Νάπολη, δεκαετία 1980. Ένα φαινομενικά ευτυχισμένο ζευγάρι με τα δυο τους παιδιά περπατούν χαρούμενοι στα στενά της πόλης. Όμως, ο γάμος τους περνά σοβαρή κρίση. Μία ιστορία αγάπης, υποσχέσεων και προδοσίας που προσπαθεί να διερευνήσει κατά πόσο οι δεσμοί που μας ενώνουν με αυτούς που αγαπάμε παραμένουν ισχυροί με την πάροδο του χρόνου, ή μετατρέπονται σε βολικές δεσμεύσεις ριζωμένες στην καθημερινότητα.

Σκηνοθεσία:

Daniele Luchetti

Κύριοι Ρόλοι:

Alba Rohrwacher … Vanda (πριν)

Luigi Lo Cascio … Aldo (πριν)

Laura Morante … Vanda (μετά)

Silvio Orlando … Aldo (μετά)

Giovanna Mezzogiorno … Anna

Adriano Giannini … Sandro

Linda Caridi … Lidia

Francesca De Sapio … Isabella

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Daniele Luchetti, Domenico Starnone, Francesco Piccolo

Παραγωγή: Beppe Caschetto, Valentina Merli

Φωτογραφία: Ivan Casalgrandi

Μοντάζ: Ael Dallier Vega, Daniele Luchetti

Σκηνικά: Andrea Castorina

Κοστούμια: Massimo Cantini Parrini

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Lacci
  • Ελληνικός Τίτλος: Τα Κορδόνια
  • Διεθνής Τίτλος: The Ties

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Lacci του Domenico Starnone.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Alba Rohrwacher), δεύτερο αντρικό ρόλο (Silvio Orlando) και σενάριο στα David di Donatello.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία άνοιξε εκτός συναγωνισμού το 77ο φεστιβάλ Βενετίας, και έγινε η πρώτη ιταλική ταινία μετά το 2009 που είχε αυτή την τιμή.
  • Ο Daniele Luchetti διασκευάζει για δεύτερη φορά βιβλίο του Domenico Starnone, μετά το 1995 και το La Scuola. Και εκεί πρωταγωνιστής ήταν ο Silvio Orlando.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 19/5/2022

Έχει μια ενδιαφέρουσα δομή αυτή η ματιά του Daniele Luchetti σε μια οικογένεια που κουβαλάει τραύματα σε βάθος χρόνου, αλλά τα περισσότερα συμπεράσματα που εξάγονται έχουν ειπωθεί και άλλες φορές, και πιο διεξοδικά μάλιστα. Τουλάχιστον ο ιταλός κινηματογραφιστής δεν πέφτει στην παγίδα της νοσταλγίας στο παρελθοντικό κομμάτι της αφήγησής του, ούτε αποσπάται η προσοχή του από το να αναπαραστήσει άψογα την εποχή. Η εστίαση μένει από την αρχή μέχρι το τέλος στους χαρακτήρες (ακόμη και η πολιτική μένει εκτός κάδρου, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα της κινηματογραφίας της χώρας), και αυτό προσμετράται σίγουρα στα θετικά. Κι ενώ σε κάποια σημεία το σενάριο μοιάζει να παίρνει τη θέση της μίας πλευράς ή της άλλης, υπάρχουν εξισορροπητικά στοιχεία που τελικά καθιστούν μάλλον ακριβοδίκαιη την οπτική του Luchetti, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει και να εξηγήσει κίνητρα και συμπεριφορές και όχι να επικρίνει.

Η ψυχογράφηση των ηρώων, αν και είναι λεπτομερής, πατάει ταυτόχρονα πάνω σε δοκιμασμένα σχήματα των δραμάτων με οικογενειακές κρίσεις, κάποια εκ των οποίων έχουν ξεπεραστεί. Ίσως να ξεφεύγει πραγματικά μόνο στην περίπτωση του πατέρα, σκιαγραφώντας ένα προφίλ που είναι σχετικά μακριά από τα στερεότυπα που κακώς έχουν επικρατήσει στον κινηματογράφο για τον μέσο Ιταλό. Φάουλ είναι πως δεν δίνεται αρκετός χώρος στη μεγάλη εικόνα και για τα παιδιά, με εξαίρεση την κορύφωση του φινάλε, που, αν κι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αφήνει ταυτόχρονα την αίσθηση πως προσπαθεί να «στριμώξει» σε ελάχιστο χρόνο πληροφορίες που δεν μεταδόθηκαν προηγουμένως. Και, για να λέγονται όλα, το κομμάτι της πλοκής που αναφέρεται στο παρελθόν υπερέχει πολύ δραματουργικά αυτού που διαδραματίζεται στο παρόν, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια κάποια ποιοτική ανισοκατανομή.

Παρότι η πρωτογενής πηγή είναι λογοτεχνικής φύσεως, υπάρχει μια διάχυτη θεατρικότητα στο πώς ξετυλίγεται η δράση, που ενισχύει μεν τους χαρακτήρες αλλά αποδυναμώνει και την εικονογραφία. Ευτυχώς, η φωτογραφία του Ivan Casalgrandi ενισχύει τον συγκεκριμένο τομέα, ειδικά με τα γλυκά χρώματα που επικρατούν στα αποσπάσματα που εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.

Συμβαίνει και κάτι σπάνιο: οι ηθοποιοί που αναλαμβάνουν να ερμηνεύσουν το πρωταγωνιστικό ντουέτο σε πιο νεαρή ηλικία είναι ανώτεροι από αυτούς που καλούνται να ενσαρκώσουν τις γηραιότερες εκδοχές τους. Αυτό δεν σημαίνει πως οι Laura Morante και Silvio Orlando δεν αποδίδουν τα πρόσωπα που υποδύονται με τη μεστότητα ενός βετεράνου. Απλά, στο φινάλε, περισσότερο μένουν στο νου τόσο ο χαμηλών τόνων Aldo του Luigi Lo Cascio όσο και η συναισθηματικά τρικυμιώδης Vanda της Alba Rohrwacher, η οποία με αθόρυβο τρόπο και σε βάθος χρόνου έχει καταξιωθεί ως ένα από τα καλύτερα ονόματα του χώρου της, ίσως όχι μόνο εντός Ιταλίας αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη σ’ έναν βαθμό.

Οι τελικές εντυπώσεις είναι ανάμικτες, αλλά αυτό που προκύπτει παρακολουθείται σίγουρα με ενδιαφέρον. Ναι, κάποιες νότες είναι μπανάλ, όμως ουκ ολίγες φορές ο Luchetti «αλιεύει» μερικές αλήθειες για τις ενδοοικογενειακές δυναμικές, όπως και για το πώς λειτουργεί η αγάπη εντός αυτών των πλαισίων. Διστάζει να βουτήξει πραγματικά στα βαθιά, γεγονός που του κοστίζει, ακόμη κι έτσι όμως καταλήγει μ’ ένα φιλμ που, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, δεν λέει ψέματα. Και αυτό δεν είναι λίγο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *