Η Κάρμεν, μια σαγηνευτική νεαρή τσιγγάνα, αφήνει πίσω την οικογένεια και την κοινότητά της για να ξεφύγει από ένα μεξικανικό καρτέλ. Φεύγει στις ΗΠΑ, ονειρευόμενη ασφάλεια και ελευθερία. Αιχμαλωτίζεται από έναν πράκτορα της περιπολίας των συνόρων που προσπαθεί να τη σκοτώσει. Συγκλονισμένος από αυτή τη βία, ένας άλλος αστυνομικός, ο Έινταν, σώζει την Κάρμεν και τη βοηθά να δραπετεύσει. Βρίσκεται γοητευμένος από το πάθος, το ελεύθερο πνεύμα και τη θέληση της Κάρμεν να αγωνιστεί για την ελευθερία. Συμφωνεί να την πάει στο Λος Άντζελες και στον δρόμο η έλξη του γι’ αυτήν μεγαλώνει. Ο Έινταν επίσης ονειρεύεται μια νέα ζωή απαλλαγμένη από τις σκιές του παρελθόντος. Μαζί θα ακολουθήσουν την καρδιά τους. Ξέρουν ότι δεν υπάρχει γυρισμός.

Σκηνοθεσία:

Benjamin Millepied

Κύριοι Ρόλοι:

Melissa Barrera … Carmen

Paul Mescal … Aidan

Rossy de Palma … Masilda

Nicole da Silva … Julieanne

Benedict Hardie … Mike

Elsa Pataky … Gabrielle

The D.O.C. … Curry

Tara Morice … Marie

Richard Brancatisano … Pablo

Kaan Guldur … Robertico

Pip Edwards … Nancy Ann

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Loic Barrere, Alexander Dinelaris, Benjamin Millepied

Παραγωγή: Rosemary Blight, Dimitri Rassam, Mimi Valdes

Μουσική: Nicholas Britell

Φωτογραφία: Jorg Widmer

Μοντάζ: Dany Cooper

Σκηνικά: Steven Jones-Evans

Κοστούμια: Emily Seresin

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Carmen
  • Ελληνικός Τίτλος: Κάρμεν

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Carmen (1915)
  • Carmen (1915)
  • Carmen (1918)
  • Κάρμεν (1926)
  • Οι Έρωτες της Κάρμεν (1948)
  • Κάρμεν Τζονς (1954)
  • Σάουρα: Κάρμεν (1983)
  • Κάρμεν (1984)
  • Κάρμεν (2003)

Σεναριακή Πηγή

  • Νουβέλα: Carmen του Prosper Merimee.

Παραλειπόμενα

  • Κινηματογραφικό ντεμπούτο στη σκηνοθεσία για τον γάλλο χορευτή και χορογράφο Benjamin Millepied.
  • Παρότι περιγράφεται ως διασκευή της διάσημης νουβέλας από όπου προήλθε η όπερα του Georges Bizet, λίγα έχουν απομείνει από αυτές τις δύο πηγές. Σίγουρα όμως υπάρχουν σε μια σκηνή μέρη του λιμπρέτου, ερμηνευμένα στα γαλλικά από χορωδία. Ο Millepied το περιέγραψε ως “μια εκδοχή της τραγωδίας του Μπιζέ από ένα παράλληλο σύμπαν”.
  • Η Sony Pictures Classics είχε αγοράσει τα δικαιώματα του φιλμ από το 2019, και είχε ορίσει για το σενάριο τον Nilo Cruz. Εντέλει ο θεατρικός συγγραφέας δεν είχε καμία συμμετοχή επί του κειμένου.
  • Ο Jamie Dornan είχε ανακοινωθεί ως αρχικός Έινταν.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Τα τραγούδια υπογράφονται από τους Nicholas Britell, Taura Stinson, Julieta Venegas και The D.O.C. Ανάμεσα σε αυτά, ο Paul Mescal ερμηνεύει το Slip Away, η Lydia Mendoza το Mal Hombre και ο The D.O.C. το Pelea.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 20/9/2023

Μου είναι πάρα πολύ ευχάριστο όταν βλέπω πρωτόλειες ταινιών δημιουργών που ξέρουν ποιο είναι το δυνατό τους σημείο και χτίζουν την ταινία τους γύρω από αυτό κατορθώνοντας να παρουσιάσουν κάτι που μπορεί να μην πετυχαίνει σε όλους τους τομείς που απαρτίζουν μια κινηματογραφική ταινία, αλλά τα σημεία στα οποία ειδικεύονται είναι τόσο καλοφτιαγμένα και καταλαμβάνουν το ουσιαστικότερο κομμάτι της ταινίας που οι όποιες αδυναμίες της δεν μου προκαλούν κάποια αρνητική εντύπωση.

Ο Μπέντζαμεν Μιλπιέ που σκηνοθετεί αυτή την Κάρμεν είναι ένας από τους πιο διάσημους χορευτές και χορογράφους του κόσμου. Σε διάφορες στιγμές της καριέρας του έχει υπάρξει σημαντικός συνεργάτης με τη Metropolitan Opera, το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού, το American Ballet Theatre και πολλούς άλλους οργανισμούς, ενώ στον κινηματογράφο έχει χορογραφήσει τον Μαύρο Κύκλο του Αρονόφσκι αλλά και στο Dune του Ντενί Βιλνέβ.

Η Κάρμεν είναι το σκηνοθετικό του ντεμπούτο σε ταινία μεγάλου μήκους. Ξεκίνησε σαν μια διασκευή της όπερας του Ζορζ Μπιζέ σε σύγχρονο περιβάλλον. Στην πορεία, η ιστορία που τελικά αφηγείται απομακρύνθηκε εντελώς από την πλοκή της όπερας και ο ίδιος την περιγράφει σαν μια εκδοχή της τραγωδίας που εκτυλίσσεται σε ένα παράλληλο σύμπαν. Εδώ η Κάρμεν είναι μια νεαρή κοπέλα από το Μεξικό που καταφεύγει στην Αμερική για να γλιτώσει από τα καρτέλ που δολοφονούν τη μητέρα της, διασώζεται από έναν συνοριοφύλακα, τον Έιντεν, και το σκάνε μαζί κυνηγημένοι από την αστυνομία με προορισμό το Λος Άντζελες για να βρουν καταφύγιο στο κλαμπ της Μασίλντα, μιας οικογενειακής της φίλης, και στην πορεία ερωτεύονται παράφορα.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι φιλοδοξίες του Μιλπιέ για την ταινία του είναι μεγάλες και ο τρόπος που την προσεγγίζει αποτελεί ταυτόχρονα και ένα πείραμα. Ο χορός βρίσκεται πάντα σε πρώτο πλάνο και είναι η κινητήρια μέθοδος αφήγησης της ιστορίας αυτής, και η μεγάλη του επιτυχία για μένα είναι ότι τις περισσότερες το επιτυγχάνει. Δεν είναι τόσο ότι η ταινία είναι μιούζικαλ, με την έννοια ότι περιλαμβάνει τραγούδια ή μεγάλες χορευτικές σεκάνς. Είναι ότι ο χορός αποτελεί την πηγή έκφρασης των χαρακτήρων, τον χρησιμοποιούν για να φανερώσουν όσα υπό άλλες συνθήκες θα έκαναν μέσω του λόγου ή έστω κάποιας διαφορετικής μορφής κινησιολογίας. Η ταινία διαθέτει φυσικά όλα τα παραπάνω με μέτρο και σε σημεία όπου όντως συμβαίνουν στην πραγματικότητα των χαρακτήρων, δεν αποτελούν τη φαντασιακή σύμβαση των μιούζικαλ, και αυτό τους δίνει μια ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα.

Χωρίς να αγνοεί λοιπόν τα εργαλεία που συναντάμε σε μια οποιαδήποτε ταινία, η ταινία διαθέτει μέχρι και voice-over, εντούτοις τα σημεία όπου επιστρατεύεται ο διάλογος φαίνονται και τα πιο αταίριαστα. Χωλαίνουν κάπως τον ρυθμό και παραδόξως αφαιρούν από την ταινία το πιο σημαντικό συστατικό που λείπει από εδώ, και αυτό είναι η ψυχή της. Ο παράφορος έρωτας της Κάρμεν και του Έιντεν μεταφέρεται στον θεατή κυρίως χάρη στις εμφανίσεις των δύο πρωταγωνιστών που προσαρμόζουν τις ερμηνείες τους άψογα χάρη στις οδηγίες του Μιλπιέ, σαν σύνολο πάντως δημιουργεί μια βαριά ιστορία που παραμένει κάπως επιφανειακή.

Οι εξελίξεις στην πλοκή δεν είναι πάρα πολλές, αλλά ο Μιλπιέ αξιοποιεί όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα από τις μετρημένες σκηνές που δημιουργεί. Τα σκηνικά στα οποία βλέπουμε να εξελίσσεται η δράση παρουσιάζονται με πολύ ουσιαστικό τρόπο, μπορώ να πω ότι έχουν σημαντικό ρόλο με τον χορό, καθώς η ταινία διαθέτει πολύ δυνατή εικονογραφία. Τόσο η φωτογραφία του Γιοργκ Βίντμερ όσο και το μοντάζ του Ντάνι Κούπερ συμβάλλουν τα μέγιστα στη μουσικοχορευτική αυτή εμπειρία και το σάουντρακ του Νίκολας Μπρίτελ είναι απίστευτο, σκοτεινό και μαγευτικό.

Παρατηρείτε λοιπόν ότι παρόλα αυτά τα πετυχημένα στοιχεία, η ταινία δεν απογειώνεται ποτέ πραγματικά και μένουν κάποιες πολύ εντυπωσιακές σκηνές να σηκώσουν στους ώμους τους ένα σύνολο που κινείται κάπως άνισα. Την Κάρμεν υποδύεται η Μελίσα Μπαρέρα, η πρωταγωνίστρια των δύο πρόσφατων Scream, που καλείται να δώσει μια άκρως διαφορετική ερμηνεία. Χωρίς γραπτές ατάκες, καλείται να εκφράσει μέσω του προσώπου της και του χορού το ασίγαστο πάθος της Κάρμεν για ελευθερία και ανεξαρτησία. Σε αντίστοιχο βαθμό κινείται και ο Paul Mescal στον ρόλο του Έιντεν, που έγινε φυσικά διάσημος με τη συμμετοχή του πέρυσι στο Aftersun, που και αυτός πρέπει με πολύ λεπτούς τρόπους να μεταφέρει στον θεατή το τραύμα που κουβαλά ο χαρακτήρας, διαφοροποιώντας τον ελαφρώς από την Κάρμεν, αφού του δίνει περισσότερο backstory αλλά και σκηνές όπου συνομιλεί με την αδερφή του, δείχνοντας μεν έτσι το πόσο διαφορετικοί είναι, χωρίς όμως αυτός ο συνδυασμός να γίνει ιδιαίτερα πετυχημένα. Η συμμετοχή της Ρόσι Ντε Πάλμα φυσικά δεν αφήνει ποτέ την ταινία να γίνει αδιάφορη, η παρουσία της είναι υπερβατική και κατορθώνει να ξεπεράσει ορισμένα άχαρα σημεία διαλόγου.

Η ουσία αυτού που θέλω να πω είναι ότι η Κάρμεν σαν ταινία παραμένει συνεχώς με τα πόδια της στον ρεαλισμό, δεν αποκτά ποτέ μια υπερβολή που πιστεύω θα ήταν καλοδεχούμενη, δεδομένων και κάποιων σουρεαλιστικών στοιχείων που εμφανίζονται στις χορογραφίες που δημιουργεί ο Μιλπιέ. Ίσως αυτό να βοηθούσε τον θεατή να παρασυρθεί περισσότερο από την οπτικοακουστική ομορφιά της, από τη στιγμή που η πλοκή δεν έχει την απαιτούμενη συναισθηματική απήχηση για να το πετύχει.

Παρόλα αυτά για μένα τα ευρήματα του Μιλπιέ είναι από μόνα τους αρκετά δυνατά, που μπορούν να γοητεύσουν έναν θεατή και ενδεχομένως να τον κάνουν και να αγαπήσει αυτή την ταινία.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 21/9/2023

Ο Benjamin Millepied καταπιάνεται με τον Bizet και… του αλλάζει τα φώτα. Και δυστυχώς όχι με την καλή, δημιουργική έννοια. Η πρωταγωνίστριά του θα μπορούσε να έχει οποιοδήποτε άλλο όνομα και αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα νοηματικά από αυτό που ξετυλίγεται στην οθόνη. Αλλά και η ίδια η ιστορία που ξεπηδάει ως αυθόρμητη έμπνευση βασισμένη πάνω στην ομότιτλη δοξασμένη όπερα έχει υπερβολικά ισχνή δραματουργία για να σταθεί από μόνη της.

Οι καλές προθέσεις υπάρχουν, ειδικά όσον αφορά κάποια πολιτικά μηνύματα σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ που έλαβε μια συγκεκριμένη μορφή από την εποχή Trump και στο εξής, αλλά δεν αρκούν. Αρκετές φορές δίνεται η εντύπωση πως υπήρχαν στο χαρτί κάποιες αρχικές σεναριακές ιδέες, που στη μετέπειτα επεξεργασία απλά δεν μπόρεσαν να «δέσουν», οπότε αποφασίστηκε μια πιο χαλαρή δομή με το άλλοθι ενός (πολύ επιτηδευμένου κι επιδερμικού) σινεφίλ ύφους με αλληγορικά χορευτικά νούμερα στο ενδιάμεσο, που λόγω επαγγελματικής ιδιότητας μπορεί να ήταν και αυτά που ενδιέφεραν περισσότερο ανέκαθεν τον Millepied. Οι ελλειπτικοί διάλογοι, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούνται από κλισέ και γενικόλογες ατάκες, μαρτυρούν και το ότι το όλο εγχείρημα δεν στήθηκε με μια πλήρως συνειδητοποιημένη καλλιτεχνικά ματιά. Είναι ενδεικτικό το ότι όσος ερωτισμός προκύπτει από το ζευγάρι των Melissa Barrera και Paul Mescal είναι μέσω της έντονης σωματικότητας των ερμηνειών, όχι μέσα από χημεία χαρακτήρων. Στο τέλος της ημέρας, είναι τόσο αδρές οι φιγούρες των πρωταγωνιστών και τόσο χιλιοειδωμένες οι περισσότερες από τις καταστάσεις που βρίσκουν μπροστά τους ώστε είναι δύσκολο να επενδύσει κανείς συναισθηματικά. Επιπροσθέτως, όσο και αν μπορεί να ήταν στον νου των συντελεστών να δημιουργήσουν κάτι που θα αντιμετωπίζει ευαίσθητα τη λατινοαμερικανική κοινότητα, ο σχεδόν εξωτικός τρόπος με τον οποίο απεικονίζει η σκηνοθεσία τους ισπανόφωνους διαλόγους είναι παρεξηγήσιμος. Οι περισσότερες από τις σινεφιλικές αναφορές που εντοπίζονται δε πατάνε περισσότερο στον κινηματογράφο των ΗΠΑ (και μάλιστα σε υπερβολικά προφανείς επιλογές όπως τη «Χαμένη Λεωφόρο» και το «Fight Club»), κάτι που φαντάζει ελαφρώς υποκριτικό για ένα φιλμ που υποτίθεται πως ασχολείται με άλλα πολιτισμικά πλαίσια.

Τα μουσικά στοιχεία δυστυχώς δεν είναι λειτουργικά. Είναι η πρώτη φορά που ένα σάουντρακ του Nicholas Britell περισσότερο κουράζει παρά «γεμίζει», εξίσου βαρύγδουπο με τον ναρκισσισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει την κάμερα ο Millepied, ενώ η χιπ χοπ πινελιά προς το φινάλε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέχρι και ντροπιαστική. Μέχρι και η παρουσία της Rossy de Palma, ενώ αντικειμενικά έχει ένα εκτόπισμα και ξεχωρίζει εντός του καστ, τελικά δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό στο σύνολο.

Ναι, παρατηρεί γενικά κανείς ένα μίνιμουμ αισθητικής παιδείας, κάποια ενδιαφέροντα ευρήματα κι έναν παλμό. Η ζυγαριά όμως γέρνει σαφέστατα προς την πλευρά της αποτυχίας. Δεν είναι αυτή η ματιά πάνω στην «Κάρμεν» που θα μείνει αξέχαστη λόγω πρωτοποριακού αναθεωρητισμού, ούτε αυτή η πολιτική δήλωση για ένα πολύ φλέγον παγκόσμιο (όχι μόνο αμερικανικό) ζήτημα που θα διαμορφώσει συνειδήσεις και θα κινητοποιήσει εξελίξεις προς μια θετική κατεύθυνση. Από την οπτική γωνία ενός πειράματος που «μεταφράζει» την τέχνη του χορού για τα στάνταρ της μεγάλης οθόνης βγαίνει περισσότερο νόημα, και πάλι όμως φαίνεται πως η όλη προσπάθεια έχει ατέλειες και κενά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *