Μετά από σοβαρό ατύχημα σε μια ληστεία που πήγε στραβά, ο ΜακΝτόναλντ παθαίνει αμνησία και τοποθετείται στην ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών. Αφού περνάνε εφτά χρόνια εκεί, βρίσκει συνεργούς έναν άλλο τρόφιμο κι έναν γιατρό του ιδρύματος, ώστε να μπορέσει να αποδράσει. Αφού το πετυχαίνει, του κάνουν μια ένεση που τον εξαναγκάζει να θυμηθεί τα πάντα, και τώρα πρέπει να αποφύγει έναν σκληρό πράκτορα του FBI και τις παρενέργειες από το πειραματικό φάρμακο που του έδωσαν, ώστε να ανακτήσει τα κρυμμένα 500.000 δολάρια της ληστείας, ενώ την ίδια ώρα έρχεται αντιμέτωπος με το ίδιο του το παρελθόν.

Σκηνοθεσία:

Brian A. Miller

Κύριοι Ρόλοι:

Matthew Modine … Donovan ‘Mac’ MacDonald

Sylvester Stallone … ντετέκτιβ Sykes

Ryan Guzman … Lucas MacDonald

Meadow Williams … Δρ Erin MacDonald

Tyler Jon Olson … Farren MacDonald

Christopher McDonald … πράκτορας Franks

Colin Egglesfield … ντετέκτιβ Carter

Lydia Hull … Δρ Nichols

Swen Temmel … John Truby

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mike Maples

Παραγωγή: Randall Emmett, George Furla, Matt Luber, Mark Stewart

Μουσική: Tim Jones

Φωτογραφία: Peter Holland

Μοντάζ: Thomas Calderon

Σκηνικά: Russell M. Jaeger

Κοστούμια: Rachel Stringfellow

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Backtrace
  • Ελληνικός Τίτλος: Flashback

Παραλειπόμενα

  • Το σενάριο πέρασε από αρκετές μορφές μέχρι την τελική του.
  • Στην αναζήτηση χρηματοδότησης, ο Emmett Furla έδινε “δώρο” και ρόλους επί της ταινίας.
  • Τα γυρίσματα κράτησαν μόλις 12 ημέρες, ακόμα και που τα καιρικά φαινόμενα δεν συμμάχησαν με την παραγωγή.
  • Παίρνοντας μικρή διανομή, συγκέντρωσε από τις αίθουσες μόλις 490 χιλιάδες δολάρια, κι ενώ κόστισε 6 εκατομμύρια. Ταυτόχρονα όμως βρέθηκε και σε VOD υπηρεσίες, ενώ από το βίντεο προστέθηκαν 717 χιλιάδες δολάρια στα κέρδη.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 1/2/2019

Άγνωστο το γιατί μια περιπέτεια δράσης προορισμένη για την αγορά του βίντεο παίρνει τον δρόμο της διανομής προς τις ελληνικές αίθουσες. Ίσως αυτό που αναμένεται είναι το όνομα του Sylvester Stallone να λειτουργήσει ως εμπορικός κράχτης κυρίως για το κοινό που μεγάλωσε μαζί του, έστω κι αν ο ρόλος του έχει μικρή χρονική παρουσία επί της οθόνης. Γιατί από οποιαδήποτε άλλη πλευρά κι αν το πάρει κανείς, δεν γίνεται να βρεθεί κάποιο άλλοθι ώστε να παρουσιαστεί ένα τέτοιο προϊόν στο κοινό των σινεμά. Και δεν μπορεί να ειπωθεί και πως το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι αναμενόμενα τόσο χαμηλής ποιοτικής υποστάθμης μιας και ο Brian A. Miller έχει αποδείξει τα προηγούμενα χρόνια πως κατέχει δικαιωματικά τα διαπιστευτήρια ενός εκ των χειρότερων επαγγελματιών του χώρου (αρκεί να θυμηθεί κανείς το τραγελαφικά τσαπατσούλικο, σχεδόν ερασιτεχνικά γυρισμένο και δομημένο σεναριακά «Vice: Η Πόλη της Βίας»). Εδώ, ελέω και περιορισμών στον προϋπολογισμό καθώς φαίνεται, εγκαταλείπει ακόμη και τα στοιχειώδη κατασκευαστικά στοιχεία από τα οποία χαρακτηρίζονταν προηγούμενες δουλειές του για να παραδώσει έναν άνευ προηγουμένου έμμεσο ύμνο στην προχειρότητα, το κακό γούστο και την έλλειψη δημιουργικού συντονισμού. Το θέαμα δε γίνεται διπλά λυπηρό όταν υπολογίσει κανείς και την παρουσία του Matthew Modine που κάποτε ήταν «πρώτο βιολί» σε ένα «Μέταλ Τζάκετ» και τώρα παίζει κάπου όπου δίνει την εντύπωση πως συμμετέχει υπό την απειλή όπλου, όχι βέβαια ότι πάει πίσω σε θέμα θλίψης ένας Stallone που προσφάτως με το «Κριντ: Η Γέννηση Ενός Θρύλου» φαινόταν κάπως να μαζεύει τα ασυμμάζευτα και τώρα να καταλήγει για ένα μεροκάματο να εμφανίζεται εδώ…

Από που να αρχίσει και που να τελειώσει κάποιος μπροστά σε αυτό το χάος… Να αναφερθεί στις ερμηνείες που θα έκαναν ακόμη και κομπάρσους σε χιτ ελληνικής βιντεοκασέτας του ’80 να κοκκινίσουν από ντροπή; Μήπως στις σεναριακές απιθανότητες κι ευκολίες που συμμαζεύονται ώστε να σπρώξουν την πλοκή με το ζόρι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και μαρτυρούν μια εξωφρενική τεμπελιά εκ μέρους του σεναριογράφου Mike Maples; Στους απίστευτα κακογραμμένους διαλόγους που μοιάζουν να κοπιάρουν όλα τα κλισέ του είδους έτσι όπως καθιερώθηκαν τρεις δεκαετίες πριν ξεχνώντας ενίοτε και την τήρηση ενός λογικού ειρμού από τη μια πρόταση στην άλλη; Στην ισοπεδωτική σοβαροφάνεια που επικρατεί τη στιγμή που ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η κεντρική σεναριακή ιδέα μοιάζει να βγήκε από παρωδία των ZAZ; Άραγε στην εξωφρενική ανατροπή που έρχεται κάπου στα μισά και ανεβάζει τον ήδη ψηλά τοποθετημένο εδώ πήχη της γελοιότητας; Ή μάλλον στις σκηνές δράσης που είναι φτιαγμένες με τόση ένδεια κι έλλειψη φαντασίας που κάνουν ακόμη και τις χειρότερες στιγμές ενός Steven Seagal να φαντάζουν οάσεις μπροστά τους; Μάταια θα ψάξει ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος θεατής, κυρίως ο φανατικός του είδους που εκπροσωπεί η ταινία, να βρει μια αρετή από την οποία να μπορέσει να πιαστεί για να μη βυθιστεί στο καλλιτεχνικό ναυάγιο που λαμβάνει χώρα εδώ. Ακόμη και για την αγορά για την οποία προορίζεται, το αποτέλεσμα είναι προσβλητικά κακό.

Κάτι δυσάρεστο που προκύπτει μεταξύ όλων των άλλων συμφορών είναι ότι δεν πρόκειται για μια «πατάτα» με προσωπικότητα, ένα σύνολο τόσο ευτελούς ποιότητας που να καταλήγει να είναι ένα διασκεδαστικό έκθεμα κακοτεχνίας. Σίγουρα υπάρχουν στιγμιότυπα που προκαλούν τον γέλωτα με την ολοφάνερη τεχνική και όχι μόνο ανεπάρκεια που επιδεικνύουν οι συντελεστές, το συναίσθημα όμως που εν τέλει επικρατεί είναι ο θυμός για την υπέρμετρη προχειρότητα από την οποία ξεχειλίζει το εγχείρημα. Ο μοναδικός παράγοντας που κάνει το βλέμμα να μένει στην οθόνη είναι ένα είδος νοσηρής περιέργειας του τύπου «πόσους πάτους έχει αυτή η βαλίτσα;», δηλαδή για το πόση έλλειψη επαγγελματισμού, συνοχής και νοήματος μπορεί να παρελάσει μέσα σε αυτήν τη βασανιστική μιάμιση ώρα διάρκειας. Οπωσδήποτε όμως μια θέαση υπό αυτό το πρίσμα δεν αρκεί για να καταστήσει την εμπειρία καθαυτή λιγότερο ανυπόφορη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *