Όταν ο ντροπαλός Κρίστιαν χάνει τη δουλειά του, βρίσκει καινούργια δουλειά στο τοπικό σουπερμάρκετ. Ο Μπρούνο, υπεύθυνος στον διάδρομο των ποτών, τον παίρνει υπό την προστασία του και του δείχνει τα κόλπα της δουλειάς. Στους διαδρόμους, ο Κρίστιαν θα συναντήσει τη Μάριον, υπεύθυνη του διαδρόμου των γλυκών. Η μυστηριώδης αύρα της τον συνεπαίρνει και την ερωτεύεται στιγμιαία. Στη μηχανή του καφέ συναντιούνται καθημερινά κι εκεί αρχίζουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Εκείνη όμως είναι παντρεμένη κι ο έρωτάς του δείχνει αδιέξοδος. Ώσπου μια μέρα, η Μάριον δεν εμφανίζεται στη δουλειά της.

Σκηνοθεσία:

Thomas Stuber

Κύριοι Ρόλοι:

Franz Rogowski … Christian Gruvert

Sandra Huller … Marion Koch

Peter Kurth … Bruno

Henning Peker … Wolfgang

Ramona Kunze-Libnow … Irina

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Thomas Stuber, Clemens Meyer

Παραγωγή: Jochen Laube, Fabian Maubach

Φωτογραφία: Peter Matjasko

Μοντάζ: Kaya Inan

Σκηνικά: Jenny Rosler

Κοστούμια: Juliane Maier, Christian Rohrs

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: In den Gangen
  • Ελληνικός Τίτλος: Στους Διαδρόμους
  • Διεθνής Τίτλος: In the Aisles

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: In den Gangen του Clemens Meyer (από το βιβλίο Die Nacht, die Lichter).

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο οικουμενικής επιτροπής.
  • Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Franz Rogowski) στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Sandra Huller) και φωτογραφία.
  • Βραβείο σεναρίου και βραβείο της ΠΕΚΚ στο φεστιβάλ Αθηνών.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 22/1/2019

Το καουρισμακικό ύφος, που συνοψίζεται στα εσωτερικευμένα συναισθήματα και το σαφές μεν αλλά σιωπηλά διατυπωμένο πολιτικοκοινωνικό μήνυμα, συνεχίζει να εξάγεται και πέραν του σκανδιναβικού μπλοκ όπως αποδεικνύει το τρυφερό αυτό φιλμ από τη Γερμανία. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός πως το κωμικό στοιχείο εδώ είναι ακόμη πιο λεπτό και υποδόριο (χωρίς αυτό να σημαίνει και πιο εύστοχο ή καλύτερο γενικότερα) από αυτό του καταξιωμένου φινλανδού δημιουργού και πως όσο προχωράει η πλοκή αυτό παραμερίζεται εσκεμμένα όλο και περισσότερο για να αναδειχθεί μια πιο σοβαρή πλευρά που τελικά επικρατεί. Υπάρχει σίγουρα πολύ «ψωμί» σε επίπεδο κοινωνικού προβληματισμού, που κινείται στο ευρύτερο πλαίσιο μιας Γερμανίας που ναι μεν βγάζει προς τα έξω την εικόνα μιας πανίσχυρης, αδιαμφισβήτητης οικονομικής δύναμης στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και παγκοσμίως αλλά κάτω από το χαλί κρύβει μια κοινωνία γεμάτη ανισότητες μεταξύ των διάφορων ομάδων των πολιτών της σε βιοτικό επίπεδο και δυσκολίες προσαρμογής, που σε μεγάλο βαθμό οφείλονται και στο ανεπούλωτο ακόμη τραύμα της διχοτόμησης της χώρας, τουλάχιστον για όσους πρόλαβαν να το ζήσουν. Όλη αυτή η απεικόνιση γίνεται με εξαιρετικά διακριτικό τρόπο, δίχως να δίνει την αίσθηση μιας πομπώδους και διδακτικής πολιτικής τοποθέτησης μιας και το σενάριο βάζει σε προτεραιότητα τις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων. Οι κοινωνικές σημάνσεις υπάρχουν και φαίνονται καθαρά, αλλά πάντα βρίσκονται στο φόντο χωρίς να υπερκαλύπτουν τους ήρωες.

Παρόλο που η κινηματογράφηση φαινομενικά αποστασιοποιεί και αποφεύγει τη συγκινησιακή φόρτιση ακόμη και σε σημεία που θα «σήκωναν» μια τέτοια μεταχείριση (ιδιαίτερα μελετημένα τα μεγάλου εύρους κάδρα που με τη συμμετρία τους συμβολίζουν και την καλοστημένη βιτρίνα που προσπαθεί να προωθήσει ως πραγματική απεικόνιση της εσωτερικής της κατάστασης), είναι ακριβώς αυτή η ψύχραιμη ματιά και η μετρημένη δοσολογία συναισθημάτων που καθιστούν το σύνολο πιο ειλικρινές και πιο λεπτεπίλεπτο σε επίπεδο καταγραφής και δίνουν μεγαλύτερη αξία στις σκηνές που «σπάνε» το κλίμα που γενικά επικρατεί. Ίσως τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το φιλμ να εξάγονταν και με μεγαλύτερη οικονομία σε κινηματογραφικό χρόνο (δεδομένου του ότι λίγα συμβαίνουν εδώ, οι δυο ώρες ίσως να μπορούσαν να περικοπούν σε μια διάρκεια ελαφρώς πάνω από μιάμιση ώρα) και αυτό να οδηγούσε σε μια νοηματική συμπύκνωση από την οποία θα προέκυπτε μεγαλύτερο όφελος για τον θεατή μιας και τα μηνύματα θα αναδεικνύονταν καλύτερα. Ακόμη κι έτσι, τα όσα έχει να πει το σενάριο αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα διατυπώνει επιβεβαιώνουν την ήρεμη δύναμη του γερμανικού κινηματογράφου όταν αποφασίζει να στρέψει τον καθρέφτη προς την κατεύθυνση της κοινωνίας από την οποία πηγάζει.

Ειδικής μνείας αξίζει η Sandra Huller η οποία δύο χρόνια μετά την πολυδιάστατη, αριστοτεχνική ερμηνεία της στο «Toni Erdmann», που δεν έλαβε τη δέουσα αναγνώριση από το ίδιο σινεφίλ κύκλωμα που αγάπησε το συγκεκριμένο φιλμ, παραδίδει εδώ κάτι εντελώς διαφορετικό, πλήρως συντονισμένη στο εσωστρεφές ύφος του Stuber, ταυτόχρονα όμως ξεχωρίζοντας σαν ένας πομπός χαμηλότονης θετικότητας που προσφέρει τη λύτρωση σε πολλά μικρά πακέτα, λειτουργώντας ως το τέλειο αντίβαρο στους πιο μελαγχολικούς συμπρωταγωνιστές της. Πολλές φορές μοιάζει σαν να θέλει να ξεπροβάλλει από το «κέλυφος» του σεναρίου κάτι που να μοιάζει με αμερικάνικη δραμεντί, ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Το «Στους Διαδρόμους» είναι από την αρχή μέχρι το τέλος όσο διακριτικά ευαίσθητο και οξυδερκές θα περίμενε κανείς από μια δημιουργία της αποκαλούμενης «βερολινέζικης σχολής», και ακόμη και αν τα πορίσματα στα οποία καταλήγει δεν ανήκουν σε μια εξίσου υψηλή συνομοταξία νοημάτων όπως αυτή των καλύτερων στιγμών για παράδειγμα ενός Petzold ή μιας Ade ή έχουν ξαναειπωθεί πιο εύστοχα, η αλήθεια που βρίσκεται στις αναπαραστάσεις βιωμάτων που υπάρχουν εδώ αρκεί για να καταστήσει τη φωνή της συγκεκριμένης ταινίας απαραίτητη προσθήκη στον μεγάλο «μπουφέ» της σύγχρονης ευρωπαϊκής κινηματογραφικής παραγωγής που ευτυχώς αφουγκράζεται ακόμη τα λεπτά ζητήματα του κοινωνικού περιβάλλοντος εντός του οποίου διαμορφώνεται.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *