Η Αμίρα, μια 17χρονη Παλαιστίνια, ήρθε στον κόσμο χάρη στο σπέρμα που είχε φυγαδεύσει ο φυλακισμένος πατέρας της, ο Ναγουάρ, από το κελί του εγκλεισμού του. Αν και όλα αυτά τα χρόνια από τη γέννησή της η σχέση τους περιοριζόταν στο επισκεπτήριο της φυλακής, ο Ναγουάρ εξακολουθεί να είναι ο ήρωάς της. Η αγάπη και η στοργή των ανθρώπων του περιβάλλοντός τους την αποζημιώνουν -και με το παραπάνω- για την απουσία του πατέρα. Αλλά όταν ο Ναγουάρ επιχειρεί να κάνει άλλο ένα παιδί αποτυγχάνει και αποκαλύπτεται πως είναι στείρος, η Αμίρα χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της.

Σκηνοθεσία:

Mohamed Diab

Κύριοι Ρόλοι:

Tara Abboud … Amira

Saba Mubarak … Warda

Ali Suliman … Nuwar

Waleed Zuaiter … Said

Ziad Bakri … Basel

Sameera Asir … Reema

Saleh Bakri … Etai

Kais Nashif … Hani

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mohamed Diab

Παραγωγή: Hany Abu-Assad, Amira Diab, Sarah Goher, Mohamed Hefzy, Moez Masoud, Rula Nasser, Daniel Ziskind

Μουσική: Khaled Dagher

Φωτογραφία: Ahmed Gabr

Μοντάζ: Ibrahim Elhefnawy, Ahmed Hafez

Σκηνικά: Nael Kanj

Κοστούμια: Hamada Atallah

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Amira
  • Ελληνικός Τίτλος: Αμίρα

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Επίσημη πρόταση της Ιορδανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Ντεμπούτο της Tara Abboud που ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο.
  • Πρώτη ταινία αιγύπτιου δημιουργού με φόντο την Παλαιστίνη.
  • Μπορεί επίσημα να έγινε αποδεκτό από την ακαδημία ως πρόταση για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, η βασιλική όμως επιτροπή της Ιορδανίας προτίμησε να αποσύρει την υποψηφιότητα μετά από θόρυβο που προκλήθηκε πάνω στην ταινία λόγω του θέματος της.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 24/7/2022

Είναι ουσιαστικές οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει το φιλμ του Mohamed Diab για δυσφήμηση του αγώνα των Παλαιστίνιων; Γι’ αρχή, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι τα αρνητικά συναισθήματα των μελών των οργανώσεων που έκαναν μποϊκοτάζ στην ταινία είναι απολύτως σεβαστά, από τη στιγμή που παρακολουθώντας την είδαν πράγματα που θεώρησαν πως είναι προσβλητικά γύρω από την πολιτική τους πάλη. Από την άλλη, πάντοτε παρεμβαίνει ένα προσωπικό φίλτρο στο πώς γίνεται αντιληπτό ένα έργο τέχνης, γεγονός που οδηγεί και σε διαφορετικές ερμηνείες του.

Ο Diab πάντως δείχνει πολύ συγκεκριμένα γεγονότα, τα οποία κινηματογραφούνται μ’ έναν εξίσου συγκεκριμένο τρόπο. Και ο φακός καταγράφει τo εξής: έναν λαό που όχι μόνο υφίσταται αβάσταχτη και ασταμάτητη καταστολή από ένα κράτος (προσοχή, όχι από το σύνολο των πολιτών) που έχει βάλει στις κορυφαίες προτεραιότητές του να τον λυγίσει, αλλά που πληρώνει και βαρύτατο φόρο αίματος για την απόφασή του ν’ αντισταθεί. Όλα τα τραγικά συμβάντα που πλήττουν την οικογένεια της έφηβης Amira πηγάζουν από αυτήν ακριβώς τη συνθήκη. Και το σενάριο καθιστά μάλλον σαφές το ότι συμπάσχει με τους ήρωες και σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζει την άκρως δραματική έκβαση της ιστορίας ως έναν δίκαιο θρίαμβο όλων εκείνων των βίαιων μηχανισμών που την εξώθησαν προς τα εκεί.

Κάτι επιπρόσθετο, που αποτέλεσε κεντρικό σημείο της αντιπαράθεσης γύρω από το «Αμίρα»: το κύριο εύρημα σχετικά με το ποιος είναι ο πατέρας της ηρωίδας επινοείται προφανώς για λόγους δραματουργίας, ειδάλλως δεν προκύπτουν συγκρούσεις άρα κι ενδιαφέρον. Επίσης αποτελεί μια μεμονωμένη ιστορία, δεν υπάρχει πουθενά οποιαδήποτε γενίκευση του τύπου «όλα τα μωρά των κρατούμενων Παλαιστίνιων που συλλήφθηκαν με σπέρμα το οποίο διακινήθηκε μέσα από τις φυλακές στις οποίες βρίσκονται δεν είναι δικά τους». Η υπόθεση πως μια τέτοια ιδέα υλοποιείται κινηματογραφικά ως μια επιχείρηση έμμεσου ψυχολογικού πολέμου για να κάμψει το ηθικό όσων δίνουν τη ζωή τους για μια ελεύθερη Παλαιστίνη χωλαίνει, μιας και το λογικό συμπέρασμα που εξάγεται με την παρακολούθηση του φιλμ είναι ότι ο θεατής θα εξοργιστεί και θα μπει σε σκέψεις βλέποντας το τι αναγκάζονται να υποστούν οι χαρακτήρες, όχι ότι θα ζητωκραυγάσει υπέρ των καταπιεστών τους.

Γι’ ακόμη μία φορά μετά την εξαιρετική «Κλούβα», ο Diab επιδεικνύει μια εξαιρετική ικανότητα στο να δίνει έμφαση στο έντονο συναίσθημα της στιγμής. Το σκηνοθετικό του ύφος ξεχειλίζει από δυναμισμό και χαρακτηρίζεται από ένα στήσιμο που μοιάζει ταυτόχρονα αυθεντικό και γεμάτο επαγγελματισμό. Εκεί που το «χάνει» ανά σημεία είναι μια τάση προς τον μελοδραματισμό που του ξεφεύγει κι εν μέρει χαλάει και την αληθοφάνεια που γενικά επικρατεί. Ίσως το πώς διαχειρίζεται το συναίσθημα εδώ να πηγάζει κι από την αμερικάνικη κινηματογραφική παιδεία του ίδιου. Πάντως καταφέρνει να εξισορροπήσει αρκετά επιδέξια το προσωπικής και οικογενειακής φύσης δράμα με τις πολιτικές διαστάσεις της πλοκής του, με το ένα στοιχείο να συμπληρώνει το άλλο.

Και σ’ επίπεδο ψυχογραφήματος ακόμη, το σύνολο λειτουργεί. Οι αντιδράσεις και οι τελικές αποφάσεις της Amira είναι απολύτως πιστευτές, ειδικά εντός των πλαισίων στα οποία κινείται, γι’ αυτό μέχρι και τα πιο επώδυνα σημεία της όλης πορείας της προς μια εσωτερική μεταστροφή φαντάζουν ως μονόδρομος. Βέβαια, το βάθος της ανάλυσης φτάνει μέχρι ένα σημείο επειδή η ματιά που επιλέγεται δεν είναι αμιγώς γυναικοκεντρική.

Στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο, η Tara Abboud βάζει πολύ γερά θεμέλια για να κάνει ακόμη σπουδαιότερα πράγματα στο μέλλον. Είναι μια χαρισματική πρωταγωνίστρια, που παρασύρει δίχως να νιώθει την ανάγκη να καταφύγει σε αβανταδόρικες ερμηνευτικές υπερβολές, μεταδίδοντας την υπερηφάνεια, τον παρορμητισμό, την απόγνωση, την οργή με την αμεσότητα ενός ηθοποιού που κουβαλάει πολλά χρόνια εμπειρίας στην πλάτη του. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η πάντα πολύτιμη συνεισφορά του Ali Suliman (με κάποιες στιγμές αριστοτεχνικά φορτισμένες συγκινησιακά χάρη στον ίδιο), που δικαίως έχει καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του αραβικού κόσμου, αλλά και η χαμηλόφωνη υποστήριξη της Saba Mubarak, που προσφέρει ουσιαστικά τη ραχοκοκαλιά συναισθηματικής ωριμότητας του συνόλου.

Πρόκειται για μια δουλειά που αξίζει να ανακαλυφθεί από το παγκόσμιο κοινό, το οποίο πρέπει να κρίνει από μόνο του αν ο αρνητικός θόρυβος που συνοδεύει το όνομά της είναι δικαιολογημένος. Φυσικά και για τις κινηματογραφικές αρετές της, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο και για όσα έχει να πει γύρω από το θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Δεν διαθέτει στον ίδιο βαθμό τη βιρτουοζιτέ της «Κλούβας», είναι όμως ακόμη μία αξιόλογη προσθήκη σε μια φιλμογραφία που προς το παρόν δεν έχει στραβοπατήματα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

5 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *