Μαδρίτη, Καλοκαίρι του 2011. Οικονομική κρίση. Το κίνημα 15-Μ και ενάμιση εκατομμύριο πιστοί περιμένουν την άφιξη του πάπα, σε μια πόλη που είναι πιο χαοτική από ποτέ. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ντετέκτιβ Βελάρντε και Αλφάρο πρέπει να ανακαλύψουν κάποιον που φαίνεται να είναι ψυχοπαθής δολοφόνος. Το κυνήγι του είναι ενάντια στον χρόνο και θα τους κάνει να συνειδητοποιήσουν κάτι που δεν φαντάζονταν ποτέ: κανένας από τους δυο τους δεν είναι και τόσο διαφορετικός από τον δολοφόνο.

Σκηνοθεσία:

Rodrigo Sorogoyen

Κύριοι Ρόλοι:

Antonio de la Torre … Luis Velarde

Roberto Alamo … Javier Alfaro

Josean Bengoetxea … Marino

Javier Pereira … Andres Bosque

Luis Zahera … Alonso

Jose Luis Garcia Perez … Sancho

Monica Lopez … Amparo

Maria Ballesteros … Rosario

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Isabel Pena, Rodrigo Sorogoyen

Παραγωγή: Mercedes Gamero, Gerardo Herrero, Mikel Lejarza

Μουσική: Olivier Arson

Φωτογραφία: Alejandro de Pablo

Μοντάζ: Alberto del Campo, Fernando Franco

Σκηνικά: Miguel Angel Rebollo

Κοστούμια: Paola Torres

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Que Dios Nos Perdone
  • Ελληνικός Τίτλος: Κανείς Δεν Μπορεί να Μας Σώσει
  • Διεθνής Τίτλος: May God Save Us

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Roberto Alamo) στα Goya. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Javier Pereira), σενάριο και μοντάζ.
  • Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 8/8/2017

Οι Ισπανοί με διάφορους τίτλους την τελευταία δεκαετία (“La Isla Mínima”, “El Cuerpo”) έχουν αν μη τι άλλο επιδείξει μια αξιοθαύμαστη δεξιότητα στο είδος του αστυνομικού θρίλερ, και το φιλμ του Rodrigo Sorogoyen έρχεται για να επιβεβαιώσει την ακμάζουσα αυτή μόδα. Μιμούμενη και η ίδια την τάση που καθιέρωσε το “Se7en” του David Fincher να μη δείχνονται μπροστά από το φακό οι σκηνές των φόνων (με μια εξαίρεση όταν αποκαλύπτεται επιτέλους η ταυτότητα του σειριακού δολοφόνου) και που έχει καταστεί πλέον ως νόρμα στο mainstream κινηματογράφο, το “Que Dios Nos Perdone” δομείται κατά βάση σαν ένα buddy movie χωρίς σαχλά γέλια ωστόσο γύρω από το πρωταγωνιστικό του δίδυμο και τις αντιθέσεις του.

Ο Antonio de la Torre δουλεύει πιο υποδόρια, πιο χαμηλόφωνα από το συμπρωταγωνιστή του Roberto Álamo που προσαρμοσμένος και στις ανάγκες του ρόλου του είναι πιο εκρηκτικός και πληθωρικός, ωστόσο παρά τις προσπάθειες του δεύτερου είναι ο πρώτος που καταφέρνει να χτίσει έναν πιο συμπαγή κι ενδιαφέροντα χαρακτήρα, με σεναριακά κενά μεν που δημιουργούν όμως δε ένα γοητευτικό πέπλο μυστηρίου γύρω από τον ίδιο. Παρότι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το πόνημα του Sorogoyen δεν επωφελείται ουσιαστικά από τις μάλλον επιφανειακές πολιτικές του αναφορές στις μεγάλες συγκεντρώσεις πολιτών εκείνης της περιόδου περί το 2011, δεν προσφέρει κάποιο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης ή παραλληλισμό με την κεντρική πλοκή του φιλμ. Εν ολίγοις, πρόκειται για πινελιές που κάνουν το σενάριο να προσποιείται κάτι που δεν είναι, ενώ θα μπορούσε να είναι κάλλιστα περήφανο για την πραγματική του ταυτότητα, αυτή ενός θρίλερ μυστηρίου συνταγής δηλαδή, προβλέψιμου μεν στην εκτέλεσή του, αποτελεσματικού δε. Δεν υπάρχει κάποια εκ βαθέων κατάδυση στον εγκέφαλο και τη νοοτροπία του δολοφόνου στου οποίου το κατόπι βρίσκεται η αστυνομία πέραν κάποιων ψυχολογικών ερμηνειών των αρμοδίων που προσπαθούν να διαλευκάνουν τα εγκλήματα, κι εκεί είναι που «χάνει» ελαφρώς το σενάριο, καθώς παρατηρεί αποστασιοποιημένα το θύτη και δεν προσφέρει στο θεατή μια διαφορετική οπτική γωνία προσπαθώντας να τον τοποθετήσει στα άδυτα του εσωτερικού του κόσμου όπως έχουν κάνει κατά καιρούς άλλες ταινίες πρότυπα του είδους, ίσως για να διατηρήσει μια αύρα μυστηρίου γύρω από τη φιγούρα του. Επιπλέον θα ήταν ευπρόσδεκτη μια καλύτερη ανάπτυξη δευτερευόντων χαρακτήρων ώστε η πινακοθήκη που πλαισιώνει τους δύο κεντρικούς ήρωες να είναι πλουσιότερη. Η δίωρη διάρκεια κυλάει πολύ ευχάριστα, έστω κι αν μερικές υποπλοκές φαντάζουν περιττές, όπως για παράδειγμα το ρομάντζο του ήρωα του de la Torre με μια καθαρίστρια που υπάρχει ξεκάθαρα για τη δημιουργία συναισθημάτων ταύτισης, χωρίς να χαρακτηρίζεται η προσπάθεια αυτή από επιτυχία. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται έξοχα την ένταση και το σασπένς, ειδικά στην τελική σκηνή που παρά το απότομο κλείσιμό της χτίζεται με έναν πραγματικά υπέροχο τρόπο που υποδηλώνει ένα δημιουργό που έχει διδαχθεί από τους κλασικούς της κατηγορίας.

Εν ολίγοις, πρόκειται για μια προσπάθεια που έχει δανειστεί πολλά από την αμερικάνικη σχολή, τόσο στα δυνατά της σημεία όσο και στα κλισέ της. Προκειμένου όμως κάποιος να ανεχθεί ακόμη μια χολιγουντιανή εκδοχή της μεγάλης αυτής παράδοσης στην οποία τα «πλην» θα υπερισχύουν των «συν» η ευρωπαϊκή εναλλακτική που παρέχεται από αυτήν την ταινία και τις ομοεθνείς της παράγωγες αποδεικνύεται ιδιαίτερα δελεαστική. Έχει μια στιβαρότητα που εκλείπει σε πιο φορμουλαϊκές απόπειρες στο ίδιο είδος που προέρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μια ευπρόσδεκτη δόση σκοταδιού και αμφισημίας χωρίς να το παρακάνει, καλές ερμηνείες και μια άκρως λειτουργική χημεία μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών. Το αποτέλεσμα είναι απολαυστικό με ένα μαζικώς προσβάσιμο τρόπο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *