Η Νταϊάνα Σκοτ είναι μια πανέμορφη Αγγλίδα που εργάζεται ως μοντέλο και είναι αποφασισμένη να πετύχει και να φτάσει στην κορυφή χρησιμοποιώντας θεμιτά κι αθέμιτα μέσα. Γνωρίζει έναν δημοσιογράφο, τον Ρόμπερτ Γκολντ, με τη βοήθεια του οποίου της ανοίγεται ένας νέος κύκλος γνωριμιών. Οι δυο τους ερωτεύονται κι ο Ρόμπερτ αφήνει την οικογένειά του για εκείνη, αλλά η Νταϊάνα είναι τόσο αποφασισμένη να πετύχει τους στόχους της, ώστε να μη διστάσει να τον απατήσει με άλλους. Η γνωριμία της με τον πλέιμποϊ Μάιλς Μπραντ την κάνει να πιάσει πάτο κι είναι πλέον αργά για πραγματική ευτυχία για την Νταϊάνα, η οποία ζει τους ξέφρενους ρυθμούς και την τρέλα της δεκαετίας του 1960.

Σκηνοθεσία:

John Schlesinger

Κύριοι Ρόλοι:

Julie Christie … Diana Scott

Dirk Bogarde … Robert Gold

Laurence Harvey … Miles Brand

Jose Luis de Vilallonga … πρίγκιπας Cesare della Romita

Roland Curram … Malcolm

Basil Henson … Alec Prosser-Jones

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Frederic Raphael

Παραγωγή: Joseph Janni

Μουσική: John Dankworth

Φωτογραφία: Kenneth Higgins

Μοντάζ: Jim Clark

Σκηνικά: Ray Simm

Κοστούμια: Julie Harris

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Darling
  • Ελληνικός Τίτλος: Ντάρλινγκ

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Julie Christie), αυθεντικού σεναρίου και κοστουμιών (ασπρόμαυρων). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία.
  • Χρυσή Σφαίρα αγγλόφωνης ξένης ταινίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και πρώτο γυναικείο ρόλο (Julie Christie) σε δράμα.
  • Βραβείο Bafta βρετανού ηθοποιού (Dirk Bogarde), βρετανής ηθοποιού (Julie Christie), βρετανικού σεναρίου και σκηνικών (ασπρόμαυρων). Υποψήφιο για καλύτερη βρετανική ταινία και βρετανική φωτογραφία (ασπρόμαυρη).

Παραλειπόμενα

  • Όπως είχε πει ο John Schlesinger, η ιδέα για το σενάριο προήλθε από ένα σχόλιο του δημοσιογράφου Godfrey Winn, κατά τα γυρίσματα του Μπίλι ο Ψεύτης, και πως η Νταϊάνα βασίστηκε σε μια πραγματική κοπέλα την οποία ο Winn γνώριζε.
  • Αρχικά, η Shirley MacLaine ήταν να πάρει τον ρόλο της Νταϊάνα, αλλά η σταρ προτίμησε να εγκαταλείψει. Στα υπόψιν ήταν και τα ονόματα των Audrey Hepburn, Elizabeth Taylor και Monica Vitti.
  • Οι John Cassavetes, William Holden, George Maharis και Maximilian Schell ήταν στους υποψήφιους για τον Ρόμπερτ.
  • Το φιλμ γυρίστηκε σε μια πάροδο τεσσάρων μηνών, αφού γυρίσματα έγιναν τόσο στο Λονδίνο, όσο και στο Παρίσι και τη Ρώμη.
  • Σύμφωνα με τον ατζέντη του Schlesinger, η ταινία κόστισε μόνο 300 χιλιάδες λίρες, Τα έσοδα όμως ήταν τα τετραπλάσια. Σύμφωνα όμως πάλι με τον ίδιο, στη Βρετανία οι εισπράξεις ήταν εξαιρετικά χαμηλές (250 χιλιάδες λίρες), με όλα τα υπόλοιπα να προέρχονται από τις ΗΠΑ, όπου η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
  • Ο Dirk Bogarde είχε ρήτρα στο συμβόλαιο του να εισπράττει το 8% των εισπράξεων. Μέχρι και να φύγει από τη ζωή, υπολογίστηκε πως είχε γίνει πλουσιότερος κατά περίπου 20 χιλιάδες δολάρια μόνο από αυτό.
  • Ενώ κέρδισε το Όσκαρ σεναρίου και αναδείχτηκε στον πλέον ακριβοπληρωμένο σεναριογράφο στην Ευρώπη, ο Frederic Raphael αποκάλυψε μετά από χρόνια ότι ο Schlesinger ήθελε να τον αντικαταστήσει με τη συγγραφέα Edna O’Brien. Αυτό του είχε αφήσει μια επί του συνόλου αρνητική εντύπωση από την εδώ δουλειά του.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 2/10/2018

Ο John Schlesinger, αν και δεν μνημονεύεται ως ένας από το κλαμπ των μεγάλων σκηνοθετών του εικοστού αιώνα κυρίως για την ποιοτική «κατρακύλα» που γνώρισαν οι δημιουργίες του από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του για να διευρυνθεί θεματολογικά ο mainstream κινηματογράφος ειδικά στο πεδίο της σεξουαλικότητας. Πριν κολλήσει στη βράση το σίδερο και πάνω στην αυγή του New Hollywood υπογράψει το θρυλικό «Midnight Cowboy» κι εντάσσει σε ένα φιλμ ευρείας διανομής ευθείες αναφορές σε θέματα όπως η πορνεία και η ομοφυλοφιλία. Πριν τον ανοιχτά αμφιφυλόφιλο πρωταγωνιστή του «Sunday Bloody Sunday», το «Darling» μίλησε ανοιχτά για τα νέα ήθη του swinging Λονδίνου, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα για τον σκηνοθέτη του τη μετάβαση από το ρεαλισμό του Βρετανικού Νέου Κύματος που υπηρέτησε με τις πρώτες ταινίες μυθοπλασίας του σε ένα πιο εξεζητημένο κι επιτηδευμένο στυλ με δάνεια ακόμη και από τη γαλλική Νουβέλ Βαγκ που θα του έδινε το εισιτήριο και για το Χόλιγουντ.

Παρά την ακριβή, ζωηρή αποτύπωση του πνεύματος της εποχής, στον πυρήνα του το φιλμ του Schlesinger είναι το αντίθετο αυτής της ατμόσφαιρας, μια πικρή τζούρα μελαγχολίας και πεσιμισμού, ίσως και μια πρόωρη προφητεία για την πορεία του κοινωνικού ρεύματος απελευθέρωσης που επικρατούσε τότε και πώς από μαζικό αίτημα για αλλαγή νοοτροπιών κατέληξε να εκμαυλιστεί και να γίνει προσωπικό όχημα ανάδειξης, πριν καταλήξει να είναι ακόμη ένα lifestyle προς κατανάλωση και μίμηση, απομακρυσμένο από τη σημασία των ριζών του. Η άνω του μισού αιώνα ζωή της ταινίας δεν είναι αδιόρατη: υπάρχει ένας υπερβάλλων διδακτισμός που παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητος για τα δεδομένα της εποχής είναι ταυτόχρονα ξεπερασμένος, πέραν του λανθάνοντα συντηρητισμού που κρύβει, με πιο ξεκάθαρο παράδειγμα τον εξωφρενικά κραυγαλέο συμβολισμό της εναρκτήριας σκηνής. Επιπλέον, παρόλο που το σενάριο δικαίως αποκαθηλώνει την ηρωίδα (χωρίς όμως να την κανιβαλίζει ή να την παρουσιάζει ως ένα κτήνος δίχως αρετές που να την εξισορροπούν σε ένα βαθμό) που υποδύεται με ένα απαράμιλλο μείγμα αισιόδοξης ζωτικότητας κι εσωτερικής απόγνωσης η Julie Christie (ένα απολύτως άξιο Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου), δεν στέκεται εξίσου ακριβοδίκαια απέναντι στους άρρενες χαρακτήρες ακόμη και όταν οι ίδιοι προχωρούν σε πράξεις εξίσου αν όχι περισσότερο κυνικές σε σύγκριση με την πρωταγωνίστρια, όχι όμως τόσο από πονηρή πρόθεση, αλλά κυρίως επειδή το κέντρο βάρους βρίσκεται στην Christie, με αυτό να αποβαίνει εις βάρος του όποιου βάθους θα μπορούσε να προσεγγιστεί για τους παρτενέρ της (αξίζει να αναφερθεί ότι την ίδια χρονιά ο Polanski στο θρυλικό «Repulsion» κάνει ακριβώς αυτό, διεισδύοντας ουσιαστικά στο ανδρικό περιβάλλον που περιτριγυρίζει την Deneuve). Παρά τις αδυναμίες αυτές, το «Darling» έχει αδιαμφισβήτητα θετικό ισοζύγιο που το οφείλει στην προσγειωμένα απαισιόδοξη ματιά του και το σφρίγος της ματιάς του Schlesinger πέραν της ακαταμάχητης ερμηνεύτριας που έχει ως αιχμή του δόρατος. Η δομή του κειμένου και κατά συνέπεια και η σκηνοθετική προσέγγιση είναι εξαιρετικά μελετημένα: το θάμπωμα από τη λάμψη της εισαγωγής στην κοσμική ζωή και ο ενθουσιασμός των ξεκινημάτων ενός ερωτικού σκιρτήματος αποδομούνται σταδιακά μέχρι να φτάσει ο θεατής συναισθηματικά απογυμνωμένος στη συνειδητοποίηση του φινάλε κάνοντας αυτό το ταξίδι μέσα από τα μάτια της νεαρής Diana, περνώντας από τις ίδιες χαρές, λύπες, νίκες και ήττες με την ίδια, καθιστώντας την ταύτιση ή τουλάχιστον την κατανόηση εφικτή και κατηγοριοποιώντας τελικά το φιλμ περισσότερο εντός της τάξης του ψυχογραφήματος παρά της αποστασιοποιημένης κι εντέλει μισάνθρωπης σάτιρας.

Ακόμη κι αν από το 1965 έχουν αλλάξει απροσδόκητα πολλές από τις πραγματικότητες που αναπαριστά ο φακός της τότε εποχής, ο πυρήνας των νοημάτων του φιλμ αντέχει διαχρονικά σε αξιοθαύμαστο βαθμό και ίσως να είναι περισσότερο επίκαιρος τώρα που η αυτοπροβολή και το παράγωγό της, η αυταρέσκεια, έχουν αναχθεί στο άλφα και το ωμέγα μιας νέας καθημερινότητας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *