Ο αστυνομικός 663 προσπαθεί να ξεπεράσει τον χωρισμό με την κοπέλα του. Από την άλλη μια μυστηριώδης γυναίκα με ξανθιά περούκα έχει ύποπτες δοσοληψίες με μια ομάδα ινδών μεταναστών, τους οποίους χρησιμοποιεί σαν βαποράκια. Μια νύχτα συναντιούνται σε ένα μπαρ με τον αστυνομικό και αποφασίζουν να περάσουν τη νύχτα μαζί. Το μόνο όμως που γίνεται, είναι εκείνη να κοιμηθεί κι εκείνος να κάθεται να τρώει σαλάτες…

Σκηνοθεσία:

Kar-Wai Wong

Κύριοι Ρόλοι:

Brigitte Lin … η γυναίκα με την ξανθιά περούκα

Tony Chiu-Wai Leung … αστυνομικός 663

Faye Wong … Faye

Takeshi Kaneshiro … He Zhiwu (αστυνομικός 223)

Valerie Chow … η αεροσυνοδός

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Kar-Wai Wong

Παραγωγή: Yi-kan Chan, Jeffrey Lau

Μουσική: Frankie Chan, Roel A. Garcia

Φωτογραφία: Christopher Doyle, Andrew Lau

Μοντάζ: William Chang, Kit-Wai Kai, Chi-Leung Kwong

Σκηνικά: William Chang

Κοστούμια: William Chang, Hui-Ming Yao

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Chung Hing Sam Lam
  • Ελληνικός Τίτλος: Chungking Express
  • Διεθνής Τίτλος: Chungking Express
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Chung King Express
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Chongqing Senlin [μανδαρινικά]
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Hong Kong Express [Ευρώπη]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Το Δάσος του Chungking [φεστιβάλ]

Κύριες Διακρίσεις

  • Καλύτερη ταινία και τρία ακόμα βραβεία στα εθνικά βραβεία του Χονγκ Κονγκ.
  • Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Faye Wong) στο φεστιβάλ Στοκχόλμης.

Παραλειπόμενα

  • Το Chungking είναι αναφορά σε συνοικία του Χονγκ, όπου και μεγάλωσε ο σκηνοθέτης. Όσο για το δεύτερο συνθετικό του τίτλου, αυτό είναι αναφορά στο υπαίθριο ταχυφαγείο Midnight Express στο κέντρο της μεγαλούπολης.
  • Ο Kar-Wai Wong είχε δηλώσει πως όταν τελείωσε τη wuxia ταινία Στάχτες του Χρόνου (1994) δεν είχε κάτι να κάνει, και απλά ακολούθησε το ένστικτο του.
  • Το σενάριο δεν ήταν ολοκληρωμένο την ημέρα έναρξης των γυρισμάτων. Ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη, με το δεύτερο να γράφεται μέσα σε μία ημέρα. Το τρίτο μέρος όμως κόπηκε, μια και ο δημιουργός θεώρησε πως θα μεγάλωνε υπερβολικά το φιλμ. Δεν χαραμίστηκε όμως καθόλου, μια κι έγινε ξεχωριστή ταινία ως Έκπτωτοι Άγγελοι (1995), η οποία γύρισε ακριβώς μετά.
  • Τη διανομή στις ΗΠΑ ανέλαβε ο Quentin Tarantino με την εταιρία του, Rolling Thunder (που δεν έμεινε ανοιχτή για πολύ), κάτω από την εποπτεία της Miramax.
  • Το φιλμ υποδέχτηκαν θετικά οι κριτικοί, ενώ ανάμεσα τους ήταν κι αρκετοί ενθουσιασμένοι. Ήταν και η ταινία που σύστησε τη θεματική που θα ακολουθούσε έκτοτε ο Kar-Wai Wong, και τον καταξίωσε παγκοσμίως.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Στο πρώτο κεφάλαιο βασικό ρόλο παίζει το Baroque του Michael Galasso, που ακούγεται δύο φορές. Στο δεύτερο, ξεχωριστό ρόλο έχει το κλασικό California Dreamin’ των The Mamas & the Papas.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 28/5/2021

Το φιλμ που έκανε τον Wong Kar-wai γνωστό στη Δύση, με την πολύτιμη βοήθεια του Tarantino όσον αφορά τη διανομή του στη Βόρεια Αμερική, έκανε εξαγωγή ενός ιδιαίτερου, εξαιρετικά γοητευτικού ύφους με μια μεγάλη γκάμα επιρροών: από έναν αυθορμητισμό και μια στιλιστική προσέγγιση με ρίζες στον Godard (ειδικά η πρωτοποριακή τεχνική του step-printing σε κάποιες σκηνές παραπέμπει οπτικά στα jump-cut του θρυλικού Γάλλου) μέχρι μια αστική μελαγχολία, γεμάτη νέον φωτισμούς, που στηρίζεται στην αισθητική δημιουργών όπως οι Michael Mann και Ridley Scott, την οποία οι ίδιοι ανέπτυξαν τη δεκαετία του 1980. Πρωτίστως, όμως, το «Chungking Express» το διατρέχει ένας εντελώς ξεχωριστός, sui-generis ρομαντισμός, μοντέρνος και βασισμένος σε αντισυμβατικές συμπεριφορές, έχοντας όμως και μια απροσδιόριστη νοσταλγία για μέρη κι εποχές που συχνά δεν έχουν βιώσει καν οι ήρωες, προσγειωμένος, αγνός, αυθεντικός και τρόπον τινά μπλαζέ ταυτόχρονα, που θα κατοχυρωνόταν ως σήμα κατατεθέν του δημιουργού του και που θα αποτελούσε πρότυπο για μια πληθώρα κινηματογραφιστών αργότερα, από τον Michel Gondry και τον Tom Ford μέχρι τον Drake Doremus.

Μέσα από δύο ιστορίες (διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά και με κοινά σημεία), που εκτυλίσσονται στο ίδιο φόντο, το σενάριο μελετά τη φευγαλέα φύση του έρωτα, τη ρομαντική εμμονή και το μεταιχμιακό συναισθηματικά ηλικιακό σημείο της νιότης, στο οποίο αντιμάχονται η χαρά για τη ζωή με τη μελαγχολία λόγω του ερχομού της ενηλικίωσης. Παράλληλα αναπτύσσει κι ένα έμμεσο πολιτικό σχόλιο, σκιαγραφώντας το πορτρέτο μιας κοινωνίας που μπορεί να βρίσκεται φαινομενικά κάτω από την ομπρέλα της δυτικής ευημερίας (τότε άλλωστε το Χονγκ Κονγκ ήταν ακόμη υπό τη διοίκηση του Ηνωμένου Βασιλείου), στην πραγματικότητα όμως δεν ξεφεύγει από την εικόνα του προτεκτοράτου που μαστίζεται από τα δικά του προβλήματα και που αποτελείται από ανθρώπους που είναι μετέωροι μεταξύ της αποδοχής μιας ζωής δεύτερης κατηγορίας, που απλά κοπιάρει με άτσαλο και παραπλανητικό τρόπο πρότυπα του αποκαλούμενου «ανεπτυγμένου κόσμου», και της άκαρπης ονειροπόλησης για κάτι διαφορετικό κάπου μακριά. Αυτές οι θεματικές υπογραμμίζονται έντονα κι από το σάουντρακ, με την επαναλαμβανόμενη χρήση του «California Dreamin’» ειδικά να αποτελεί μια συνεχή γλυκόπικρη υπενθύμιση των χιμαιρικών επιθυμιών της ηρωίδας της Faye Wong, και την καντονέζικη διασκευή του «Dreams» των The Cranberries, ως σημείο συνάντησης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, να συμβολίζει την εξεύρεση μιας μέσης οδού μεταξύ των ονείρων για φυγή και του συμβιβασμού με μια μίζερη ρουτίνα, μέσω του συναισθήματος. Για αυτό ίσως και οι χαρακτήρες καταλήγουν να αγαπήσουν τόσο παθιασμένα και κόντρα στη λογική κατά τη διάρκεια του φιλμ: μπορεί και να μην υπάρχει καλύτερη διέξοδος από την καθημερινότητα εντός των συγκεκριμένων πλαισίων. Κι ενώ αυτή τους η απόφαση φαντάζει απεγνωσμένη, τελικά ο Kar-wai τούς δωρίζει τη λύτρωση με τη λήξη της κινηματογραφικής τους διαδρομής, με διαφορετικό τρόπο στον καθένα τους, κλείνοντας την ιστορία του με μια αναζωογονητική αισιοδοξία που φαντάζει απόλυτα δικαιολογημένη.

Ένα από τα σημαντικότερα συστατικά της επιτυχίας του συνόλου είναι το πόσο έξυπνα παίζει το όραμα του σκηνοθέτη και σεναριογράφου με τις προσδοκίες του θεατή, καθώς και με πεποιθήσεις που ενδέχεται να έχουν τη βαρύτητα θέσφατου μέσα του. Μια femme-fatale, που αντί να παγιδεύει τους άλλους βρίσκεται η ίδια μπλεγμένη σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, και που μάλιστα προχωρά σε μια χειρονομία καλοσύνης προς έναν εκ των βασικών ηρώων, κόντρα στο στερεότυπο ενός τέτοιου ρόλου, δυο αστυνομικοί που ενδιαφέρονται περισσότερο για το βίωμα του έρωτα, το οποίο αντιμετωπίζουν μάλιστα σαν μαθητούδια, παρά για τις βάρδιές τους, μια υποπλοκή με ιδιαίτερα σκοτεινό ύφος και τροπή, που όμως δεν «βαραίνει» το τελικό αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως τού προσθέτει μια περίεργη, παραβατική γοητεία που είναι σαν να έχει ξεπηδήσει από τις μπομπίνες της Νουβέλ Βαγκ. Και όλα αυτά γαρνιρισμένα με την άκρως πληθωρική φωτογραφία των Christopher Doyle και Andrew Lau, που ντύνει με φανταχτερά χρώματα ένα αστικό τοπίο που δεν είναι πάντα οπτικά δελεαστικό, προσδίδοντάς του έτσι μια σχεδόν μυθική διάσταση, και που σαγηνεύεται από την ομορφιά της νύχτας.

Σε μια περίοδο που το σινεμά από την Άπω Ανατολή φαινόταν να ανταμείβεται με επαίνους και καλλιτεχνικές δάφνες κυρίως όταν μιλούσε για το παρελθόν (είναι αρκετά κοντά χρονικά τα παραδείγματα του «Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια» και του «Αντίο, Παλλακίδα μου» μεταξύ άλλων), το «Chungking Express» είναι από τα φιλμ που έστρεψαν την προσοχή του φακού της σύγχρονης πραγματικότητας του τότε, αποτυπώνοντας τρυφερά τα αδιέξοδα και τις προσδοκίες μιας γενιάς που σε λίγα χρόνια θα αντιμετώπιζε διαφορετικού τύπου προκλήσεις, και με μια αισθητική τόσο ουσιαστικά νεωτεριστική που δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως πήγε το μέσο μισό βήμα μπροστά. Ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια από την πρώτη της προβολή, πρόκειται για μια κινηματογραφική πρόταση με υπέρμετρη φρεσκάδα και για τα σημερινά δεδομένα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *