Μαδρίτη, 1976. Μόλις έναν χρόνο πριν πέθανε ο δικτάτορας Φράνκο, και η χώρα βρίσκεται σε μια μετάβαση. Η οικογένεια Ολμέδο -ο Μανόλο η Καντέλα και τα τρία τους παιδιά- μετακομίζει στη μεγαλούπολη, ελπίζοντας να βγάλουν χρήματα και να κάνουν μια καλύτερη ζωή. Παρόλα αυτά, τίποτα δεν πάει καλά από την αρχή. Ο μικρούλης Ράφι απάγεται από μια οντότητα, και το σπίτι φανερώνει άμεσα τα δαιμονικά του μυστικά.

Σκηνοθεσία:

Albert Pinto

Κύριοι Ρόλοι:

Begona Vargas … Amparo Olmedo

Ivan Marcos … Manolo

Bea Segura … Candela

Sergio Castellanos … Pepe

Jose Luis de Madariaga … Fermin

Ivan Renedo … Rafael

Concha Velasco … Maruja Davalos

Javier Botet … γηραιά Clara/διαχειριστής

Maria Ballesteros … Lola

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ramon Campos, Gema R. Neira, David Orea, Salvador S. Molina

Παραγωγή: Ramon Campos, Mercedes Gamero, Jordi Gasull, Pablo Nogueroles

Μουσική: Frank Montasell, Lucas Peire

Φωτογραφία: Daniel Sosa Segura

Μοντάζ: Andres Federico Gonzalez

Σκηνικά: Carlos Dorremochea

Κοστούμια: Eva Camino

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Malasana 32
  • Ελληνικός Τίτλος: Οδός Μαλασάνια 32
  • Διεθνής Τίτλος: 32 Malasana Street

Παραλειπόμενα

  • Διαφημίζονταν ως εμπνευσμένη από “αληθινά” γεγονότα. Στην πραγματικότητα, αφορά γενικά τα στοιχειωμένα σπίτια στη Μαδρίτη, και τη συλλογική φαντασία των κατοίκων πάνω στο θέμα.
  • Στη Μαδρίτη, η οδός Μαλασάνια σταματάει στο 30. Οι δημιουργοί έκαναν εσκεμμένα το λάθος.
  • Το σενάριο βρίσκονταν στα συρτάρια επί 8 χρόνια.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 24/7/2020

Έχει κάποια υποσχόμενα στοιχεία το φιλμ του Albert Pinto. Ο ίδιος επιδεικνύει μια αυτοπεποίθηση ως προς τον χειρισμό των οπτικών του μέσων (είναι προφανές ότι έχει μελετήσει πολύ χολιγουντιανούς του συναδέλφους), υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα ευρήματα, ενώ γίνεται και μια καλή αξιοποίηση της ρετρό ατμόσφαιρας της δεκαετίας του 1970, έστω κι αν χάνεται μια ευκαιρία και για ένα ουσιαστικό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο ελέω περιόδου, παρόλο που υπάρχουν νύξεις εδώ κι εκεί.

Δυστυχώς, όμως, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια «σούπα». Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό, είναι το ίδιο το στοιχείο του τρόμου μέσα στην ταινία: στηρίζεται σε πολυχρησιμοποιημένα κλισέ. Ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός jump-scares, ηλικιωμένοι και παιδιά που συμπεριφέρονται περίεργα, ανατριχιαστικά τραγούδια που ακούγονται από ένα πικάπ, αιμορραγίες με μαύρο χρώμα, πολλά δοκιμασμένα κόλπα πέφτουν πάνω στο τραπέζι, με τον έμπειρο θεατή να αποκτά σύντομα την αίσθηση ότι πολλά από όσα παρουσιάζονται εδώ τα έχει ξαναδεί λιγότερο ή περισσότερο. Για να μη γίνει εκτεταμένη αναφορά σε σκηνές που σχεδόν ξεπατικώνουν τον «Εξορκιστή» και το «Πνεύμα του Κακού»…

Η ιδέα του να προσαρμόζονται οι μεμονωμένες σεκάνς τρόμου στα πλαίσια του κάθε ήρωα που βρίσκεται στο επίκεντρό τους έχει δυνατότητες, αλλά εξαντλείται από τη στιγμή που ο Pinto δεν τις αξιοποιεί για να πλάσει παράλληλα σε βάθος χαρακτήρες. Αποκομίζεται επίσης αρκετές φορές η αίσθηση πως μπαίνει εσκεμμένα ένα φρένο, πως το σενάριο δεν προχωρά όσο θα έπρεπε όταν τα πράγματα γίνονται κάπως πιο σκοτεινά λόγω εμπορικής στόχευσης (τρανταχτό παράδειγμα η σκηνή με το ποντικοφάρμακο). Αν ο Pinto κοίταζε και λίγο προς Ευρώπη μεριά (άλλωστε η χώρα του από τις αρχές της τρέχουσας χιλιετίας παρήγαγε αξιοπρόσεκτα δείγματα τρόμου), σίγουρα θα προέκυπτε κάτι αποτελεσματικότερο, αλλά και με πιο έντονη προσωπικότητα.

Πάντως υπάρχουν και στιγμές κατά τις οποίες προκύπτει πηγαίο σασπένς όπως κι ένταση, γεγονός που δείχνει πως στο σκηνοθετικό τιμόνι βρίσκεται κάποιος που έχει τουλάχιστον μια βασική γνώση των μηχανισμών του είδους. Αλλά τα λάθη που μαζεύονται δεν είναι και λίγα. Η εισαγωγική σκηνή ενδεικτικά θα μπορούσε να διδάσκεται σε κινηματογραφικές σχολές ως παράδειγμα προς αποφυγήν για το πώς να μην ξεκινήσει κανείς το φιλμ του, δεδομένου του πόσο αντικλιμακτικά συστήνει τον μύθο που αφηγείται. Και το δραματικό στοιχείο είναι κάπως στεγνό, δεν προσθέτει πόντους. Αντίθετα, το μυστήριο που βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής έχει «ψωμί», και είναι κρίμα που δεν αναδεικνύεται όσο θα έπρεπε λόγω σφαλμάτων που αφορούν το ποια είναι η σεναριακή διαδρομή που ακολουθείται για να φτάσει ο θεατής στο σημείο της αποκάλυψής του. Τελικά η κορύφωση έρχεται, και από εκεί κι έπειτα ό,τι απομένει να ειπωθεί μπαίνει στον αυτόματο πιλότο, κλείνοντας υπερβολικά τυπικά μια ιστορία με κάποιες ιντριγκαδόρικες αρετές, που όμως δεν καταφέρνει να κάνει τη διαφορά στην κατηγορία στην οποία ανήκει. Αντίστοιχες των αδύναμων χαρακτήρων είναι και οι περισσότερες εκ των ερμηνειών, με την Bea Segura μονάχα να προσπαθεί σε υποστηρικτικό ρόλο για κάτι πιο ολοκληρωμένο, ξεχωρίζοντας σαφώς από το σύνολο του καστ. Σε γενικές γραμμές δεν προκύπτει ποτέ κάποια μεγάλη καλλιτεχνική χοντράδα που να πετάει αυτόν που παρακολουθεί εντελώς έξω, αλλά επικρατεί μια τόσο έντονη τυποποίηση που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για περίπτωση που θα αποκτήσει φανατικούς φίλους ή κάποια μελλοντική καλτ αξία.

Αν ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί κάτι που κατασκευαστικά δεν έχει να ζηλέψει πολλά από προϊόντα τρόμου χαμηλού ή μεσαίου προϋπολογισμού αμερικάνικων στούντιο, τότε θα ήταν δυνατό το «Οδός Μαλασάνια 32» να προσμετρηθεί και ως επιτυχία. Σε μια χρονική συγκυρία όμως που το συγκεκριμένο είδος μοιάζει να εξελίσσεται, τόσο στο mainstream κύκλωμα όσο και στο ανεξάρτητο, δουλειές σαν τη συγκεκριμένη μοιάζουν σαν να μένουν πίσω από τις τρέχουσες εξελίξεις. Και κάπως έτσι ανοίγει η όρεξη για επαναλήψεις του «[Rec]» και του «Ορφανοτροφείου»!

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *