Έχοντας μόλις συλληφθεί, ο Ντάγκλας ανοίγει την καρδιά του για να πει τη συγκινητική ιστορία της ζωής του. Ως επιζών ενός παιδικού τραύματος, με έναν βίαιο πατέρα που τον αναγκάζει να ζει στο οικογενειακό ρείθρο, αναπτύσσει έναν πολύ μεγάλο δεσμό με τα σκυλιά. Από αυτή την κόλαση, ανακαλύπτει την αγάπη, το θέατρο και τα καμπαρέ, αλλά και την αδικία και την απογοήτευση του ανθρώπινου κόσμου. Σε μια ζωή που έχει ραγίσει χιλιάδες φορές, η αγάπη ενός σκύλου μόνο μπορεί να φέρει τη σωτηρία.

Σκηνοθεσία:

Luc Besson

Κύριοι Ρόλοι:

Caleb Landry Jones … Douglas Munrow

Jojo T. Gibbs … Evelyn

Christopher Denham … Ackerman

Clemens Schick … Mike Munrow

Grace Palma … Salma

Michael Garza … Juan

Alexander Settineri … Richie Munrow

Marisa Berenson … η αριστοκράτισσα

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Luc Besson

Παραγωγή: Virginie Besson-Silla, Steve Rabineau

Μουσική: Eric Serra

Φωτογραφία: Colin Wandersman

Μοντάζ: Julien Rey

Σκηνικά: Hugues Tissandier

Κοστούμια: Corinne Bruand

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: DogMan
  • Ελληνικός Τίτλος: DogMan

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Ο Luc Besson εμπνεύστηκε εν μέρει την ιστορία του από ένα άρθρο που μιλούσε για μια γαλλική οικογένεια που είχαν κλείσει το 5χρονο παιδί τους σε κλουβί.
  • Πρώτη φορά που ταινία του Luc Besson επιλέγεται για το διαγωνιστικό τμήμα ενός εκ των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών φεστιβάλ.
  • Επιστροφή του Besson στη σκηνοθεσία μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας.
  • Γυρίστηκε σε virtual στούντιο στη Γαλλία και στους δρόμους του Νιου Τζέρσεϊ.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 11/10/2023

Δεν περίμενα ποτέ ότι ο Λικ Μπεσόν, ο γάλλος δημιουργός που κατέκτησε το χολιγουντιανό και παγκόσμιο στερέωμα με την προσωπική του ιδιοσυγκρασία και ομολογουμένως είχε χάσει το μαγικό του άγγιγμα στην πορεία, θα παρέδιδε σήμερα στα 64 χρόνια του ένα τόσο σαγηνευτικό και τρυφερό κατασκεύασμα που μοιάζει να συγκεντρώνει με τη μεγαλύτερη δυνατή μαεστρία όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν διάσπαρτα στη φιλμογραφία του για να παρουσιάσει μια φαντασιακή βιογραφία.

Αν η ταινία για την Εντίθ Πιαφ ονομαζόταν “Ζωή σαν Τριαντάφυλλο”, αυτή θα μπορούσε να λεγόταν “Ζωή σαν Παραμύθι”. Αναφέρομαι φυσικά στη σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής τραγουδάει playback σε drag-show το “La Foule” της θρυλικής αοιδού, σε μια μαγευτική σκηνή που αποτελεί μόνο μία από τις αμέτρητες που απαρτίζουν αυτή την τόσο αντισυμβατική στο περιεχόμενό της ταινία.

Στην εναρκτήρια σκηνή, η αστυνομία συλλαμβάνει έναν ανάπηρο και ματωμένο άντρα ντυμένο Μέριλιν Μονρόε που οδηγεί ένα φορτηγό γεμάτο σκυλιά και αναθέτει σε μια ψυχίατρο με τα δικά της προσωπικά προβλήματα να ξεκλειδώσει το μυστήριο που καλύπτει την ιστορία του. Έτσι, ο Ντάγκλας τής αφηγείται τη ζωή του, μια ζωή τόσο αλλοπρόσαλλη και τραγική που ο Μπεσόν αποδίδει με μεγάλο ρεαλισμό στη σκηνοθετική τεχνική του κάνοντάς την να πατάει ακλόνητα στην πραγματικότητα αξιοποιώντας το μέσο του αναξιόπιστου αφηγητή για να την κάνει πιστευτή, μετατρέποντας τις υπερβολές και τα αφύσικα στοιχεία σε μια μαγευτική παραμυθένια αφήγηση. Η εικαστική όψη του σύγχρονου κόσμου δίνει τη θέση της σε μια αισθητική που πηγάζει από τα 90s για να αποδώσει ένα παρελθόν αλλοιωμένο από διαταραγμένες αναμνήσεις και ένα παρόν που περισσότερο εκφράζει την απόδοσή του στην οπτική του κεντρικού χαρακτήρα.

Ο Μπεσόν διατηρεί μια ενιαία σκηνοθετική γραμμή για να παρουσιάσει ένα ευρύ φάσμα περιεχομένου που περιλαμβάνει ένα ακραίο κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, τη ζωή σε ένα drag-show κέντρο διασκέδασης, περίπλοκες ληστείες σπιτιών από σκυλιά, ένα αστυνομικό μυστήριο, εκφοβισμό από μαφιόζους και αυτά είναι μόνο τα μισά. Στο κέντρο όλων αυτών βρίσκεται ο Ντάγκλας, τον οποίο υποδύεται ο Caleb Landry Jones, που δεν μπορώ να τονίσω με λέξεις το πόσο εξαιρετική είναι η ερμηνεία που δίνει. Παρακολουθούμε τη μεταμόρφωση του Ντάγκλας από παιδί μέχρι σήμερα, τον βαθύ και στα όρια του μεταφυσικού σύνδεσμο που έχει με τα σκυλιά και πώς έφτασε στο σημείο να ζει στα κρυφά εντός μιας κοινωνίας που τον έχει εκτοπίσει, λαμβάνοντας μια υπόσταση που συνδυάζει το υπερηρωικό στοιχείο -το προσωνύμιό του ως Dogman θυμίζει κάτι τέτοιο- με τη μυθική διάσταση ενός Φαντάσματος της Όπερας που εκδικείται όποιον δεν υπακούσει στις εντολές του. Φυσικά δεν πρόκειται για έναν εκδικητή με αίσθημα ευθύνης, αλλά για έναν αθεράπευτα πληγωμένο άνθρωπο που παρόλα αυτά είναι διατεθειμένος να θέσει σε κίνδυνο τον εαυτό του για να βοηθήσει τους μετρημένους στα δάχτυλα ανθρώπους που απλώς του έδειξαν λίγη κοινή καλοσύνη.

Είναι μια υπερβολικά περίπλοκη σύμπραξη ακραία διαφορετικών ατμοσφαιρών, που από τη μία ο Μπεσόν επιτυγχάνει με εικόνες απερίγραπτης ομορφιάς και από την άλλη ο Λάντρι Τζόουνς αποδίδει με ανεπιτήδευτα ειλικρινές ερμηνευτικό βάθος το πορτρέτο ενός τρυφερού και συνάμα απειλητικού χαρακτήρα που επιβιώνει χάρη στα ασυνήθιστα ταλέντα του. Και δίνει την ευκαιρία στην κορύφωση να εκδηλώσει ο Μπεσόν ένα καταιγιστικό κομμάτι δράσης επαναφέροντας το μαγικό άγγιγμά του.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 Σχόλια

  1. Χρυσόστομος Λακταρίδης 14 Οκτωβρίου 2023

    Προφανώς είδαμε διαφορετικές ταινίες, καθώς για μένα ήταν στα όρια του ανεκτού, όπως οι περισσότερες δουλειές του Μπεσόν, άλλωστε.