Τύνιδα, Καλοκαίρι του 2010, λίγους μήνες πριν την επανάσταση. Η 18χρονη Φαρά μόλις αποφοίτησε και η οικογένεια της ήδη τη βλέπει ως μια γιατρό. Αλλά η κοπέλα δεν σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο. Τότε, γίνεται μέλος σε μια πολιτικοποιημένη ροκ μπάντα. Έχει το πάθος για ζωή, μεθάει, ανακαλύπτει τον έρωτα και την πόλη της καταμεσής τη νύχτα, κι όλα αυτά ενάντια στη θέληση της μητέρας της, της Χαβέτ, που γνωρίζει ότι η Τυνησία είναι περισσότερο επικίνδυνη από ό,τι πιστεύει η κόρη της.

Σκηνοθεσία:

Leyla Bouzid

Κύριοι Ρόλοι:

Baya Medhaffer … Farah Hallel

Ghalia Benali … Hayet Hallel

Montassar Ayari … Borhene

Lassaad Jamoussi … Mahmoud Hallel

Aymen Omrani … Ali

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Leyla Bouzid, Marie-Sophie Chambon

Παραγωγή: Sandra da Fonseca, Imed Marzouk

Μουσική: Khyam Allami

Φωτογραφία: Sebastien Goepfert

Μοντάζ: Lilian Corbeille

Σκηνικά: Raouf Hiloui

Κοστούμια: Nadia Anane

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: A Peine J’Ouvre les Yeux

Ελληνικός Τίτλος: Με τα Μάτια Ανοιχτά

Διεθνής Τίτλος: As I Open My Eyes

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για το βραβείο Lux του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
  • Βραβείο Label Europa Cinemas στο φεστιβάλ Βενετίας.
  • Επίσημη πρόταση της Τυνησίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Προτάθηκε από την Τυνησία για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά η ακαδημία δεν το έκανε δεκτό. Ήταν και πρόταση της τελευταίας στιγμής, μια κι αρχικά είχε προταθεί άλλη ταινία από τη χώρα.
  • Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τη Leyla Bouzid, κόρη ενός διάσημου σκηνοθέτη της Τυνησίας, του Nouri Bouzid.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 13/1/2017

Βρισκόμαστε στην Τυνησία του 2010, πριν τα γεγονότα που θα οδηγούσαν στις εξεγέρσεις που θα αποκαθήλωναν από την εξουσία τον πρόεδρο Μπεν Άλι και που θα ενέπνεαν μια σειρά παρόμοιων αντιδράσεων σε χώρες της ευρύτερης περιοχής στην αλυσίδα συμβάντων που θα έπαιρνε το όνομα Αραβική Άνοιξη. Η νεαρή Farah έχει ανοιχτό τον δρόμο μπροστά της στον χώρο των ιατρικών σπουδών, η κύρια ενασχόλησή της όμως, που αποτελεί παράγοντα που τη φέρνει σε σκληρή αντιπαράθεση πολλές φορές με τη μητέρα της ονόματι Hayet, είναι να τραγουδάει σε ένα συγκρότημα, όπου μάλιστα έχει ερωτικό δεσμό με ένα εκ των μελών του, τον Bohrene. Το αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από νεαρούς σε ηλικία ανθρώπους μουσικό αυτό σχήμα δεν διστάζει μέσα από τα τραγούδια του να κάνει αιχμηρό πολιτικό σχολιασμό με αλληγορικό αλλά κι άμεσο τρόπο, κάτι που δεν αρέσει σε συγκεκριμένες συντηρητικές δυνάμεις της Τύνιδας, όπως την αστυνομία.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Leyla Bouzid, με πορεία σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και υποψήφια για το βραβείο Lux του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, είναι ένα φιλμ για τη ζωντάνια και την επαναστατική διάθεση της νιότης που όμως μαραζώνει και σαπίζει κάτω από τις πιέσεις μιας κοινωνίας που δεν την αφήνει να ευδοκιμήσει και να εκφραστεί δημιουργικά. Σε περισσότερο από ένα σημεία, άλλωστε, η Hayet αναφέρει πως στην ηλικία της κόρης της είχε έναν παρόμοιο ατίθασο χαρακτήρα, τον οποίο όμως αναγκαστικά καταπίεσε για να συμβαδίσει με τις επιταγές μιας «φυσιολογικής ζωής», όπως αυτή εννοείται στην Τυνησία. Έτσι, ενώ το έργο ξεκινά με ένα ύφος φρέσκο κι ευδιάθετο, κλείνει με μια πεσιμιστική κατακλείδα, φέρνοντας την ηρωίδα αντιμέτωπη με τραυματικό τρόπο με τη σκληρή πραγματικότητα της χώρας και της κοινωνίας της. Μόνο που ενώ ο καταγγελτικός εναντίον της κρατικής καταπίεσης και της λογοκρισίας τόνος της Bouzid μόνο σύμφωνο μπορεί να βρει τον οποιονδήποτε θεατή με ευαισθησίες, υπάρχουν διάφορα προβλήματα στην κατασκευή που εμποδίζουν το τελικό αποτέλεσμα να ανυψωθεί ποιοτικά. Για παράδειγμα, η κινηματογράφηση δεν είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένη και μένει σε ένα επίπεδο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τηλεοπτικό. Ποτέ δεν δίνεται χρόνος για να αναπτυχθούν σαν χαρακτήρες τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος πέρα από τη Farah (εδώ να σημειωθεί η πραγματικά υπέροχη ερμηνεία της Baya Medhaffer, η οποία συναρπάζει με τον αυθορμητισμό και την εκφραστικότητά της και κατορθώνει να «κουβαλήσει» πάνω της την ταινία, γιατί πράγματι αν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο αξίζει να παρακολουθηθεί, είναι αυτός). Ακόμη κι ο Bohrene, που είναι ο πλέον σημαντικός ανδρικός ρόλος στην υπόθεση, παραμένει σε δεύτερη μοίρα και στερείται δραματουργικού ενδιαφέροντος, παρόλο που η σχέση του με τη Farah είναι θεωρητικά ένας από τους σημαντικούς θεματικούς πόλους του «Με τα Μάτια Ανοιχτά».

Το κομμάτι του φιλμ που καταπιάνεται με τις διακυμάνσεις στις σχέσεις μεταξύ μάνας και κόρης έχει σαφώς μεγαλύτερη πειστικότητα και χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, έστω κι αν τέτοιου είδους οικογενειακές δυσαρμονίες έχουν περιγραφεί με παρόμοιο τρόπο και σε άλλες ταινίες (που μάλιστα δεν καταπιάνονται και με κοινωνίες τόσο καταπιεστικές όπως η τυνησιακή). Ένα ακόμη θετικό στοιχείο της ταινίας αποτελούν οι μουσικές σκηνές που ξεχωρίζουν θετικά από το υπόλοιπο σύνολο και καταφέρνουν να βυθίσουν σε μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα με τη βοήθεια των ξεχωριστών ήχων και της ποίησης των στίχων. Ένας σημαντικός παράγοντας που καθηλώνει την ταινία στο επίπεδο μιας απλώς ενδιαφέρουσας προσπάθειας αντί να κάνει μια ποιοτική υπέρβαση, είναι και η προβλέψιμη εξέλιξη της πλοκής από ένα σημείο και ύστερα, προκειμένου η Bouzid να ολοκληρώσει το μήνυμα που επιθυμεί να περάσει. Επιπλέον, η επιλογή που κάνει το έργο να αφηγηθεί την ιστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας σε καλή σχετικά οικονομική κατάσταση παραμερίζει άλλες υπαρκτές κοινωνικές πραγματικότητες που υπήρξαν και οι αιτίες για τις διαδηλώσεις που έλαβαν μέρος το χρονικό διάστημα ύστερα από αυτό στο οποίο διαδραματίζεται το φιλμ. Το «Με τα Μάτια Ανοιχτά» εντέλει είναι ο ορισμός των καλών προθέσεων μεν, χλιαρών επιδόσεων δε.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *