Τέσσερις βίαιοι νεαροί που έχουν μόλις αποδράσει από ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, απαγάγουν μια νεαρή νοσοκόμα και την παίρνουν μαζί τους σε ένα εφιαλτικό road-trip. Κυνηγημένος από έναν αντίστοιχα διαταραγμένο αστυνομικό που ψάχνει εκδίκηση, ένας από τους νεαρούς είναι προορισμένος να ζήσει μια τραγωδία και φρικιαστικά περιστατικά που θα καταστρέψουν το μυαλό του, μεταμορφώνοντάς τον στο τέρας που πλέον ονομάζουμε Leatherface.
Σκηνοθεσία:
Alexandre Bustillo
Julien Maury
Κύριοι Ρόλοι:
Stephen Dorff … Hal Hartman
Vanessa Grasse … Elizabeth ‘Lizzy’ White
Sam Strike … Jedidiah Sawyer/Jackson
Lili Taylor … Verna Sawyer
Christopher Adamson … Δρ Lang
Finn Jones … υπαστυνόμος Sorells
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Seth M. Sherwood
Παραγωγή: Christa Campbell, Lati Grobman, Carl Mazzocone, Les Weldon
Μουσική: John Frizzell
Φωτογραφία: Antoine Sanier
Μοντάζ: Sebastien de Sainte Croix, Josh Ethier
Σκηνικά: Alain Bainee
Κοστούμια: Ina Damianova
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Leatherface
- Ελληνικός Τίτλος: Leatherface
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι (1974)
- Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι 2 (1986)
- Η Σχιζοφρενής Οικογένεια με το Πριόνι (1990)
- Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι: Η Επιστροφή (1994)
- Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι (2003)
- Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι: Η Αρχή (2006)
- Ο Δολοφόνος με το Πριόνι (2013)
- Texas Chainsaw Massacre (2022)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο (χαρακτήρες): Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι των Kim Henkel, Tobe Hooper.
Παραλειπόμενα
- Όγδοη ταινίας της μακράς σειράς «Texas Chainsaw Massacre», η οποία λειτουργεί ως απευθείας πρίκουελ της πρώτης ταινίας του 1974, χωρίς να αγνοεί όσα θα γίνουν στις επόμενες ταινίες της σειράς, με εξαίρεση αυτές των 2003 (το ριμέικ) και 2006 (πρίκουελ του ριμέικ).
- Πριν πάει ο Seth M. Sherwood το σενάριο του στη Millennium Films, είχαν ματαιωθεί τα πλάνα για σίκουελ με τίτλο Texas Chainsaw 4 από τον John Luessenhop (της ταινίας του 2013).
- Η Angela Bettis αναγκάστηκε λόγω του προγραμματισμού της να παραχωρήσει τη θέση στη Lili Taylor.
- Η ταινία γυρίστηκε το 2015 στη Βουλγαρία, και τον επόμενο χρόνο μπήκε προσωρινά στο ράφι από τη Lionsgate Films. Το 2017, πρώτα κυκλοφόρησε σε DirecTV, έπειτα πήρε μια μικρή διανομή και ταυτόχρονα βγήκε σε video-on-demand. Λόγω αυτής της καθυστέρησης, η Lionsgate και η Millennium Films έχασαν τα δικαιώματα για να συνεχίσουν αυτές το franchise, κι ενώ είχαν δικαίωμα για ακόμα 6 ταινίες. Τα δικαιώματα εντέλει αγοράστηκαν το 2018 από τη Legendary Pictures, με παράγω αυτού το σίκουελ στο Netflix.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 19/9/2017
Σε διάθεση ρετροσπεκτίβας, ένα από τα δεκάδες σωστά πράγματα που έκανε ο Carpenter με το θρυλικό πρώτο “Halloween” είναι η εισαγωγή του, όχι μόνο γιατί αποτελεί υπόδειγμα αποτελεσματικής υποβολής σε μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα αλλά και γιατί σε πέντε λεπτά βάζει τέλεια τις δομές για τη μυστηριώδη φιγούρα του Michael Myers, δημιουργώντας ένα μικρό μεν αυτοτελέστατο δε origin story, αποφεύγοντας με το να αφήσει ένα χρονικό κενό στην ιστορία του να εμπνεύσει prequel προς άρμεγμα του μύθου. Δεν απέφυγε βέβαια τα ριμέικ δυστυχώς, όπου ο Rob Zombie έκανε το τραγικό λάθος να επεξηγήσει με όρους ψυχολογίας για νήπια τα αίτια που θα μπορούσαν να καταστήσουν το χαρακτήρα αυτό ικανό για φόνο, τίγκα στα κλισέ περί κακού οικογενειακού περιβάλλοντος και λοιπών παρόμοιων, αφαιρώντας με το καλημέρα τη γοητεία του ανοιχτού σε ερμηνείες πρωτότυπου. Ο εσχάτως μακαρίτης Tobe Hooper δυστυχώς δεν προνόησε αναλόγως για το δικό του κλασικό φιλμ τρόμου “The Texas Chainsaw Massacre”, σοφά μεν για να αποκαλύψει στο θεατή την απειλή των δικών του φιγούρων φόβου την ίδια στιγμή που την ανακαλύπτουν και οι ανυποψίαστοι κεντρικοί του ήρωες βάζοντάς τον έτσι στη δική τους υποκειμενική οπτική γωνία, αλλά αφήνοντας και πάτημα για να γυριστεί το “Leatherface”, το οποίο υποπίπτει σε όλα εκείνα τα σφάλματα που πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία σε τέτοιου τύπου εγχειρήματα και σε μερικά ακόμη επιπροσθέτως.
Το σκηνοθετικό δίδυμο Julien Maury και Alexandre Bustillo έχουν κάτω από τη ζώνη τους ένα φιλμ που έχει σχολιαστεί ιδιαιτέρως θετικά από την κοινότητα του κινηματογραφικού τρόμου, το “A l`Interieur”, με οτιδήποτε άλλο στο οποίο έχουν αναμειχθεί να επισκιάζεται από αυτό τους το ντεμπούτο. Εδώ από ό,τι φαίνεται εξαργυρώνουν το όποιο όνομα έχτισαν με εκείνη τη δουλειά παίρνοντας πάσο για το Χόλιγουντ, αποτυγχάνοντας όμως παταγωδώς να βάλουν κάτι που να περιέχει κάτι προσωπικό μέσα, μια ιδιαίτερη υπογραφή. Όλα μοιάζουν φτηνιάρικα στημένα, και όχι με την καλή έννοια, γιατί αξεπέραστες δημιουργίες του ιδιώματος, με πιο τρανό παράδειγμα αυτή που ξεκίνησε όλη τη μυθολογία του Leatherface, έχουν μια πρωτόλεια όψη η οποία όμως είναι εξαιρετικά μελετημένη στο τι θα περιλάβει το κάδρο και πως θα κινηθεί η κάμερα, συνδυάζει δηλαδή επαγγελματισμό με μια «φθαρμένη» αισθητική. Εδώ απλά υπάρχει μια βιομηχανοποιημένη, απρόσωπη σκηνοθετική ματιά που κάνει την παραγωγή να φαντάζει περισσότερο φτωχική από όσο είναι. Είναι εντυπωσιακό το πόσο κακογραμμένοι είναι οι χαρακτήρες με την εξαίρεση αυτού του Stephen Dorff που έχει κάποια ψήγματα ανάπτυξης έστω και τσαπατσούλικα, οι δε ερμηνείες είναι όλες ανεξαιρέτως επιπέδου διαφήμισης όσον αφορά την εκφραστικότητα και την κίνηση.
Το χειρότερο όμως από όλα και ο λόγος που το έργο αυτό μοιάζει καταδικασμένο να βυθιστεί στην περιφρόνηση και τη λήθη είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται στη μυθολογία του ήρωά του που είναι ακριβώς ο ίδιος με αυτόν του Zombie στο ριμέικ του “Halloween” που προαναφέρθηκε: εξηγήσεις κι εκλογικεύσεις της πλάκας με απίστευτα τετριμμένα ψυχαναλυτικά κλισέ περί μητρικού ρόλου που μπορεί και να ήταν δεκτά αν δεν ήταν τόσο προχειρογραμμένα, πλήρης κατάρρευση της νοσηρής γοητείας της άγνωστης απειλής που χαρακτηρίζει τη φιγούρα αυτή, παρουσίαση του Leatherface υπό μια πλήρως απομυθοποιητική σκοπιά ως ένας συμβατικός έφηβος κι αργότερα νεαρός που απλά εξωθείται από τις συνθήκες, με βιαστικό και ατσούμπαλο τρόπο, να γίνει ένα τέρας.
Ως αποτέλεσμα παραδίδεται ένα προϊόν που τραυματίζει το μακρόβιο franchise (που για να ειπωθεί και η αλήθεια, δεν έχει να επιδείξει κάτι αξιόλογο πέραν του θρυλικού φιλμ του 1974), που θα μπορούσε κάλλιστα να μην έχει γυριστεί ποτέ. Κάποιες σκηνές που ευτυχώς δεν τσιγκουνεύονται το αίμα δεν αρκούν για να πείσουν ότι αυτό που κατασκευάστηκε έχει λόγο ύπαρξης πέρα από τα δολάρια που θα ξοδευτούν από τους θεατές ελέω του περίφημου ονόματος. Ποιοτικής στάθμης επιπέδου για κυκλοφορία κατευθείαν σε DVD, ένα πόνημα που σπιλώνει τη μνήμη του Tobe Hooper.
Βαθμολογία: