Ένας ιδεαλιστής υπάλληλος του Λευκού Οίκου, ο Ντάνιελ Τζ. Τζόουνς, αναλαμβάνει την αποστολή από την αφεντικίνα του, γερουσιαστή Νταϊάν Φινστάιν, να ηγηθεί της έρευνας για την επιχείρηση ανακρίσεων της ΣΙΑ που ακολούθησαν την επίθεση της 11/9. Η επιμονή του Τζόουνς οδηγεί σε στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η ισχυρή υπηρεσία πληροφοριών κατάστρεψε αποδείξεις που την ενοχοποιούσαν, κρύβοντας σημαντικά μυστικά από τον αμερικανικό λαό.
Σκηνοθεσία:
Scott Z. Burns
Κύριοι Ρόλοι:
Adam Driver … Daniel J. Jones
Annette Bening … γερουσιαστής Dianne Feinstein
Jon Hamm … Denis McDonough
Jennifer Morrison … Caroline Krass
Tim Blake Nelson … Raymond Nathan
Matthew Rhys … ρεπόρτερ
Ted Levine … John Brennan
Michael C. Hall … Thomas Eastman
Maura Tierney … Bernadette
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Scott Z. Burns
Παραγωγή: Scott Z. Burns, Jennifer Fox, Danny Gabai, Eddy Moretti, Kerry Orent, Steven Soderbergh, Michael Sugar
Μουσική: David Wingo
Φωτογραφία: Eigil Bryld
Μοντάζ: Greg O’Bryant
Σκηνικά: Ethan Tobman
Κοστούμια: Susan Lyall
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Report
- Ελληνικός Τίτλος: Η Αποκάλυψη
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα δεύτερου γυναικείου ρόλου (Annette Bening).
Παραλειπόμενα
- Αρχικά είχε υπολογιστεί για γύρισμα 50 ημερών και μπάτζετ 18 εκατομμυρίων δολαρίων. Μετά από περικοπές, γυρίστηκε μέσα 26 ημέρες, με 8 μόλις εκατομμύρια δολάρια προϋπολογισμό. Ο σκηνοθέτης αργότερα δήλωσε πως όλο το καστ, ακόμα και ο Adam Driver, πληρώθηκαν με ελάχιστα χρήματα για τη δουλειά τους.
- Παρότι η Annette Bening τύχαινε να γνωρίζει προσωπικά την Dianne Feinstein, προτίμησε να μην τη συναντήσει ώστε να πάρει πληροφορίες για τον ρόλο της.
- Στην πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance, ήταν παρόν και ο αληθινός Daniel J. Jones και χειροκροτήθηκε από όλη την αίθουσα.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/5/2020
Έχοντας συνεργαστεί ως σεναριογράφος αρκετές φορές με τον Steven Soderbergh, ο Scott Z. Burns στη δεύτερη σκηνοθετικά μυθοπλασία του για τη μεγάλη οθόνη φαίνεται να έχει επηρεαστεί από το στιλ του πολιτικού σινεμά του πρώτου. Όμως, σαφέστατα, η κύρια πηγή έμπνευσης είναι η κληρονομιά του αείμνηστου Pakula, έστω μέσα από ένα εκσυγχρονισμένο φίλτρο, που σαν ύφος (αποστασιοποίηση και ψυχρότητα) και προβληματική θυμίζει μέχρι και τον Fincher του «Zodiac». Και ακόμη κι αν συγκριτικά με τα κινηματογραφικά του πρότυπα το «The Report» μοιάζει να «χάνει» σε κάποια ζωτικά σημεία (π.χ. η αποτύπωση της εμμονής του πρωταγωνιστή με την υπόθεση δεν πλησιάζει το βάθος της αντίστοιχης θεματολογίας του φιλμ του Fincher), πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητα καλό δείγμα στρατευμένης τέχνης, που αρθρώνει στιβαρά πολιτικά επιχειρήματα και που δεν φοβάται να θυσιάσει την ψυχαγωγική αξία μιας πιο εύπεπτης παρουσίασης για να επικεντρωθεί στην ουσία των όσων πραγματεύεται.
Όσοι έχουν συνηθίσει το αντίστοιχο σινεμά ενός Loach ή ενός Γαβρά για παράδειγμα, ίσως «βαρυστομαχιάσουν» εδώ με την αναμενόμενη παρέλαση ενός αμερικανικής κοπής ιδεαλισμού και μετριοπαθούς πατριωτισμού υπό το πρίσμα του κόμματος των Δημοκρατικών, αλλά ανεξάρτητα από όσα «πονηρά» μπορεί να προσάψει κανείς σε αυτή την ιδιότητα της ταινίας, με σπόντες περί ανωτερότητας των ΗΠΑ σε αντιπαραβολή με τους εχθρούς τους, η πλειοψηφία των όσων καταγγελτικών επισημαίνονται εδώ έχουν αξία με εκτόπισμα και αποτελούν μια ουσιαστική ενδοσκόπηση, από αυτές που θυμάται κάποιες φορές να κάνει η κινηματογραφία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Υπάρχει πάντως κάτι εμφανές στην περίπτωση μας, και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός πως ο Burns είναι σίγουρα καλύτερος σεναριογράφος από ό,τι σκηνοθέτης. Ενώ το κείμενο είναι κοφτερό, πυκνογραμμένο και βαθιά σκεπτόμενο, η κάπως πεζή και κλειστοφοβική εικονογραφία σαν να εμποδίζει το τελικό αποτέλεσμα να απογειωθεί πραγματικά. Σίγουρα η επιλογή αυτή γίνεται εσκεμμένα, για την υπογράμμιση των στενών περιθωρίων και των σκοτεινών καταστάσεων στις οποίες βρέθηκαν τα πραγματικά πρόσωπα, ταυτόχρονα όμως αφαιρεί κάτι από το μεγαλείο των αληθινών δρώμενων, κάνει την ιστορία να φαίνεται ότι έχει μικρότερη εμβέλεια. Το μήνυμα πάντως μεταδίδεται και με το παραπάνω. Η λεπτομερής καταγραφή της σκληρότητας των βασανιστηρίων που διεπράχθησαν με τη συμβολή της ΣΙΑ και της ανικανότητας των εμπλεκομένων να αξιολογήσουν ορθά την όλη συνθήκη δεν μπορεί παρά να εξοργίσει. Όσοι δε ενδέχεται να είχαν θετική γνώμη για το «Zero Dark Thirty» είναι δύσκολο να μην αναθεωρήσουν παρακολουθώντας το φιλμ του Burns. Το ότι αμφότερες οι δημιουργίες προέρχονται από την ίδια χώρα, επιβεβαιώνει τα περί νοηματικού διχασμού της κινηματογραφικής παραγωγής της: είναι ικανή για την αλήθεια, αλλά και για τα πιο απροκάλυπτα ψέματα…
Εννοείται πάντως πως κάποιες επίμαχες λεπτομέρειες «στρογγυλεύονται», μάλλον για να ενισχύσουν το πνεύμα ουτοπισμού περί «ευνομούμενης δημοκρατίας», που είναι το κυρίαρχο αφήγημα ακόμη και μέσα στο μακρύ κι έντονο κατηγορητήριο που συντάσσει το φιλμ (δυσκολεύεται κάποιος να πιστέψει για παράδειγμα τα λεγόμενα περί άγνοιας του Bush του νεότερου για το πρόγραμμα). Για αυτό και το σύνολο είναι καλό και όχι εξαιρετικό. Δυνατό μπόνους οι αξιόλογες στην πλειοψηφία τους ερμηνείες, από τον Adam Driver που συνδυάζει άψογα επαγγελματική ψυχραιμία και συναισθηματική ανάμειξη, μέχρι την Annette Bening που ανταποκρίνεται με χαρισματικότητα στην ενσάρκωση αυτού που έχει πλάσει στο μυαλό του ο μέσος Αμερικάνος ως η έννοια του «ακέραιου λειτουργού της Δημοκρατίας» και τον απολαυστικά αντιπαθή Ted Levine (σταθερά ένας από τους πιο υποτιμημένους καρατερίστες του Χόλιγουντ).
Ακόμη κι αν είναι λογικό κανείς να προσάψει ακόμη και στη συγκεκριμένη δουλειά μια πιο «δια της πλαγίας οδού» προπαγάνδα, έστω κι αν δεν είναι τόσο έντονη η παρουσία της, ο ρόλος της γνωστοποίησης μίας εκ των πιο μαύρων σελίδων της σύγχρονης αμερικάνικης ιστορίας σε ένα ευρύ κοινό που κατέχει, προφανώς διαθέτει μια βαρύτητα τέτοια που αντισταθμίζει θετικά τα όποια στοιχεία με έναν πιο ύποπτο χαρακτήρα.
Βαθμολογία: