Παγιδευμένη σε μια βίαιη, κακοποιητική σχέση με έναν πλούσιο κι ευφυή επιστήμονα, η Σεσίλια Κας καταφέρνει να αποδράσει μέσα στη νύχτα και να εξαφανιστεί, με τη βοήθεια της αδερφής της, καθώς και ενός παιδικού της φίλου και της μικρής του κόρης. Όταν όμως ο βάναυσος πρώην σύντροφος της Σεσίλια αυτοκτονεί και της αφήνει ως κληρονομιά ένα μεγάλο μέρος της τεράστιας περιουσίας του, η Σεσίλια υποψιάζεται ότι πρόκειται για παγίδα. Μια σειρά από παράξενες συμπτώσεις θα αποβούν σχεδόν θανατηφόρες και θα απειλήσουν τις ζωές εκείνων για τους οποίους η Σεσίλια νοιάζεται. Τα λογικά της θα αρχίσουν να κλονίζονται όταν θα προσπαθεί απελπισμένα να αποδείξει στον περίγυρό της ότι καταδιώκεται από μια αόρατη παρουσία που τη στοιχειώνει.

Σκηνοθεσία:

Leigh Whannell

Κύριοι Ρόλοι:

Elisabeth Moss … Cecilia Kass

Oliver Jackson-Cohen … Adrian Griffin

Aldis Hodge … James Lanier

Storm Reid … Sydney Lanier

Harriet Dyer … Alice Kass

Michael Dorman … Tom Griffin

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Leigh Whannell

Παραγωγή: Jason Blum, Kylie Du Fresne

Μουσική: Benjamin Wallfisch

Φωτογραφία: Stefan Duscio

Μοντάζ: Andy Canny

Σκηνικά: Alex Holmes

Κοστούμια: Emily Seresin

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Invisible Man
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Αόρατος Άνθρωπος

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα (χαρακτήρας): The Invisible Man του H.G. Wells.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο φωτογραφίας, μοντάζ και ήχου στα εθνικά βραβεία της Αυστραλίας. Υποψήφιο σε ακόμα 6 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.

Παραλειπόμενα

  • Πολύ χαλαρή και μοντέρνα μεταφορά του ήρωα του H.G. Wells, αλλά και reboot της διασκευής του 1933 της κλασικής σειράς Universal Monsters.
  • Ένας νέος αόρατος άνθρωπος έχει ξεκινήσει να σχεδιάζεται από το 2007, όπου είχε ανατεθεί στον David S. Goyer να γράψει ένα σενάριο. Ο Goyer ασχολούνταν μέχρι και το 2011, όπου και πάγωσε το σχέδιο.
  • Το 2016, ανακοινώθηκε ως μέρος του Dark Universe της Universal (με πρωταγωνιστή τον Johnny Depp), που θα αναβίωνε τα τέρατα της εταιρίας από τη παλιά σειρά Universal Monsters. Η αρνητική όμως αποδοχή της πρώτης ταινίας, της Μούμιας, έβαλε τέρμα στη σειρά. Έτσι, η εταιρία συνασπίστηκε με την Blumhouse Productions τον Ιανουάριο του 2019, με τον Depp να μην είναι πια στον σχεδιασμό.
  • Armie Hammer και Alexander Skarsgard ήταν οι βασικοί υποψήφιοι για τον “αόρατο” ρόλο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 2/3/2020

Με αυτή τη νέα -πολύ διαφοροποιημένη σε σχέση με την πρωτότυπη πηγή έμπνευσης- εκδοχή επάνω στο μυθιστόρημα του H.G. Wells, ο Leigh Whannell, έχοντας στο βιογραφικό του και το εξαιρετικά ενδιαφέρον «Upgrade», αρχίζει να αποκτά ένα όνομα με εκτόπισμα στο τερέν του αποκαλούμενου «σινεμά είδους». Ακολουθώντας μια φεμινιστική προσέγγιση, η οποία αρχίζει να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στο πεδίο του τρόμου τα τελευταία χρόνια (όπως για παράδειγμα στο πρόσφατο «Μεσοκαλόκαιρο»), αυτός ο «Αόρατος Άνθρωπος» μπορεί να θυσιάζει τη σκοτεινή ηθική αμφισημία των εκδοχών που έχουν προηγηθεί για κάτι πιο ξεκάθαρο και πεζό νοηματικά, ωστόσο είναι άκρως αποτελεσματικός σε επίπεδο κατασκευής και σε παραγωγή γνήσιου σασπένς.

Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα ουσιώδες ψυχογράφημα μιας γυναίκας υπό ψυχολογική πίεση, στα πλαίσια πάντα μιας ταινίας είδους (δεν μιλάμε δα και για Cassavetes), με βάθος και συμπόνοια που εκπλήσσουν για τα δεδομένα μιας εμπορικής στόχευσης δημιουργίας. Εδώ τον πρώτο ρόλο στη δημιουργία αγωνίας έχουν η υπόνοια (αξίζει ιδιαίτερης προσοχής το πώς αντιμετωπίζεται από τον φακό και τις σεναριακές οδηγίες ο ομότιτλος χαρακτήρας) και το άγχος της αναμονής για την έκρηξη, με τη σκηνοθετική γραμμή να εξυπηρετεί αυτά τα γνωρίσματα, προτιμώντας τις περισσότερες φορές την κλιμάκωση της έντασης που υποβόσκει μέσω μικρών μονοπλάνων και όχι με αλλεπάλληλα cuts. Η χρήση της βίας είναι υποδειγματική: αντί ενός βομβαρδισμού, ακολουθείται η τακτική των λίγων αλλά σωστά τοποθετημένων εκρήξεων, αρκετών για να εκτονώσουν τη συσσωρευμένη ένταση.

Λόγω της mainstream στόχευσης του εγχειρήματος, αναπόφευκτα υπάρχουν και κλισέ που υπενθυμίζουν ότι το φιλμ προορίζεται για μεγάλο κοινό (αρκετοί διακοσμητικοί δευτερεύοντες χαρακτήρες, ο συνήθης αμερικανικός τρόπος συγγραφής διαλόγων με πολλούς αστεϊσμούς, τάχα ως στοιχείο «ρεαλισμού»). Από την άλλη, ίσως είναι για καλό που η συγκεκριμένη δουλειά κουβαλά αυτή την ιδιότητα με τα όποια παρελκόμενα, μιας κι αποτελεί από τα ελάχιστα παραδείγματα που διασώζουν μέρος της υπόληψης του τρόμου που προέρχεται από τα μεγάλα στούντιο τα τελευταία χρόνια. Και ακόμη κι αν η γυναικοκεντρικά ενδυναμωτική ματιά του σεναρίου δεν αρθρώνει δα και… μανιφέστο (το πρόσφατο «Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται» έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη σε αυτό τον τομέα), διαθέτει σίγουρα ορθή σκέψη και αποτελεί μια ευχάριστη εναλλαγή από τις δήθεν θηλυκές οπτικές πρόσφατων παραδειγμάτων στο θρίλερ που απλά βαδίζουν μέσα σε τετριμμένα σχήματα. Η μετάβαση της πρωταγωνίστριας από την παθητικότητα στην ενεργητικότητα και τον δυναμισμό γίνεται με εξαιρετική ομαλότητα και με έναν τρόπο τέτοιο ώστε αυτή η εξέλιξη να λειτουργεί τόσο αφηγηματικά όσο και σε επίπεδο ουσίας, με την αφύπνιση της ηρωίδας να έχει ξεκάθαρα έναν αέρα #MeToo, χωρίς όμως κραυγαλέες με την κακή έννοια επισημάνσεις. Πρέπει να υπογραμμιστεί και η εξαιρετική χρήση του ήχου, που έχει έναν σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στο να κρατηθεί ο θεατής σε εγρήγορση, προσπαθώντας να εντοπίσει την επερχόμενη απειλή και να τη φιλτράρει μέσα από τις άφθονες λεπτομέρειες του μιξάζ.

Το σύνολο σίγουρα δεν θα πετύχαινε στον ίδιο βαθμό χωρίς τη συνδρομή της Elizabeth Moss. Έχοντας ωριμάσει πολύ ερμηνευτικά από τις εποχές του «Mad Men», εδώ αναλαμβάνει να σηκώσει μεγάλο βάρος στις πλάτες της και το επιτυγχάνει με άνεση. Οι διακυμάνσεις της από τον φόβο στην απόγνωση και μετέπειτα στην αποφασιστικότητα αποτυπώνονται από την ίδια με ένταση κι ευκρίνεια, ενώ οι στιγμές που απαιτούν συναισθηματική φόρτιση αποδίδονται με τέτοια δύναμη που καθιστά σαφές ότι αντιμετωπίζει τον συγκεκριμένο ρόλο σαν ένα προσωπικό στοίχημα. Ακόμη κι όταν υπάρχουν στραβοπατήματα, κυρίως σεναριακής φύσης, η Moss εξακολουθεί να παραμένει μια ποιοτική σταθερά που οδηγεί το τελικό αποτέλεσμα στον σωστό δρόμο.

Γενικά, παρά τις επιμέρους ατέλειες, πρόκειται για μια χορταστική εμπειρία, που προσφέρει σε ικανοποιητικές δόσεις όλα αυτά που συχνά υπόσχεται ο κινηματογραφικός τρόμος στο ευρύ κοινό, αλλά που δυστυχώς τις περισσότερες φορές αδυνατεί να προσεγγίσει λόγω λογικής ταχυφαγείου. Ευτυχώς που υπάρχουν ενίοτε κι εξαιρέσεις σαν αυτήν…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *