Η Άβα, πρώην εξαρτημένη, είναι πλέον μία αδίστακτη γυναίκα-δολοφόνος. Αν και στη δουλειά της είναι απίστευτα αποτελεσματική, συνεχώς παραβιάζει τα πρωτόκολλα, με αποτέλεσμα να εξοργίζει τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης στην οποία ανήκει. Πλέον έχει γίνει η ίδια στόχος και πρέπει να ξεφύγει από τους πρώην εργοδότες της.

Σκηνοθεσία:

Tate Taylor

Κύριοι Ρόλοι:

Jessica Chastain … Ava Faulkner

Colin Farrell … Simon

Geena Davis … Bobbi

Common … Michael

John Malkovich … Duke

Ioan Gruffudd … Peter Hamilton

Joan Chen … Toni

Diana Silvers … Camille

Jess Weixler … Judy

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Matthew Newton

Παραγωγή: Kelly Carmichael, Nicolas Chartier, Jessica Chastain, Dominic Rustam

Μουσική: Bear McCreary

Φωτογραφία: Stephen Goldblatt

Μοντάζ: Zach Staenberg

Σκηνικά: Molly Hughes

Κοστούμια: Megan Coates

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ava
  • Ελληνικός Τίτλος: Επικίνδυνη Ομορφιά

Παραλειπόμενα

  • Αρχικά ήταν να το σκηνοθετήσει ο Matthew Newton. Την ίδια εποχή, όμως, τον βάραιναν πολλαπλές κατηγορίες για επιθέσεις και οικογενειακή βία. Ο ίδιος δήλωσε ένοχος για την περίπτωση της φίλης του, Brooke Satchwell. Η Jessica Chastain τότε βρέθηκε υπόλογος για υποκρισία όντας εργαζόμενη για τον Newton, και ταυτόχρονα δημόσιος συνήγορος του κινήματος #MeToo. Τότε αντικαταστάθηκε με τον Tate Taylor, παραμένοντας όμως στην ταινία λόγω του σεναρίου του.
  • Η ταινία αρχικά τιτλοφορούνταν Eve, όπως και Ιβ ήταν το όνομα της κεντρικής ηρωίδας. Για άγνωστους λόγους, αμφότερα άλλαξαν μόλις τελείωσαν τα γυρίσματα. Μια εξήγηση θα μπορούσε να αφορά την ύπαρξη της ταινίας Killing Eve το 2018.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 31/7/2020

Έχει αναμειχθεί και σε αξιόλογα πρότζεκτ η Voltage Pictures, αλλά έχει συνδεθεί το όνομά της και με δευτεροκλασάτες ή και τριτοκλασάτες δουλειές, οπότε μια επιφύλαξη όταν εμφανίζεται το λογότυπό της στην οθόνη είναι λογικό να δημιουργείται. Και τελικά αυτό το συναίσθημα μάλλον δικαιώνεται, παρόλο που υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία που μπορούν να εκτιμηθούν.

Αν το κεντρικό στοίχημα ήταν να αποδειχθεί αν η Jessica Chastain δύναται να σηκώσει το ειδικό βάρος μιας ηρωίδας δράσης, τότε μάλλον αυτό επετεύχθη. Καταφέρνει να σταθεί αξιοπρεπέστατα στις σκηνές δράσης, έχει τον αέρα που απαιτείται από έναν τέτοιο ρόλο, και η εμπειρία της στο καθαρόαιμο δράμα τής δίνει τη δύναμη να στηρίξει τις -αναιμικές από μόνες τους- σοβαρότερες στιγμές, ενώ μια ακραιφνώς μπλοκμπαστερική ηθοποιός ενδέχεται να αντιμετώπιζε προβλήματα στο ίδιο κομμάτι.

Υπάρχουν όμως ριζικά προβλήματα, τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, σε τέτοιο βαθμό που όσο θετικά και να προσπαθήσει να δει κάποιος μεμονωμένα τη συνεισφορά της Chastain δεν γίνεται να τα αγνοήσει. Η μικρή εμπειρία του Matthew Newton στη συγγραφή φαίνεται από το πόσο άτσαλα εκθέτει πληροφορίες για την κεντρική ηρωίδα του και την πλοκή, μέχρι την αδυναμία του να διαχειριστεί τους πολλούς χαρακτήρες του και να τους εντάξει κάπως αρμονικά στην αφήγηση, όπως και τις υποπλοκές τους (δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο αδιάφορο το κομμάτι της ιστορίας που αφορά τον πρώην της πρωταγωνίστριας και την αδερφή της).

Η ευθύνη για την αποτυχία όμως βαραίνει και τον Tate Taylor. Ο ίδιος έχει δοκιμαστεί στο κοινωνικό δράμα, στη βιογραφία, στο μυστήριο και τον τρόμο, συχνά με ένα γυναικοκεντρικό πρόσημο, είναι όμως στη δράση που πραγματικά συμπεριφέρεται σαν ψάρι έξω από το νερό. Ειδικά στις σεκάνς μαχών σώμα με σώμα, ακόμη κι αν είναι κινηματογραφημένες με στοιχειώδη ένταση, ολισθαίνει σε τρανταχτά σφάλματα στο μοντάζ και στο στήσιμο της κάμερας, με μερικά από τα πιο άσχημα ζουμ της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί που προκύπτει δραματικό στοιχείο τα πράγματα είναι εμφανώς καλύτερα από πλευράς σκηνοθετικής διαχείρισης, μιας και ο ίδιος φαίνεται να βρίσκεται σε χωράφια με τα οποία είναι περισσότερο εξοικειωμένος (και είναι κρίμα που το κείμενο δεν τον αφήνει να εμβαθύνει πολύ σε αυτό). Κατασκευαστικά δίνεται πολύ συχνά η αίσθηση της τσαπατσουλιάς. Αλλά και το υποστηρικτικό καστ είναι απογοητευτικό στην πλειοψηφία του παρά το εκτόπισμα των ονομάτων, με την Geena Davis μονάχα να προσπαθεί κάπως, σε μια ερμηνεία που ωστόσο «φωνάζει» ότι θέλει να είναι δεύτερος ρόλος που να κλέβει την παράσταση. Ξεχωριστή αναφορά αξίζουν ο John Malkovich, ο οποίος μοιάζει να ενδιαφέρεται λιγότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο για αυτό που του έχει ανατεθεί, αλλά και ο Common, που περιφέρεται συνεχώς αμήχανος.

Τελικά τι μένει; Πέραν μιας Chastain που σηκώνει το όλο εγχείρημα πάνω στους ώμους της, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα τάση προς τη σπουδή χαρακτήρα, όχι πλήρως αξιοποιημένη μεν, που διαφοροποιεί ελαφρώς το τελικό αποτέλεσμα από μια πλήρως τυπική περιπέτεια δε. Το «ανοιχτό» φινάλε είναι επίσης μια ευπρόσδεκτη πινελιά, ένας σχετικά έξυπνος αποχαιρετισμός στον θεατή. Επιπλέον, η ροή της αφήγησης είναι αρκούντως στρωτή, σπάνια υπάρχει η αίσθηση ότι δημιουργείται «κοιλιά». Συνολικά, πάντως, αυτές οι αρετές δεν αρκούν για να κάνουν το όλο πακέτο άξιο πρότασης.

Ειδικά σε μια περίοδο που το σινεμά με γυναίκες σε πρωταγωνιστικούς ρόλους εν γένει, και όχι μονάχα αυτό της δράσης, βρίσκεται σε μια κομβική φάση και μοιάζει να εμπνέει ολοένα και πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα, περιπτώσεις σαν αυτήν της «Επικίνδυνης Ομορφιάς» φαντάζουν κάπως εκτός κεντρικών εξελίξεων. Αν ο Taylor είχε μελετήσει καλύτερα συναδέλφους του που τόλμησαν με πιο πρωτότυπο τρόπο στο πεδίο «ταινία δράσης με γυναίκα στον κεντρικό ρόλο» σχετικά πρόσφατα (το «Atomic Blonde» έρχεται στον νου), είναι πολύ πιθανό να παρέδιδε κάτι εμφανώς πιο ενδιαφέρον και συγκροτημένο στη συνολική εικόνα του.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *