Ο ομοσπονδιακός πράκτορας Άαρον Φολκ επιστρέφει στη γενέτειρα του που είχε να δει για 20 χρόνια, ώστε να παραστεί στην κηδεία ενός παιδικού του φίλου, του Λουκ, που αυτοκτόνησε αφού σκότωσε πρώτα τη σύζυγο και το παιδί του. Μια παραφροσύνη που ήρθε φυσιολογικά ως συνέπεια της παρατεταμένης ξηρασίας στην επαρχιακή αυτή κοινότητα. Όταν ο Φολκ διστακτικά δέχεται να διερευνήσει το έγκλημα, ανοίγει μια παλιά πληγή, τον θάνατο της 17χρονης Έλι Ντίκον. Ο πράκτορας πλέον αρχίζει να υποψιάζεται πως οι δύο αυτές υποθέσεις δεν είναι άσχετες μεταξύ τους, ακόμα κι αν τις χωρίζουν δεκαετίες. Προσπαθώντας να αποδείξει τόσο την αθωότητα του Λουκ όσο όμως και τη δική του, βρίσκεται αντιμέτωπος με προκαταλήψεις και οργή από μέρους των φοβισμένων ντόπιων.

Σκηνοθεσία:

Robert Connolly

Κύριοι Ρόλοι:

Eric Bana … πράκτορας Aaron Falk

Genevieve O’Reilly … Gretchen

Keir O’Donnell … υπαστυνόμος Greg Raco

John Polson … Scott Whitlam

BeBe Bettencourt … Eleanor ‘Ellie’ Deacon

Martin Dingle Wall … Luke Hadler

Bruce Spence … Gerry Hadler

Julia Blake … ‘Barb’ Hadler

Matt Nable … Grant Dow

James Frecheville … Jamie Sullivan

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Harry Cripps, Robert Connolly

Παραγωγή: Eric Bana, Robert Connolly, Steve Hutensky, Jodi Matterson, Bruna Papandrea

Μουσική: Peter Raeburn

Φωτογραφία: Stefan Duscio

Μοντάζ: Alexandre de Franceschi, Nick Meyers

Σκηνικά: Ruby Mathers

Κοστούμια: Cappi Ireland

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Dry
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Ξηρασία

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: The Dry της Jane Harper.

Παραλειπόμενα

  • Η συγγραφέας Jane Harper έχει ένα γκεστ πέρασμα στη σκηνή της κηδείας.
  • Τα δικαιώματα του βιβλίου είχαν αγοραστεί το 2015 από τη Reese Witherspoon και την Bruna Papandrea για την εταιρίας τους, Made Up Stories, πριν αυτό βγει στα ράφια. Η Witherspoon όμως δεν αναμίχθηκε πιο ενεργά στην παραγωγή, μια και είχε αποχωρίσει τον επόμενο χρόνο από την εταιρία.
  • Τα γυρίσματα είχαν τελειώσει από τα τέλη του 2018.

Κριτικός: Λήδα-Ειρήνη Αδάμου

Έκδοση Κειμένου: 29/4/2021

Αν όλες οι κινηματογραφικές μεταφορές θριλερικών νουβελών μυστηρίου προσομοίαζαν στη μεταφορά στο κινηματογραφικό πανί του μπεστ-σέλερ της Jane Harper, The Dry, εκ μέρους  του σκηνοθέτη Robert Conolly θα ήμασταν όλοι πανευτυχείς! Αν το καλοσκεφτεί και το ψάξει μάλιστα κανείς, «βρίθουν» οι περιπτώσεις αποτυχίας, της άρτιας αναπαράστασης στη μεγάλη οθόνη των εκάστοτε συγκεκριμένων, κάνοντας κάποιον να αναρωτιέται αν τα εν λόγω βιβλία οφείλουν να παραμένουν εντέλει όπως τα θυμάται κανείς από την γραπτές τους εκδοχές.

Στην περίπτωση του αυστραλού Conolly, όμως, όλα ανατρέπονται καθώς ο ίδιος δεν διστάζει να αρπάξει την ιδέα της συγγραφέως από τα μαλλιά, και να δώσει ό,τι καλύτερο μπορεί σκηνοθετικά, υπογράφοντας, από κοινού με τον Harry Cripps, κι ένα μεστό σενάριο. Επιπλέον, οι δυναμικές ερμηνείες (με κερασάκι στην τούρτα αυτήν του πρωταγωνιστή Eric Bana) αλλά και το όλο «στήσιμο» των ηθοποιών, συνοδευόμενο από την αριστοτεχνική κινηματογράφηση, μας βάζουν όλα «με τα μπούνια» στο κλίμα της τραγωδίας που διαδραματίζεται στη φανταστική πόλη Kiewarra, η οποία υποτίθεται πως βρίσκεται κάπου στην πολιτεία Βικτόρια της Αυστραλίας.

Η κλιμακούμενη αγωνία είναι από τα highlight του κλίματος αυτού, καθώς και της όλης ατμόσφαιρας που δημιουργεί η ταινία, σε σημείο μάλιστα που σε κάνει να αναρωτιέσαι, πώς μια τέτοια σκηνοθετική προσπάθεια θα φάνταζε ως mini-series, και πόσο ο εκάστοτε θεατής θα αγωνιούσε για το επόμενο επεισόδιο. Την ίδια αίσθηση αποκομίζει κανείς βέβαια κι από το ίδιο το φιλμ, που είναι σίγουρο πως όποιος καταπιαστεί μαζί του, πολύ πιθανόν να επιθυμήσει και μια ενδεχόμενη συνέχεια του μυστήριου. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται βέβαια καθόλου, καθώς πέραν του ότι η ταινία αφήνει στο τέλος της σαφείς υπόνοιες για την εν λόγω συνέχεια, καθότι δεν κλείνει εξολοκλήρου παρά «νοερά» (στο μυαλό δηλαδή του πρωταγωνιστή) όλες τις υποθέσεις που έχει ανοίξει, γνωρίζουμε πως υπάρχει και το σίκουελ της νουβέλας “The Dry” της Harp, ονόματι “Force of Nature”.

Ο μόνος λόγος που δεν επιβραβεύουμε συνεπώς μ’ έναν ακόμη πιο γενναιόδωρο τρόπο τη σκηνοθετική έκπληξη του Robert Conolly, είναι για να τον παροτρύνουμε να μας δώσει κι ό,τι άλλο ακόμη καλύτερο διαθέτει (“We want more”)…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 12/5/2021

Μεταφέροντας στην οθόνη το μυθιστόρημα της Τζέιν Χάρπερ, ο αυστραλός σκηνοθέτης Ρόμπερτ Κόνολι αποτίνει έναν φόρο τιμής στο κλασικό αμερικάνικο (νεο-) νουάρ, κουβαλώντας ταυτόχρονα το αποτύπωμα της ολέθριας σχέσης των ανθρώπων μιας ολόκληρης ηπείρου με την άνυδρη γη της.

Σε ένα μικρό κι απομονωμένο χωριό κάπου στην αυστραλιανή έρημο, με τρόπο ιδιαίτερα βάρβαρο και χωρίς αχρείαστα δραματοποιημένες περιστροφές, συντελείται η τριπλή δολοφονία μιας οικογένειας. Ένας ντετέκτιβ και πρώην κάτοικος του χωριού επιστρέφει απρόθυμα, αλλά με μια παράξενη αίσθηση ευθύνης, στην προσπάθειά του να ερευνήσει τις συνθήκες του εγκλήματος. Μέσα σε όλα, όμως, θα αναγκαστεί να έρθει αντιμέτωπος και με τον λόγο ο οποίος τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη μικρή επαρχιακή πόλη όταν ήταν έφηβος, τη στιγμή που η απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο ήπειρος βιώνει μία από τις μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές περιόδους ξηρασίας της.

Μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία στη χώρα της, η νεο-νουάρ ταινία του Ρόμπερτ Κόνολι σε βυθίζει σε έναν νοσηρό, στεγνό και σκονισμένο κόσμο μιας επαρχίας που θυμίζει κάτι από το εξαιρετικό «Μικρό Νησί» του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ. Κινούμενος με αξιοπρόσεχτη συνοχή, σκηνοθετική υπευθυνότητα απέναντι στη μυθιστορηματική του πρώτη ύλη, αλλά και γνώση των αφηγηματικών διαδρομών του είδους του θρίλερ μυστηρίου, αποκωδικοποιεί εύγλωττα τη φύση της προδοσίας, την έννοια της ενοχής, αλλά και την απαραίτητη πολλές φορές ανάγκη για εξιλέωση με το παρελθόν που οι χαρακτήρες του δοκιμάζουν να αφήσουν πίσω, αλλά διαρκώς και αναπόφευκτα βρίσκουν τελικά μπροστά τους.

Ο Έρικ Μπάνα στον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμηνεύει με συγκρατημένη κινησιολογία και σχεδόν ανέκφραστη σοβαρότητα τον βαθιά πληγωμένο αντιήρωα με ένα ένοχο παρελθόν να βαραίνει στους ώμους του, θαρρείς σε κάθε κίνηση, στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει αφενός το νέο κακό και αφετέρου την επιστροφή σε έναν τόπο οδυνηρών αλλά και αβάσταχτων εφηβικών συναισθημάτων. Επιλέγοντας τελευταία να πετά έξω από τα ραντάρ της maistream διασημότητας, ο άλλοτε τρωικός Έκτορας και υπερηρωικός Χαλκ καταθέτει μια σημαντική ερμηνεία βασισμένη στο βάθος του βλέμματος, αφήνοντας την αίσθηση ότι οποιαδήποτε στιγμή (όπως εξάλλου και ολόκληρη η κατάξερη περιοχή οπού διαδραματίζεται το φιλμ) μπορεί να ξεσπάσει, μπορεί να εκραγεί και να παραδοθεί στη φωτιά. Η κινηματογράφηση απλώνεται ευρυγώνια σε ωχρούς τόνους και αντιμετωπίζει κάθε αφηγηματικό φλας-μπακ, κάθε μικρή ή μεγάλη σεναριακή ανατροπή ως μια καλοδεχούμενη παρέκκλιση από την πραγματικότητα που θέλει τους ανθρώπους «στεγνούς» από συναίσθημα και γεμάτους θλίψη, τύψεις, στρεβλωμένες εικόνες κι οφθαλμαπάτες, όμοιες με εκείνες της ερήμου που χάνεται στον ορίζονται ή της φωτιάς που μόνιμα κατακαίει ό,τι μπορεί ή ό,τι έχει απομείνει στο υπόβαθρο.

Συνοψίζοντας, το «The Dry», γυρισμένο σε έναν τόπο αφιλόξενο που καθρεφτίζει μια αφόρητη αίσθηση απεραντοσύνης αλλά και μόνιμης απειλής, μας συστήνεται ως ένα αναπάντεχα πλήρες φιλμ που δεν διεκδικεί πρωτεία πρωτοτυπίας ή μεγαλόστομους καλλιτεχνικούς διθυράμβους, αλλά αποδίδει τόσο ατμοσφαιρικά όσο κι ερμηνευτικά και σεναριακά (με μικρές και σχετικά ασήμαντες αστοχίες), ανοίγοντας παράλληλα έναν διάλογο με εμβληματικές ταινίες του είδους και αναζητώντας στα χαμένα και ματαιωμένα βλέμματα των κατοίκων του μικρού χωριού ένα ψήγμα ανθρωπιάς και συμπόνιας, κάτι που δύσκολα περιμένεις να βρεις έως το ανατρεπτικό του φινάλε. Με αφήγηση πειστική (τόσο στην ευθύγραμμη εξέλιξή της όσο και στις διακριτικές και ώριμες ανατροπές της) που επιτρέπει στο παρελθόν να εμποτίζει με τις πράξεις και τις συνέπειες τους το αφηγηματικό παρόν, αλλά κι ένα και μοναδικό -εξαιρετικής όμως συναισθηματικής πρόσκρουσης- τραγούδι που ψιθυρίζεται στο φινάλε, το φιλμ αποτελεί το δίχως άλλο μια ευχάριστη έκπληξη, μακριά από πολύκροτες και πολυδιαφημισμένες κινηματογραφικές αναμονές που ανεβάζουν ανώφελα τον πήχη των προσδοκιών.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *