Η παρέα των κυνηγών φαντασμάτων ξανακτυπά, αυτή τη φορά αντιμετωπίζοντας το πνεύμα ενός μολδαβού τυράννου του 17ου αιώνα! Πέντε χρόνια μετά τη μάχη με τον Γκόζερ, η γραφειοκρατία κατάφερε να νικήσει τους Γκόστμπαστερς και να τους βγάλει εκτός δουλειάς. Έτσι, ο Ρέι άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο, ο Ίγκον κάνει πειράματα σε ανθρώπους για κάποιο πανεπιστήμιο, και ο Πίτερ διατηρεί τηλεοπτική εκπομπή, μετά από το χωρισμό του με την Ντέινα, η οποία εργάζεται πλέον σε μουσείο του Μανχάταν. Καθώς όμως το αφεντικό της, ο Γιάνος Πόχα, δουλεύει πάνω σ’ ένα πίνακα του 17ου αιώνα, ο οποίος αναπαριστά έναν τύραννο ονόματι Βίγκο, ο πίνακας ζωντανεύει…

Σκηνοθεσία:

Ivan Reitman

Κύριοι Ρόλοι:

Bill Murray … Δρ Peter Venkman

Dan Aykroyd … Δρ Raymond ‘Ray’ Stantz

Harold Ramis … Δρ Egon Spengler

Sigourney Weaver … Dana Barrett

Rick Moranis … Louis Tully

Ernie Hudson … Winston Zeddemore

Annie Potts … Janine Melnitz

Peter MacNicol … Δρ Janosz Poha

Kurt Fuller … Jack Hardemeyer

David Margulies … δήμαρχος Lenny Clotch

Harris Yulin … δικαστής Stephen Wexler

Wilhelm von Homburg … Vigo

Max von Sydow … Vigo (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Harold Ramis, Dan Aykroyd

Παραγωγή: Ivan Reitman

Μουσική: Randy Edelman

Φωτογραφία: Michael Chapman

Μοντάζ: Donn Cambern, Sheldon Kahn

Σκηνικά: Bo Welch

Κοστούμια: Gloria Gresham

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ghostbusters II
  • Ελληνικός Τίτλος: Γκόστμπαστερς ΙΙ
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Ghostbusters 2
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Γκόστμπαστερς 2

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Παραλειπόμενα

  • Η Columbia Pictures, όπως ήταν φυσιολογικό, προσπάθησε άμεσα για το σίκουελ (παρότι το ορίτζιναλ δεν είχε βγει με αυτή την προοπτική), αλλά έβρισκε εμπόδια από το αρχικό καστ και το επιτελείο. Χαρακτηριστικά, το 1986 απομακρύνθηκε από την θέση του προέδρου της εταιρίας ο David Puttnam, ακριβώς επειδή δεν τα πήγαινε καλά με τον Murray και τον ατζέντη των Murray, Aykyroyd, Ramis και Reitman. Επίσης, ο Puttnam προτιμούσε μικρές και ξένες παραγωγές, παρά μπλοκμπάστερ. Από την άλλη, ο Reitman αργότερα δήλωσε ότι δεν έφταιγε ο Puttnam, αλλά όταν εκείνος απευθύνθηκε στο νεοϋορκέζικο τμήμα της Columbia, εκείνοι δεν ήταν καθόλου έτοιμοι για να φέρουν την παραγωγή σε πράξη. Επίσης, ο Reitman είπε ότι επί τρία χρόνια το αρχικό καστ δεν ήθελε σίκουελ, ενώ όταν τα πράγματα άλλαξαν, ο Murray είχε το Πάρτι Φαντασμάτων, και όταν πια ήταν διαθέσιμος, δεν υπήρχε σενάριο.
  • Όταν το 1987 μπήκε στο κεφάλι της Columbia η Dawn Steel, η πρώτη γυναίκα σε παρόμοια θέση, έθεσε το σίκουελ σε πρώτη προτεραιότητα. Ήταν όμως τον Μάρτη του 1988, όπου ο ατζέντης Michael Ovitz μάζεψε σε εστιατόριο τους Murray, Aykroyd, Ramis και Reitman, όπου όλα αποφασίστηκαν. Όλοι τους ζήτησαν τον μικρότερο μισθό, σε αντάλλαγμα ποσοστά από τις εισπράξεις, ώστε να μείνει χαμηλό το μπάτζετ.
  • Το πρώτο δοκιμαστικό σενάριο του Aykroyd ήθελε να είχε απαχθεί η Ντέινα, και η παρέα να βρίσκονταν στη Σκοτία. Εκεί υπήρχε ένα δαχτυλίδι νεραϊδών, και ένας πολιτισμός εσωγήινων.
  • Σε μικρούς ρόλους εμφανίζονται ο Cheech Marin ως λιμενικός, ο Philip Baker Hall ως αρχηγός της αστυνομίας, και ο Bobby Brown ως θυρωρός. Επίσης, εμφανίζεται η Chloe Webb (Σιντ και Νάνσι) ως καλεσμένη στο World of the Psychic, με το όνομα Ελέιν.
  • Ο Bill Murray δήλωσε απογοητευμένος από την ταινία. Όπως είπε, οι τεχνικοί των εφέ προτιμούσαν τη γλίτσα παρά τους χαρακτήρες.
  • Ο Max von Sydow, που δάνεισε τη φωνή στον Βίγκο, εργάστηκε για την ταινία μονάχα μία ημέρα.
  • Το φιλμ δεν είχε τις κριτικές του ορίτζιναλ, αλλά πήγε κι αυτό καλά στα ταμεία. Με μπάτζετ 40 εκατομμύρια δολάρια, έβγαλε 215,4.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το τραγούδι του φιλμ είναι το On Our Own, σε ερμηνεία από τον Bobby Brown. Έφτασε ως το νούμερο 2 των ΗΠΑ, αλλά δεν είχε διαχρονική επιτυχία όπως ο προκάτοχος του.
  • Ο Danny Elfman έγραψε ένα τραγούδι για την ταινία, το Flesh ‘n Blood, αλλά προς απογοήτευση του χρησιμοποιήθηκε μονάχα ινστρουμένταλ και σε μικρό του σημείο.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 29/1/2016

Όλη η παλιοπαρέα είναι και πάλι μαζί, κι αυτό από μόνο του διασώζει το προχειρογραμμένο σενάριο. Σε πρώτη ανάλυση είναι μία από τα -συμπαθητικά- ίδια, και οι προσθήκες του Πίτερ ΜακΝίκολ (ο οποίος επανέλαβε τον ρόλο στο «Δράκουλας: Νεκρός και μ’ Αρέσει») και του πιο μάχιμου πλέον Ρικ Μοράνις κάνουν τη δουλειά τους. Η ταινία ικανοποιεί και πάλι τους φαν της πλάκας και των ειδικών εφέ, αλλά χάνει όσους διέκριναν το κάτι παραπάνω από την ταινία του 1984. Μόνο που έχει δεν υπάρχει πια η αρχική έκπληξη, και δεν γίνεται ουσιαστική ανανέωση του μύθου, απλά έχουμε ένα νέο επεισόδιο πολύ κοντά στο παλιό. Το μέγιστο πρόβλημα εδώ όμως είναι η μικρή παρουσία των αγαπημένων ηρώων. Μια και έχουν ήδη συστηθεί, εδώ ξεπετιούνται δίχως περαιτέρω ουσιαστική εξέλιξη, σε σημείο που ο Μάρεϊ είχε δίκιο ότι φαίνονται παραγκωνισμένοι από τα ειδικά εφέ. Από την άλλη, μπορεί και στο ορίτζιναλ ο Γκόζερ να μην παρήγαγε χιούμορ, αλλά ο Βίγκο εδώ παραείναι σοβαρός και εκτός κλίματος. Καλύτερη εντέλει ιδέα από όλες, ήταν αυτή του μαζικού τραγουδιού αγάπης, που περνάει κι ένα μήνυμα δύναμης μέσω της σύμπνοιας. Και μην τα βάζετε με τον εαυτό σας, δεν πάει κάτι λάθος που στο μυαλό σας μπορεί να έχετε μπερδέψει το τι ανήκει στην πρώτη και τι στη δεύτερη ταινία, φταίει ότι όλα σχεδόν μοιάζουν ίδια…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Νίκος Ρέντζος

Έκδοση Κειμένου: 29/12/2020

Πίσω στη δεκαετία του 1990, την εποχή που τόσο η πρώτη ταινία των Ghostbusters όσο και η δεύτερη είχαν την τιμητική τους στην ιδιωτική τηλεόραση, θυμάμαι συχνά να παρακολουθώ τη δεύτερη με πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πάντα, για κάποιο λόγο, ενθουσιαζόμουν πολύ περισσότερο όταν έπαιζε το Ghostbusters 2 και στηνόμουν μπροστά στην τηλεόραση από νωρίς, για να μη χάσω την εναρκτήρια σκηνή με το παιδικό καρότσι που κυλάει στη μέση του δρόμου μόνο του. Σήμερα όμως, παρότι ομολογουμένως η νοσταλγία εκείνης της εποχής παίζει μεγάλο ρόλο στη θέαση της ταινίας, μπορώ να διακρίνω αρκετούς λογούς που την καθιστούν αρκετά κατώτερη της πρώτης ταινίας, αν και διασκεδαστική.

Οι χαρακτήρες παραμένουν οι ίδιοι αλλά οι Γκόστμπαστερς έχουν ουσιαστικά διαλυθεί καθώς μόνο ο Ρέι και ο Γουίνστον βάζουν περιστασιακά τις στολές τους, όχι όμως για να κυνηγήσουν φαντάσματα αλλά για να πάρουν μέρος σε παιδικά πάρτι. Ακόμα κι εκεί όμως οι Κυνηγοί Φαντασμάτων δεν έχουν πια πέραση, όπως και σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη, που στην πλειοψηφία της, τους θεωρεί απατεώνες. Ο Βένκμαν απ’ την άλλη, έχει τη δική του τηλεοπτική εκπομπή με μεταφυσικό περιεχόμενο, ενώ ο Ίγκον Σπένγλερ έχει επιστρέψει στις επιστημονικές του έρευνες. Η ομάδα όμως θα επιστρέψει όταν τυχαία, μέσω της παλιάς γνώριμης και μεγάλου έρωτα του Βένκμαν, της Ντέινα Μπάρετ, θα ανακαλύψουν ένα τεράστιο ποτάμι εκτοπλάσματος που κυλάει κάτω από τη Νέα Υόρκη. Το εκτόπλασμα φαίνεται να κυνηγά το μωρό της Ντέινα, ενώ όλο αυτό το ποτάμι καταλήγει στο μουσείο της Νέας Υόρκης, εκεί που φυλάσσεται ο πίνακας του Βίγκο του Κατάκτητη, ενός Μολδαβού τύραννου του 17ου αιώνα, που προσπαθεί να επανέλθει στη ζωή.

Το πρόβλημα με την ταινία έρχεται νωρίς καθώς δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο οι άνθρωποι της Νέας Υόρκης του θεωρούν απατεώνες. Πέντε χρόνια πριν, τα μεταφυσικά φαινόμενα εμφανίζονταν σε ολόκληρη την πόλη και μάλιστα αν δεν υπήρχαν οι Γκόστμπαστερς, η Νέα Υόρκη θα αποτελούσε παρελθόν μετά την τεράστια επίθεση, που μπόρεσαν να δουν όλοι οι κάτοικοί της. Η αντίδραση λοιπόν τόσο των πολιτών όσο και της πολιτείας απέναντί τους είναι παράλογη.

Από εκεί κι έπειτα υπάρχει θέμα και στη ροή της ταινίας. Οι ατάκες και το χιούμορ βρίσκονται αρκετά βήματα πίσω σε σχέση με την πρώτη ταινία. Δεν υπάρχει ο ίδιος ρυθμός στους διαλόγους, πέρα από λίγα σημεία, που και σε αυτά όμως νιώθεις ότι αναμασάει ατάκες και καταστάσεις από το προηγούμενο φιλμ. Όπως δεν υπάρχει καλός ρυθμός στις ατάκες, έτσι δεν υπάρχει και γενικότερα στη ροή της ταινίας. Η εξέλιξη είναι λίγο αργή και δυστυχώς η κλιμάκωση, ενώ φαίνεται ότι θα είναι θεαματική, δεν πιάνει την κορύφωση που περιμένεις, ίσως γιατί δεν έχει στηθεί πολύ καλά η απειλή γύρω από τους ήρωες.

Δεν είναι όλα τόσο άσχημα στην ταινία. Υπάρχει η χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών, υπάρχουν οι σκηνές του Μάρεϊ με τη Σιγκούρνι Γουίβερ που έχουν ενδιαφέρον, υπάρχουν και μερικές ωραίες, διασκεδαστικές σκηνές, όπως η εναρκτήρια ή αυτή στο δικαστήριο, που φαίνεται η δουλειά στα οπτικά εφέ.

Το κυριότερο πρόβλημα της ταινίας είναι εν τέλει το ότι δεν είχε να πει κάτι καινούριο. Είπε την ίδια ιστορία με διαφορετικά λόγια αλλά με πιο φιλικό τρόπο για τα παιδιά, που εκείνη την εποχή παρακολουθούσαν μανιωδώς την τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων των Γκόστμπαστερς. Όλα λοιπόν “μαλακώνουν” εδώ. Οι ατάκες, τα φαντάσματα και η γενικότερη μορφή της ταινίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μπορούν να την παρακολουθήσουν περισσότερα παιδιά, για να πουληθούν μετά και περισσότερα παιχνίδια. Έτσι λοιπόν εξηγείται και η προτίμησή μου σε αυτή την ταινία στην ηλικία των δέκα ετών. Μπορούσα να κατανοήσω την άποψη αυτού του φιλμ πολύ περισσότερο σε σχέση με το έξυπνο χιούμορ της πρώτης ταινίας.

Τελικός απολογισμός λοιπόν για το Ghostbusters 2! Πολλά ελαττώματα. Αρκετά χλιαρή η δράση και το χιούμορ, όχι τόσο καλή ροή και μια αίσθηση επανάληψης των καταστάσεων του πρώτου φιλμ. Στα θετικά μπαίνουν τα καλά οπτικά εφέ, η χημεία των ηθοποιών και η γοητεία της ιστορίας των τύπων που κάνουν κάτι το οποίο λίγοι πιστεύουν αλλά που αυτοί το υποστηρίζουν μέχρι τέλους, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος. Η σύγκριση με την αρχική ταινία είναι αναπόφευκτη και κοστίζει πάρα πολύ στο σίκουελ, το οποίο είναι απλώς μια διασκεδαστική ταινία τελικά, που θα τη βλέπεις πάντα με μεγαλύτερη επιείκεια αν (όπως ο γράφων) έχεις μεγαλώσει μαζί της.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

23 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *