Η Άνια και ο Τόμας ζουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, απορροφημένοι και οι δύο στις δημιουργικές καριέρες τους. Όταν όμως η Άνια λαμβάνει μια σοκαριστική ιατρική διάγνωση, η ζωή τους διαλύεται και φέρνει στην επιφάνεια την παραμελημένη τους αγάπη. Η Άνια, μόνη με τη θλίψη και τους φόβους της, συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται την πλήρη στήριξη και βοήθεια του Τόμας. Ξεκινούν και οι δύο μαζί ένα δύσκολο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και τον σύντροφό τους ξανά.
Σκηνοθεσία:
Maria Sodahl
Κύριοι Ρόλοι:
Andrea Braein Hovig … Anja
Stellan Skarsgard … Tomas
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Maria Sodahl
Παραγωγή: Thomas Robsahm
Φωτογραφία: Manuel Alberto Claro
Μοντάζ: Christian Siebenherz
Σκηνικά: Jorgen Stangebye Larsen
Κοστούμια: Ellen Daehli Ystehede
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Hap
- Ελληνικός Τίτλος: Ελπίδα
- Διεθνής Τίτλος: Hope
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Andrea Braein Hovig) και σκηνικών στα Amanda, τα εθνικά βραβεία της Νορβηγίας. Υποψήφιο σε ακόμα 6 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Βραβείο Label Europa Cinemas στο φεστιβάλ Βερολίνου.
- Υποψήφιο για σκηνοθεσία και γυναικεία ερμηνεία (Andrea Braein Hovig) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Επίσημη πρόταση της Νορβηγίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έφτασε ως τις 15 επιλαχούσες.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/12/2021
Βιωματικό το φιλμ της Maria Sodahl (διαγνώστηκε και η ίδια με καρκίνο το 2012, καταφέρνοντας τελικά να υπερνικήσει την ασθένεια), για αυτό και «κουβαλά» ένα βάρος διαφορετικό από μια απλή, αποστασιοποιημένη παρατήρηση της συγκεκριμένης θεματικής. Είναι η ιερή (sic) προσπάθεια μιας δημιουργού να κοιτάξει στα μάτια μία από τις πιο επίπονες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος, να ξαναζήσει ένα προς ένα κάθε επώδυνο συναίσθημα και να αντέξει να βγει στην άλλη όχθη λυτρωμένη. Εν ολίγοις, το σινεμά ως αυτοψυχοθεραπεία. Που όμως συμπεριλαμβάνει και τον θεατή, κάνοντάς τον κοινωνό σε αυτή την εσωτερική διαδικασία, και παράλληλα στρέφοντας έναν νοητό καθρέφτη προς το μέρος του, βάζοντας δύσκολα ερωτήματα στον ίδιο ως προς την πιθανή του αντίδραση σε μια τέτοια κατάσταση.
Θα μπορούσε κάποιος να προβάλει ως ένσταση το γεγονός πως η «Ελπίδα» είναι ένα φιλμ που βλέπει το ζήτημα του καρκίνου υπό ένα πολύ συγκεκριμένο πρίσμα, ήτοι εκείνο ενός ευκατάστατου μεσο-μεγαλοαστού, προσπερνώντας από νωρίς και με ευκολία προβλήματα που θα προέκυπταν στην ίδια συνθήκη σε άλλες κοινωνικές τάξεις. Δεδομένης όμως της τόσο προσωπικής φύσης της ιστορίας για τη Sodahl και της τόσο αυθεντικά ενδοσκοπικής διάθεσης, μια τέτοιου τύπου κριτική θα ήταν τοξική, μικρόψυχη και σίγουρα εκτός θέματος. Η σκηνοθέτις και σεναριογράφος απλά αποτυπώνει στο πανί τη δική της αλήθεια, με ειλικρίνεια αφοπλιστική. Έρχεται δε τόσο κοντά στην ηρωίδα και alter-ego της, που το κοινό είναι αδύνατον να μη νιώσει ταύτιση σχετικά με κάποιες έστω πτυχές της, ακόμη και η μερίδα του εκείνη που δεν έχει τύχει να βρεθεί ποτέ, ούτε σε οικογενειακό επίπεδο, στην τραγική κατάσταση την οποία αντιμετωπίζει.
Πρόκειται κατά βάση για μια προσβάσιμη δημιουργία, που αναπτύσσει την προβληματική της με μια προσγειωμένη ματιά, επιθυμώντας να απευθυνθεί με τρόπο άμεσο στον θεατή, με κώδικες προσιτούς. Πετάει από τα αποδυτήρια τον μελοδραματισμό στα σκουπίδια, για χάρη μιας πιο ωμής κι ενήλικης συναισθηματικής προσέγγισης (συγκλονιστική η σκηνή της συνεύρεσης που διακόπτεται), που δεν φοβάται να «απογυμνώσει» ενίοτε τους χαρακτήρες της. Δεν ξεχνάει σε κανένα σημείο στην πορεία της πως εκτός από ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα μιας γυναίκας στα άκρα των αντοχών της, είναι ταυτόχρονα και μια καλοδουλεμένη μελέτη μιας συζυγικής σχέσης που δοκιμάζεται κι επανεξετάζεται σε εντελώς καινούρια πλαίσια. Και τελικά είναι αυτή η άρνηση της νορβηγίδας κινηματογραφίστριας να «γυαλίσει» τα δρώμενα ως προς την ουσία τους, σε συνδυασμό με τη γενικότερη ωριμότητα με την οποία τα αντιμετωπίζει, που οδηγεί σε γνήσια συγκίνηση.
Αγγίζονται εδώ στον ίδιο βαθμό τα επίπεδα υψηλής τέχνης που άγγιζε, ενδεικτικά, ένας Haneke στην «Αγάπη» που καταπιανόταν επίσης με την επίδραση μιας σοβαρής ασθένειας στη σχέση ενός αντρόγυνου; Ίσως όχι, αλλά η σύγκριση αδικεί μια ταινία με πολλά χαρίσματα. Και ακόμη και αν δεν φτάνει στα ίδια βάθη με το εν λόγω αριστούργημα, η «Ελπίδα» διαθέτει και αυτή μια φιλοσοφική και στοχαστική διάθεση, που αντιλαμβάνεται την ύπαρξη κυρίως μέσα από τους κοινωνικούς της ρόλους. Η κινηματογράφηση με τη σειρά της υπογραμμίζει τις προτεραιότητες του σεναρίου, στην κορυφή των οποίων βρίσκονται φυσικά οι ηθοποιοί. Η Sodahl πολύ σοφά επιλέγει να αφήσει στην άκρη «θορυβώδη» στιλιστικά κόλπα (υπάρχουν βέβαια και κάποιες τρόπον τινά υπερβατικές πινελιές, όπως στο φινάλε για παράδειγμα) προκειμένου να «αναπνεύσει» το δράμα μέσω των ερμηνευτών της.
Κουβαλώντας την ευθύνη της πρωταγωνίστριας, η Andrea Braein Hovig πραγματικά αριστεύει. Ο τρόπος με τον οποίο πηγαινοέρχεται από την εγκράτεια και την ψυχραιμία στην εκδηλωτικότητα και την απόγνωση όχι μόνο είναι μαεστρικός τεχνικά, αλλά λειτουργεί και ως πλάγιο σχόλιο πάνω στην εμμονή του σκανδιναβικού μοντέλου με το «φαίνεσθαι». Ταυτόχρονα, δεν φοβάται το τσαλάκωμα, την έκθεση, τους μανιερισμούς εκείνους που θα την αποστασιοποιήσουν από μια κακώς εννοούμενη ωραιοποίηση του μαρτυρίου της ηρωίδας της. Στα δε ξεσπάσματά της, η ένταση είναι τέτοια που διαπερνάει κάθε είδους αντίσταση. Από κοντά κι ένας Stellan Skarsgard υποδειγματικά συμπληρωματικός, όπως συνήθως, που όμως την ίδια στιγμή έχει και την αυτονομία του, φροντίζοντας και να «σπάσει» όσο μπορεί ανά σημεία και το κλισέ τού πάντοτε υποδειγματικά υπομονετικού συζύγου. Πλάθει έτσι έναν ρόλο ρεαλιστικό, που λόγω αυτού του γνωρίσματος καταφέρνει και σιγοντάρει πολύ αποτελεσματικά τη συγκίνηση που εκπορεύεται κυρίως από τη συμπρωταγωνίστριά του.
Εντέλει, ένα δράμα στιβαρό, που περνάει μέσα από πολλές διακυμάνσεις, έχοντας πάντα ως άξονα μια γυναίκα πολυδιάστατη, που σεναριακά αρνείται να μπει κάτω από βολικές ταμπέλες. Για αυτό και η πορεία της παρακολουθείται όχι απλά με ενδιαφέρον, αλλά με αμείωτη αφοσίωση.
Βαθμολογία: