … Θωμάς

Χρήστος Ευθυμίου … Κος Μαζαράκης

Γιολάντα Μπαλαούρα … νοσοκόμα

Σοφία Μανωλάκου … Ντάιζη

Νίκη Λάμη … Βίκυ

Μαίρη Σταυρακέλλη … Ευδοκία

Μαρία Φιλίππου … Προδρομάκη

Οδυσσέας Σταμούλης … Θωμάς

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Κώστας Χαραλάμπους

Παραγωγή: Κώστας Μαμιδάκης, Κώστας Χαραλάμπους

Μουσική: Κώστας Χαριτάτος

Φωτογραφία: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Μοντάζ: Χρήστος Τσούμπελης

Σκηνικά: Σάββας Πασχαλίδης

Κοστούμια: Σάββας Πασχαλίδης

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Λούγκερ
  • Διεθνής Τίτλος: Luger

Παραλειπόμενα

  • Τα γυρίσματα ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν το 2018, με επίκεντρο την ανατολική Κρήτη (Κριτσά, Φουρνή).
  • Ο Νίκος Μαμιδάκης, αδερφός του αυτόχειρα Κυριάκου, και ξάδελφος του παραγωγού της ταινίας Κώστα Μαμιδάκη, θέλησε να διαχωρίσει τη θέση κάποιων μελών της οικογένειας από το περιεχόμενο της ταινίας. Η ταινία, σύμφωνα με όσα είχε πει εξαρχής ο σκηνοθέτης, αναφέρεται στην ιστορία της οικογένειας Μαμιδάκη, που κατάφερε να γίνει παντοδύναμη αποκτώντας τεράστια περιουσία, αλλά και στις κόντρες μεταξύ των μελών της λόγω οικονομικών διαφορών.
  • Σε γκεστ-ρόλους εμφανίζονται οι: Σπύρος Μπιμπίλας, Χάρης Σώζος, Γιώργος Φραντζεσκάκης, Μίνα Χειμώνα, Αλεξάνδρα Παντελάκη και Νότα Παρούση.
  • Κόβοντας 5.788 εισιτήρια, ήρθε στη δέκατη θέση των ελληνικών ταινιών της χρονιάς.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Κώστας Χαριτάτος συνέθεσε και το τραγούδι Ποτέ Ξανά, που ερμηνεύει ο Δημήτρης Παπάζογλου. Επίσης, η Μυρτώ Σαρτζή ακούγεται στο Poema.

Διαβάστε και: 

Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 24/11/2021

Η ταινία του Κώστα Χαραλάμπους αφηγείται την ιστορία της οικογένειας Αγγελιδάκη που καταφέρνει να ξεφύγει από τη μοίρα του ταπεινού και καταφρονημένου, και να ανελιχθεί σε μία από τις πλουσιότερες οικογένειες της Ελλάδας. Ο Χαραλάμπους μεταχειρίζεται την ιστορία αυτή ώστε να διατρέξει την ιστορία της μεταπολίτευσης και να μας αφηγηθεί μια «παραβολή» για την άνοδο και την αναπόδραστη πτώση της ίδιας μας της χώρας.

Το σενάριο που συνυπέγραψε με την Πέννυ Φυλακτάκη ξεκινά με ένα έξυπνο εύρημα, τοποθετώντας ένα εκ των τέκνων της οικογενείας στο νοσοκομείο και αφηγούμενο την ιστορία του εν είδει απανωτών φλασμπάκ. Κι αν η σεναριακή συνθήκη μοιάζει ευφυής τοποθετώντας τον ήρωα στο ίδιο δωμάτιο με έναν εκπληκτικό Ερρίκο Λίτση στον ρόλο του φτωχού πλην μπήχτη 60άρη, τα φλασμπάκ εξελίσσονται γοργά σε κομμάτια μιας ιστορίας, αποσπασματικά και ατάκτως ερριμμένα. Τόσο μάλιστα ατάκτως που δεν επιτρέπουν ούτε στιγμή την ταύτιση του κοινού. Αντίθετα, δείχνουν να παγιδεύουν και τους ίδιους τους δημιουργούς σε χαρακτήρες απόλυτα σχηματικούς και κλισέ, που δεν έχουν τον χρόνο και την ευκαιρία να ανασάνουν σεναριακά και να αναδείξουν τις όποιες διαφορετικές τους αποχρώσεις.

Η σκηνοθεσία κινείται σε μια ικανοποιητική για τα σινεφιλικά μάτια, πλην τηλεοπτική, αισθητική. Μια αισθητική που πατάει βέβαια γερά σε μια αξιόλογη φωτογραφία που καταφέρνει να σώσει την παρτίδα για την ειδάλλως διάχυτη τηλεοπτικότητα.

Οι ερμηνείες κινούνται σε γενικές γραμμές στα ρηχά νερά των τηλεοπτικών -και πάλι-κλισέ. Ο Τάσος Νούσιας μοιάζει πια να δικαιούται τους απανταχού ρόλους του βαρβάτου άνδρα, τους οποίους βέβαια αποδίδει πάντα με το ίδιο ζάρωμα ανάμεσα στα φρύδια και την ίδια αυτάρεσκη πλην απόλυτα πληκτική φωνή. Οι υπόλοιποι μοιάζουν να παίρνουν τον παλμό από τον πρωταγωνιστή και να μην καταφέρνουν ποτέ να ξεφύγουν από το κλισέ της σεναριακής του δημιουργίας. Ο μόνος που βέβαια αποτελεί μια απόλυτα ευχάριστη έκπληξη είναι ο Ερρίκος Λίτσης, στον ρόλο του συντρόφου του νεαρού Αγγελιδάκη στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Τα γέλια όμως που καταφέρνει να προκαλέσει σβήνουν μπροστά στο φθηνό μελόδραμα που διαδέχεται τις σκηνές του νοσοκομείου.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ταινία με μεγαλεπήβολα σχέδια, που μοιάζουν όμως να αναλώνονται και να εξαντλούνται μέσα στα ποικίλα ευρήματα με τα οποία πασχίζει να διανθίσει την ιστορία της.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

3 Σχόλια

  1. ΣΙΝΕΧΤΥΠΗΜΕΝΟΣ 26 Νοεμβρίου 2021

    Δε δε δε το έχουμε στην Ελλάδα. Κάτι πάμε να πούμε ώρες ώρες όπως εδώ, αλλά τα προβλήματα είναι φανερά σε πολλά επίπεδα. Τον Λίτση πχ τι τον ταλαιπώρησαν αφού δεν χρειάζονταν στο σενάριο;

  2. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΒΑΜΒΑΚΙΔΟΥ 8 Νοεμβρίου 2021

    ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΧΑΡΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ 7/11/2021 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης την νέα ταινία Luger του σκηνοθέτη Κώστα Χαραλάμπους. Ο σκηνοθέτης πρωτοεμφανίστηκε το 2005, με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «Αγάπη στα 16», όπου και έλαβε το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Αργότερα εντυπωσίασε συγκρουσιακά το κοινό με την πολιτική ταινία «Δεμένη κόκκινη κλωστή» το 2011. Σήμερα πιστός στις πολιτικές και αντικαπιταλιστικές επιλογές, στην πολεμική (Luger = όπλο γερμανικό) και στη βία της πραγματικής ζωής, στις αντρίκιες κυρίαρχες ηγεμονικές μορφές των πρωταγωνιστών, που φροντίζονται και ερωτεύονται από γυναίκες, μάνες, αδελφές, κόρες μάς προσφέρει μια σύγχρονη φιλμική μυθοπλαστική και ιστορική αφήγηση με πολιτικές και κοινωνικές σημάνσεις ιστορικότητας. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν το 2018, με επίκεντρο την ανατολική Κρήτη (Κριτσά, Φουρνή) και τα τοπία της φύσης και του χωριού μας επιβάλλονται αισθητικά. Ο σπειροειδής χρόνος της φιλμικής αφήγησης μάς προσφέρεται σε διαλεκτική σύνθεση μιας σύγχρονης μικτής αφήγησης ενός documentary drama. Ο σκηνοθέτης μάς ταξιδεύει και μάς οδηγεί ως ξεναγός και γεωγράφος, ως περιηγητής που κρατά σημειώσεις και φωτογραφίζει τα δρώμενα από το 1950-1985 στην επαρχία της Κρήτης και στην μητρόπολη της Ελλάδας. Μάς μεταφέρει με τη μηχανή του χρόνου, φωτογραφικά και κινηματογραφικά, με το ασπρόμαυρο και το έγχρωμο, με τον ενδυματολογικό κώδικα, με τα πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά μονοπάτια στην τοπική και στην εθνική πολιτική ιστορία, στην κοινωνική ιστορία των ανωνύμων και επωνύμων Ελλήνων του χωριού και της πόλης των δεκαετιών 1950-1960-1985. Η ελληνική οικογενειακή και κοινοτική ιστορία μάς προσφέρεται με σαφή αισθητικά και σημειωτικά περάσματα από το φωτογραφικό ρεαλισμό, το ρομαντισμό και το συμβολισμό, αποδίδοντας το προνεωτερικό αγροτικό/κοινοτικό και μοναστηριακό παραδοσιακό ιστορικό τόπο και την μοντέρνα αστική μητρόπολη. Από την Κατοχή στην ορεινή Κρήτη, από την παιδική και σχολική ηλικία προς την ενηλικίωση των ηρώων και ηρωίδων, από την ανεμελιά, αλλά και τις ανισότητες των παιδιών προς τις ασθένειες, τις νόσους της εποχής, τους θανάτους και τις ορφάνιες. Μέσα από τις αναπαραστάσεις για την αγροτική κλειστή οικονομική κοινότητα των Κρητικών, τις συνδηλώσεις για τη δικτατορία, τις καταδηλώσεις για τα βασανιστήρια των κομμουνιστών, το αφήγημα για το πατριαρχικό και έμφυλο συγκείμενο της εποχής, προσλαμβάνουμε στοχευμένα, αλλά και με λυρισμό, με την κρητική λαλιά, με την μουσική της ταινίας και μέσα από το απέραντο γαλάζιο, τη βία και τα συγκρουσιακά τραύματα της μεταπολεμικής αντικομμουνιστικής ιστορίας. Πρόκειται για τη βία του χρήματος, τον μεγαλοαστικό μύθο και πλούτο της ενέργειας, τα ελληνικά πετρέλαια, η αγροτιά, ο εργάτης της πόλης, η πάλη των τάξεων εθνικά και υπερεθνικά. Οδηγούμαστε έτσι προς την εθνική αστική οικονομική ανάπτυξη της χώρας/ της Αθήνας μεταπολιτευτικά. Η οικογενειακή τιμή, οι παραδόσεις, η ελληνικότητα και η ιστορικότητα, η ορθοδοξία, η κλειστή οικογενειακή αυταρχική παράδοση, η "ανδρική, πατρική κλωνοποίηση" και οι συναισθηματικές εξαρτήσεις των γυναικών, των παιδιών από τους άνδρες, από την κεφαλή της οικονομικής και ερωτικής ζωής καταδηλώνονται και στη συνέχεια ακυρώνονται στη μεταμοντέρνα κοινωνική και οικονομική μικροιστορία και στις δομές της ιστορικότητας και της ταξικότητας. Ο πλούτος και η φιλοδοξία του χρήματος, τα επαγγέλματα και οι νοοτροπίες τους, η Ελλάδα και οι άλλες χώρες ως νοτιοανατολική μεσόγειος και Ευρώπη, ως ιστορικές γεωγραφίες αναδεικνύουν μεταπολεμικά τα δεσμά, τη θλίψη, την αποξένωση και την αλλοτρίωση της εργασίας και της ζωής, τον εμφύλιο της οικονομικής και πολιτικής ζωής, τη σύγκρουση των τάξεων, την τοκογλυφία και τον δωσιλογισμό σε λεπτές μυθοπλαστικές ίσως και αστυνομικές αποδόσεις με συμβολική τη βία και κυρίαρχα τον «άρτο και τα θεάματα». Η αποτυχία και η παρακμή του νεοφιλελεύθερου οικονομικού και ιδεολογικού προτάγματος τρομάζει, αιφνιδιάζει, σοκάρει αλλά και αφυπνίζει το κοινό, επαληθεύοντας τα σύγχρονα παγκοσμιοποιητικά δρώμενα. «...Αν παραβλέψουμε τα τελείως ελαστικά όρια της εργάσιμης ημέρας, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δεν βάζει καθόλου όρια στην εργάσιμη ημέρα, επομένως και στην υπερεργασία. Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη ημέρα, και αν είναι δυνατό, να κάνει τη μιαν εργάσιμη ημέρα δύο. Από την άλλη μεριά η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείνει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πουλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη ημέρα σ' ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, και τα δύο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία» Καρλ Μαρξ: ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, τ. Α΄, σελ. 246, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».