Σε ένα μικρό χωριό της Ιταλίας, ο νεαρός Τότο γίνεται φίλος με τον Αλφρέντο, τον μηχανικό προβολής του τοπικού σινεμά. Μέσα από τη φιλία τους, ο Τότο αποκτά έναν πατέρα που ποτέ δεν είχε, ενώ μαγεύεται από το σινεμά και τις ταινίες. Παράλληλα, βλέπουμε πώς ο κινηματογράφος επηρεάζει τους κατοίκους του χωριού, ενώνοντάς τους μέσα από την αγάπη τους για τις ταινίες. Καθώς μεγαλώνει ο Τότο, έρχεται η ώρα που θα πρέπει να αποχαιρετήσει τους γνωστούς του για να αναζητήσει την τύχη του στην πόλη. Ύστερα από 30 χρόνια, ο Τότο ενημερώνεται για τον θάνατο του Αλφρέντο και επιστρέφει στο χωριό του για την κηδεία…
Σκηνοθεσία:
Giuseppe Tornatore
Κύριοι Ρόλοι:
Philippe Noiret … Alfredo
Salvatore Cascio … Salvatore ‘Toto’ Di Vita (παιδί)
Marco Leonardi … Salvatore ‘Toto’ Di Vita (νεαρός)
Jacques Perrin … Salvatore ‘Toto’ Di Vita (ενήλικας)
Antonella Attili … Maria Di Vita (νεαρή)
Enzo Cannavale … Spaccafico
Isa Danieli … Anna
Pupella Maggio … Maria Di Vita (ενήλικη)
Agnese Nano … Elena Mendola
Brigitte Fossey … Elena Mendola (ενήλικη)
Leopoldo Trieste … πάτερ Adelfio
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Giuseppe Tornatore
Στόρι: Giuseppe Tornatore
Παραγωγή: Franco Cristaldi, Giovanna Romagnoli
Μουσική: Ennio Morricone
Φωτογραφία: Blasco Giurato
Μοντάζ: Mario Morra
Σκηνικά: Andrea Crisanti
Κοστούμια: Beatrice Bordone
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Nuovo Cinema Paradiso
- Ελληνικός Τίτλος: Σινεμά ο Παράδεισος
- Διεθνής Τίτλος: Cinema Paradiso
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Ιταλία)
- Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Philippe Noiret), δεύτερου αντρικού ρόλου (Salvatore Cascio), σεναρίου και μουσικής. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια και μακιγιάζ.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Μεγάλο βραβείο επιτροπής.
- Βραβείο μουσικής στα David di Donatello. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτεροι γυναικείο ρόλο (Pupella Maggio) και παραγωγή.
- Μεγάλο βραβείο επιτροπής και βραβείο ερμηνείας (Philippe Noiret) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για νεανική ταινία.
Παραλειπόμενα
- Θεωρείται ως μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, αλλά και η πλέον σημαντική στην αναγέννηση της σύγχρονης ιταλικής κινηματογραφίας. Αρκετοί την κατατάσσουν ως “νοσταλγικό μεταμοντερνισμό”.
- Τα κεντρικά γυρίσματα έγιναν στην Μπαγκερία της Σικελίας, τη γενέτειρα του δημιουργού (αυτοβιογραφικά στοιχεία του οποίου υπάρχουν επί του σεναρίου). Κάποια επίσης πραγματοποιήθηκαν στην Κεφαλού της επαρχίας του Παλέρμο. Πιο συγκεκριμένα, όμως, το σινεμά Paradiso χτίστηκε για τις ανάγκες της ταινίας στην πλατεία Umberto I του χωριού Παλάτσο Αντριάνο, όπου σήμερα υπάρχει μουσείο για τα γυρίσματα. Το μπαρόκ σιντριβάνι που βρίσκεται μπροστά του χρονολογείται από το 1608.
- Πριν καταλήξει στον Salvatore Cascio, ο σκηνοθέτης φωτογράφησε πάνω από 300 αγόρια στη Σικελία.
- Η Ειρήνη Παπά ήταν υποψήφια για τη ενήλικη Μαρία.
- Ο Philippe Noiret μιλούσε γαλλικά κατά τα γυρίσματα, με τον Vittorio Di Prima να του δανείζει τη φωνή του στο ντουμπλάρισμα.
- Ο Tornatore είχε τότε δηλώσει ότι έκανε το φιλμ ως μνημόσυνο στις παραδοσιακές κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά και γενικότερα την ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία. Μετά όμως την επιτυχία της ταινίας, δεν επανέλαβε ποτέ την ίδια δήλωση.
- Το 1988, παίχτηκε στην Ιταλία χωρίς καμία επιτυχία, με τη διάρκεια των 155΄. Όμως, τον επόμενο χρόνο κόπηκε στα 122΄ και έγινε τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία ανά τον πλανήτη.
- Το 2002, ο σκηνοθέτης έδωσε το Director’s Cut του (173 λεπτά), γνωστό ως Cinema Paradiso: The New Version.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Ennio Morricone συνέθεσε το κλασικό μουσικό θέμα παρέα με τον γιο του, Andrea. Ο Andrea ήταν τότε κάτω από 30 ετών.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 12/8/2018
Αν ο Σαρλό είναι η σημαία του κινηματογράφου, η ταινία του Giuseppe Tornatore είναι το σύνταγμα του. Είναι η ταινία που σε βάζει κάτω, κινηματογραφιστή ή θεατή, και σου διδάσκει για ποιον ακριβώς λόγο αυτή η τέχνη κατέκτησε τις καρδιές της ευρείας μάζας, και μαζί με τη μουσική καθιερώθηκε ως η εμπορικότερη των τεχνών. Αυτό σημαίνει και πτώση ποιότητας; Και πάλι η ταινία έχει την απάντηση: «όχι κατά ανάγκη». Πρόκειται για τέχνη που αλληλοεπιδρά απίστευτα με το κοινό της, κινείται παράλληλα κι εντός αυτού, εκπαιδεύει αλλά κι εκπαιδεύεται από αυτό. Πιο απλά, το κοινό θέλει ποιότητα; Τη δίνει. Θέλει μαζικότερα χαμηλότερη ποιότητα; Ικανοποιεί σαν τζίνι κι αυτή την απαίτηση. Η ταινία του Tornatore, με ένα τόσο απλό και λαϊκό λόγο, μιλάει για αυτή την αλληλεπίδραση ως μια σχέση αγνής αγάπης, ενός άρρηκτου δεσμού που δεν μπορεί να σπάσει υπό καμία συνθήκη.
Βέβαια, αυτό που μαγεύει άμεσα τον θεατή δεν είναι το ίδιο που μαγεύει και τον φιλόσοφο του σινεμά. Μιλάμε για την τόσο έντονη και φελινική νοσταλγία που αποπνέει το φιλμ. Ο ήρωας δεν αγαπάει μονάχα τις ταινίες, αγαπάει την ολότητα του κινηματογράφου που άλλαξε για πάντα τα μέσα του. Ο Tornatore θα επανέλθει πάνω στο ίδιο ακριβώς ζήτημα λίγα χρόνια αργότερα με τον «Άνθρωπο των Αστεριών», ολοκληρώνοντας αυτό το νοσταλγικό ταξίδι. Είναι η κάμερα, η έννοια του να γίνεις αστέρι, είναι η οθόνη που αναπλάθει ιστορίες, είναι εκείνος ο θάλαμος του μηχανικού προβολής, είναι αυτό το μικρό φιλμάκι που ανάβει σαν διάβολος. Ακόμα κι αν εξελιχτεί ακόμα περισσότερο η έβδομη τέχνη κι εντέλει όλα αυτά αποτελέσουν παρελθόν, δεν θα πάψουν να αποτελούν ένα τόσο, μα τόσο αγαπημένο κομμάτι της ανθρώπινης μνήμης. Ο μικρός μας ήρωας μαγεύεται από όλα αυτά, και μέσω του φιλμ, μαγεύει με τη σειρά του εμάς. Ο χρόνος θα περάσει, η αγνότητα θα φύγει, αλλά όπως με δάκρυα αποκαλύπτει η τελευταία σκηνή, τίποτα δεν χάνεται ποτέ. Πάντα θα υπάρχει λύτρωση, όσο υπάρχουν στις ταινιοθήκες ταινίες όπως αυτή, που μεταφέρουν τη συγκίνηση με τόσο ανεπιτήδευτο τρόπο, και μας θυμίζουν τις ρίζες μας που ένα βιβλίο του σχολείου αδυνατεί εκ της τυπικής του φύσης να πράξει.
Πιο «προσγειωμένα», θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την τεχνοτροπία της ταινίας, και πάλι με τα καλύτερα λόγια. Μαζί, θα παραδεχόμασταν ότι είναι έστω κι ελάχιστα άνιση ανάμεσα στις σκηνές του μικρού (το απόλυτο αριστούργημα), του νεαρού (διατηρείται η υψηλή ποιότητα με μικρή παρέλκυση) και του ενήλικου Σαλβατόρε (αναγκαία η ύπαρξη κι αυτού του κεφαλαίου, αλλά κατώτερη δυναμικά από τις άλλες δύο), αλλά κι αυτό επέρχεται από τη συναισθηματική φύση της αφήγησης που θέλει -και πρέπει- να αναπτύξει ο δημιουργός της. Πάνω από όλα, όμως, έχουμε μια ταινία που πρέπει να δεις, κι όχι να «διαβάσεις» ή απλά να ακούσεις για αυτήν. Ριζώνει μέσα σου για τα καλά, και προβοκάρει έναν διάλογο του νου με την καρδιά σου, που λίγες ταινίες πέτυχαν ύστερα από αυτήν.
Βαθμολογία: