Σε ένα απομονωμένο νοσοκομείο, μια ομάδα από νεαρούς μεταλλαγμένους κρατείται εκεί για ψυχιατρική παρακολούθηση. Όταν αρχίζουν να συμβαίνουν παράξενα περιστατικά, τότε οι νέες τους ικανότητες, αλλά και η φιλία τους, θα δοκιμαστούν καθώς αγωνίζονται για να επιβιώσουν.

Σκηνοθεσία:

Josh Boone

Κύριοι Ρόλοι:

Maisie Williams … Rahne Sinclair/Wolfsbane

Anya Taylor-Joy … Illyana Rasputin/Magik

Charlie Heaton … Sam Guthrie/Cannonball

Alice Braga … Δρ Cecilia Reyes

Blu Hunt … Danielle Moonstar/Mirage

Henry Zaga … Roberto da Costa/Sunspot

Happy Anderson … αιδεσιμότατος Craig

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Josh Boone, Knate Lee

Παραγωγή: Simon Kinberg, Karen Rosenfelt, Lauren Shuler Donner

Μουσική: Mark Snow

Φωτογραφία: Peter Deming

Μοντάζ: Andrew Buckland, Matthew Rundell, Robb Sullivan

Σκηνικά: Molly Hughes

Κοστούμια: Leesa Evans, Virginia Johnson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The New Mutants
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Νέοι Μεταλλαγμένοι
  • Εναλλακτικός Τίτλος: X-Men: The New Mutants

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Σειρά κόμικς: New Mutants των Chris Claremont, Bob McLeod.

Παραλειπόμενα

  • 11ο μέρος του franchise των X-Men, αλλά 13ο του σύμπαντος, μια και προσμετρούνται σε αυτό τα δύο Deadpool. Ως ταινία τρόμου, είναι και η πρώτη “είδους” της σειράς.
  • Αφού ολοκλήρωσε το Λάθος Αστέρι (2014), ο Josh Boone δημιούργησε ένα κόμικ με τον παιδικό του φίλο Knate Lee, βασισμένο πάνω στα New Mutants, σχεδιάζοντας με αυτό τον τρόπο μια πιθανή κινηματογραφική τριλογία. Το κόμικ πήγε στα χέρια του Simon Kinberg, ενός εκ των παραγωγών του franchise των X-Men, του οποίου και του άρεσε. Το 2015, η Fox οριστικοποίησε τη συμφωνία, μιλώντας όμως για ένα standalone-spinoff.
  • Σε κάποιο σημείο υπολογίζονταν να συμμετέχουν και χαρακτήρες όπως οι Warpath, Sunspot και Professor X (συγκεκριμένα ο James McAvoy), που είχαν επαφή στα κόμικ με τους Νέους Μεταλλαγμένους. Από αυτούς εντέλει “επιβίωσε ο Sunspot.
  • Η Rosario Dawson δέχτηκε αρχικά τον ρόλο της Σεσίλια, αλλά αποχώρησε αργότερα για άγνωστους λόγους.
  • Ο Nat Wolff και ο Josh Wiggins ήταν υποψήφιοι για τον ρόλο του Cannonball.
  • Ο Jon Hamm γύρισε σκηνές ως Nathaniel Essex/Mister Sinister, αλλά αυτές μετά από αρκετά επαναληπτικά γυρίσματα κόπηκαν τελείως. Τη θέση του σε post-credits σκηνή την πήρε ο Antonio Banderas.
  • Το κόστος το φιλμ ήταν στα 80 εκατομμύρια δολάρια, αλλά οι εισπράξεις μόλις 49,2.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Αρχικά είχαν επιλεγεί οι Nate Walcott και Mike Mogis να γράψουν τη μουσική, αλλά εντέλει από τη δουλειά τους κρατήθηκε μονάχα ένα μικρό κομμάτι.
  • Ο Marilyn Manson διασκευάζει για την ταινία το Cry Little Sister από το Τα Παιδιά της Νύχτας (1987).

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 3/9/2020

Βλέποντας κανείς το τελικό αποτέλεσμα, καταλαβαίνει πολύ εύκολα τι πήγε στραβά με την ανάπτυξη του συγκεκριμένου εγχειρήματος, με αποτέλεσμα τις τόσες αναβολές της κυκλοφορίας του στις αίθουσες. Το «Οι Νέοι Μεταλλαγμένοι» δεν είναι μονάχα ένα φιλμ με σοβαρή κρίση ταυτότητας (συνδυάζει δράμα ενηλικίωσης, κάτι σαν θρίλερ και μια μπλοκμπαστερική χροιά καταλήγοντας σε κάτι εντελώς ανομοιογενές), αλλά ίσως και η χειρότερη προσθήκη στο κινηματογραφικό σύμπαν των X-Men.

Και το χειρότερο είναι πως υπήρχαν δυνατότητες για κάτι τουλάχιστον ενδιαφέρον: η προοπτική μιας ταινίας του συγκεκριμένου franchise να εκτυλίσσεται σε περιορισμένο σε έκταση χώρο, φαινομενικά με έμφαση στην ανάπτυξη χαρακτήρων και με έναν προϋπολογισμό μικρότερο από τα συνηθισμένα μεγέθη της σειράς υπόσχεται στα χαρτιά τουλάχιστον μια διαφορετική ματιά πάνω σε μια φιλμική μυθολογία που φαίνεται να έχει φτάσει σε ένα σημείο κορεσμού. Και αν δεν γίνεται κάποιος να απορρίψει εντελώς αυτό που προκύπτει λόγω κάποιων καλά καμωμένων πινελιών (η ιδέα του απρόσμενου, τρυφερού κεντρικού ρομάντζου, το αναπάντεχο για mainstream προϊόν κοινό σκοτάδι των παρελθοντικών βιωμάτων της πρωταγωνιστικής πεντάδας), τα σφάλματα συσσωρεύονται συνθέτοντας στη λήξη της διαδρομής την εικόνα μιας φιλότιμης αποτυχίας. Διακρίνονται τα σημάδια ενός προσωπικού στοιχήματος για τον Josh Boone, εντός εμπορικών πλαισίων πάντοτε, που κάνουν άσχημη αντίστιξη με επιλογές εμφανώς επιβαλλόμενες από την Disney, που φαίνεται να μετρίασε και το στοιχείο του τρόμου στο όλο μείγμα.

Διχασμένο μεταξύ μιας πιο χαμηλών τόνων και συνάμα συναισθηματικής προσέγγισης και των μπλοκμπαστερικών επιταγών που πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθηθούν για να προσέλθει το κοινό στις αίθουσες, το σύνολο δεν αγγίζει ικανοποιητικά αποτελέσματα σε καμία από τις δύο αυτές διαστάσεις του. Κανένας από τους βασικούς χαρακτήρες δεν χτίζεται με τρόπο τέτοιο ώστε να ιντριγκάρει για την περαιτέρω εξέλιξή του εντός του φιλμ, πόσω μάλλον για το ενδεχόμενο επανεμφάνισής του σε σίκουελ όπως ήταν και η αρχική πρόθεση, ενώ και η σκιαγράφησή τους είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόχειρη (το μοναδικό μονοπάτι προς τη μετάβαση που φαίνεται να έχει πιο πολλές διακυμάνσεις είναι αυτό για την ηρωίδα της Anya Taylor-Joy). Το ύφος γραφής του σεναρίου επίσης δεν συμβαδίζει με την αίσθηση ενός προσωπικού οράματος εκ μέρους των Boone και Lee, έτσι όπως είναι γεμάτο με κονσερβαρισμένους διαλόγους και κλισέ. Αλλά και σκηνοθετικά, ο Boone απέχει πολύ από μια ευδιάκριτη υπογραφή, από την ευλυγισία της κάμερας ενός Singer, το ευφάνταστο πάντρεμα μοντερνισμού και vintage ενός Vaughn ή την πεσιμιστική τραχύτητα ενός Mangold, για να αναφερθούν και όσοι αρίστευσαν υπηρετώντας το σύμπαν των μεταλλαγμένων στο σινεμά. Ευτυχώς τουλάχιστον που πρόκειται για μια συμμαζεμένη σε διάρκεια και ρυθμό δουλειά, έχοντας ίσως επίγνωση και των περιορισμών της που δεν θα επέτρεπαν ένα «άπλωμα» χρόνου και προσδοκιών.

Υπάρχουν και δύο καλές ερμηνείες που αν είχαν ανάλογη υποστήριξη από το υλικό, θα είχε κι ανάλογα πολύ μεγαλύτερη σημασία η παρουσία τους. Η μία είναι αυτή της Maisie Williams, που συνθέτει ένα εύθραυστο, ευαίσθητο πορτρέτο που μοιάζει να παρέχει ένα είδος συναισθηματικής ραχοκοκαλιάς, το οποίο αδυνατεί να δώσει η πιο αμήχανη έτερη συμπρωταγωνίστρια Blu Hunt, της οποίας η ηρωίδα επίσης καταλαμβάνει μεγάλο μερίδιο του κινηματογραφικού χρόνου. Η άλλη είναι αυτή της Anya Taylor-Joy, που παρέχει έναν δυναμισμό, μια ιδιαιτερότητα και μια ενέργεια που δεν διαθέτουν άλλοι τομείς του φιλμ.

Σε γενικές γραμμές, αυτό που αφήνεται σαν επίγευση είναι μια πίκρα για το πώς ένας κύκλος ταινιών που με όλες τις επιμέρους αδυναμίες του άσκησε τη δική του αθόρυβη αλλά εμφανή επίδραση στον εμπορικό κινηματογράφο εδώ και είκοσι χρόνια, μοιάζει να έχει έναν τόσο άδοξο επίλογο. Κι ενώ η υπερηρωική ταινία βαδίζει στο φως μιας νέας δεκαετίας, μένει να φανεί αν το τέλμα με το οποίο έκλεισε τον κύκλο ζωής του το επιδραστικότερο για το συγκεκριμένο είδος franchise θα αντικατοπτρίσει και μια γενικότερη τάση ή όχι.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

23 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *