Αφού τους κάνουν έξωση από το σπίτι τους, μια μητέρα με τα δύο της παιδιά αναγκάζονται να μετακομίσουν σε μια παρηκμασμένη αγροικία στο Σάμερσβιλ, της Οκλαχόμα. Αυτή έχει έρθει στα χέρια τους ως κληρονομιά από τον παππού, αλλά συνοδεύεται από μια σειρά περίεργων σεισμών, που επίκεντρο έχουν ένα παλιό ορυχείο που κάποτε άνηκε στον μυστικιστή Άιβο Σάντορ. Τα παιδιά ανακαλύπτουν την ιστορία του παππούς τους που συνδέεται με τους αυθεντικούς Ghostbusters, όπου πλέον ο περισσότερος κόσμος έχει ξεχάσει. Όταν μια σειρά από υπερφυσικά φαινόμενα με επίκεντρο το ορυχείο γίνεται η νούμερο ένα απειλή για τον κόσμο, τα παιδιά, με τη βοήθεια δύο φίλων, αναγκάζονται να είναι αυτοί που θα λύσουν ένα μυστήριο που κρατάει δεκαετίες, αλλά και να γίνουν οι διάδοχοι του εξοπλισμού των Ghostbusters.

Σκηνοθεσία:

Jason Reitman

Κύριοι Ρόλοι:

Finn Wolfhard … Trevor Spengler

Mckenna Grace … Phoebe Spengler

Carrie Coon … Callie Spengler

Paul Rudd … Gary Grooberson

Logan Kim … Podcast

Celeste O’Connor … Lucky Domingo

Bokeem Woodbine … σερίφης Sherman Domingo

J.K. Simmons … Ivo Shandor

Bill Murray … Δρ Peter Venkman

Dan Aykroyd … Δρ Raymond ‘Ray’ Stantz

Ernie Hudson … Δρ Winston Zeddemore

Annie Potts … Janine Melnitz

Oliver Cooper … Elton

Marlon Kazadi … Thickneck

Sydney Mae Diaz … Swayze

Josh Gad … Muncher (φωνή)

Shohreh Aghdashloo … Gozer (φωνή)

Tracy Letts … Jack

Olivia Wilde … Gozer

Sigourney Weaver … Dana Barrett

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Gil Kenan, Jason Reitman

Παραγωγή: Ivan Reitman

Μουσική: Rob Simonsen

Φωτογραφία: Eric Steelberg

Μοντάζ: Dana E. Glauberman, Nathan Orloff

Σκηνικά: Francois Audouy

Κοστούμια: Danny Glicker

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ghostbusters: Afterlife
  • Ελληνικός Τίτλος: Ghostbusters: Legacy
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Ghostbusters 3 [ανεπίσημος]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta ειδικών εφέ.

Παραλειπόμενα

  • Παρότι τέταρτη ταινία του franchise, ακολουθάει το δεύτερο μέρος αγνοώντας ολότελα το reboot του 2016.
  • Ένα τρίτο Ghostbusters ήταν στα σκαριά ήδη από το 1989 και τη δημιουργία του δεύτερου μέρους. Μάλιστα, ο Dan Aykroyd είχε ήδη έτοιμο ένα σενάριο με τίτλο Ghostbusters III: Hellbent. Αυτό όμως είχε βρει τότε εμπόδιο την άρνηση του Bill Murray να συνεχίσει με τον χαρακτήρα του. Το 2004 έγινε ακόμα μια προσπάθεια, με τη νέα άρνηση του Murray να οδηγεί τον Ramis στην αντικατάσταση του με τον Ben Stiller. Το σχέδιο αυτό προχωρούσε, με τον Ivan Reitman να ανακοινώνει πως θα είναι εκ νέου ο σκηνοθέτης του, αλλά παρέμενε ως πρόβλημα το σενάριο που ακόμα δεν ικανοποιούσε. Μετά τον θάνατο του Harold Ramis, η Sony στράφηκε στη λύση του “θηλυκού” reboot, χωρίς να υπολογίζει την αποτυχία στα ταμεία που επήλθε.
  • Ήταν Ιανουάριος του 2019, όταν ο Jason Reitman, γιος του Ivan Reitman, ανακοινώθηκε ότι θα σκηνοθετούσε το σίκουελ, που είχε ήδη γράψει μαζί με τον Gil Kenan. Άμεσα έγινε γνωστό και πως αυτή τη φορά οι πρωταγωνιστές θα είναι νεαρά παιδιά. Αυτό ορίστηκε να βγει στις αίθουσες το Καλοκαίρι του 2020, με την πανδημία όμως να το “σπρώχνει” ολοένα και πιο βαθιά στο 2021.
  • Ο Finn Wolfhard φοβόταν ότι θα χάσει τον ρόλο επειδή στη δεύτερη σεζόν του Stranger Things είχε ντυθεί ως ένας Ghostbuster. Σκέφτονταν ότι λόγω αυτού ο Reitman δεν θα παρακολουθούσε καν την κασέτα που του είχε στείλει.
  • Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2019 στο καναδικό Κάλγκαρι, και ήταν υπό τον τίτλο εργασίας Rust City. Τον Οκτώβριο είχαν ήδη περατωθεί, με συνολική διάρκεια 68 ημερών.
  • Η Hasbro ήταν που προχώρησε σε συμφωνία και εξασφάλισε τη δημιουργία παιχνιδιών για την ταινία. Κι αυτών όμως η παρουσίαση καθυστέρησε λόγω της πανδημίας.
  • Η πρεμιέρα έγινε στο CinemaCon του Λας Βέγκας, αλλά ακολούθησε και μία ακόμα ως έκπληξη για τους φαν στο New York Comic Con.
  • Το στούντιο θεώρησε αρκετά καλά τα έσοδα των 204,4 εκατομμυρίων δολαρίων, αφού το μπάτζετ συγκρατήθηκε στα 75. Έτσι, επισημοποιήθηκε η ύπαρξη ακόμα ενός σίκουελ, που ήρθε το 2024.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η Mckenna Grace έγραψε κι ερμηνεύει για την ταινία το Haunted House.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 30/11/2021

Έχετε δει στο instagram δημοσιεύσεις από τύπους που μια ωραία μέρα εκεί που ξεφύλλιζαν παλιά οικογενειακά άλμπουμ, βρήκαν φωτογραφίες από ταξίδια που είχαν κάνει οι γονείς τους στα νιάτα τους και αποφάσισαν να επισκεφθούν τις ίδιες τοποθεσίες, έχοντας όμως στη διάθεσή τους όλο τον εξοπλισμό και τα μέσα μετακίνησης της σύγχρονης εποχής; Κάπως έτσι πρέπει να αντιμετώπισε ο Jason Reitman την απόπειρα να σκηνοθετήσει μια νέα ταινία εμπνευσμένη από την πρωτότυπη ιδέα του μπαμπά του, Ivan, ζητώντας μας όμως να πάρουμε κι εμείς μέρος σε ένα προσωπικό ταξίδι στο παρελθόν του.

Η ταινία που παραδίδει ο γιος Reitman βρίθει αυτοπεποίθησης, φανερά αποφασισμένος να εντάξει μέσα της ένα σωρό ετερόκλητα στοιχεία κάτω από μία ενιαία αισθητική γραμμή. Το πρόβλημα είναι πως αφενός τα στοιχεία αυτά δεν προέρχονται από κάποια σπουδαία έμπνευση και λειτουργούν ελάχιστα, αφετέρου η αισθητική αυτή γραμμή δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου προσωπικού καλλιτεχνικού ύφους, αλλά είναι ανερυθρίαστα κλεμμένη.

Γνήσιο προϊόν της πιο επιδραστικής δεκαετίας στην ποπ κουλτούρα, το “Ghostbusters” είναι μια ταινία θρύλος που αγαπιέται ιδιαίτερα και από νεότερους θεατές. Σε πρώτο επίπεδο, ο Jason Reitman κατορθώνει να γράψει ένα σενάριο το οποίο θα ευχαριστήσει τους πάντες από τη μερίδα των θεατών που αναζητούν μια νοσταλγική προσθήκη στη μυθολογία του franchise. Επιλέγει να μην ανακαλύψει ξανά την Αμερική, και χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, αναμασά χαρακτήρες, φαντάσματα, ατάκες, περιστατικά, αποστολές, σεναριακές κλιμακώσεις και ατελείωτες αναφορές που θα οδηγήσουν στη δημιουργία αμέτρητων βίντεο του στιλ «όλα όσα σας ξέφυγαν» στο YouTube. Από αυτή την άποψη, αποτελεί το τέλειο fan-service για όλους τους μεσήλικους νερντς. Όσο για τους νεότερους θεατές, επιστρατεύει γνώριμους παιδικούς πρωταγωνιστές από σειρές του Netflix και τον Paul Rudd σε έναν ανούσιο ρόλο φαινομενικά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, σαν αυτούς που αναλάμβανε ο Μπέλα Λουγκόσι στο λυκόφως της ζωής του. Στην πραγματικότητα, ο Reitman εδώ δεν λειτουργεί σαν σκηνοθέτης αλλά σαν αναστηλωτής ενός ξένου έργου, με το προσωπικό του οπλοστάσιο να διαθέτει μεν αψεγάδιαστα ψηφιακά εφέ κι εντυπωσιακή φωτογραφία, τα οποία όμως χρησιμοποιεί για να αναπαραστήσει μια ανάλαφρη περιπέτεια ανήλικης νοοτροπίας βγαλμένης κατευθείαν από τη φιλμογραφία του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Μόνο που εδώ σεναριακά όλα πέφτουν στο κενό, καθώς όλα τα αστεία και οι ατάκες είναι ο ορισμός του κριντζ, οι χαρακτήρες είναι σχηματικοί χωρίς ψυχή, ενώ οι ηθοποιοί που έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα ερμηνειών στο παρελθόν περιφέρονται σαν στερεοτυπικά κακέκτυπα προσπαθώντας τουλάχιστον να υποδυθούν ικανοποιητικά τον τύπο χαρακτήρα που τους έχει δοθεί. Σύμφωνοι, έτσι ακριβώς παρουσιάζονταν αυτοί οι χαρακτήρες σε όλες τις θρυλικές ταινίες του ’80, στερούνται όμως της ακαταμάχητης ελκυστικότητας που είχαν λόγω εποχής και γνήσιου καλλιτεχνικού οράματος.

Αν κάτι παραδόξως μπορεί να σώσει τον χρονικό αχταρμά παρελθόντος και παρόντος, τουλάχιστον σε όσους θέλουν να αφεθούν χωρίς κράτημα σε αυτόν, είναι η αυτοπεποίθηση του Reitman ότι αυτό που παραδίδει ικανοποιεί απόλυτα τον ίδιο. Τον ικανοποιεί τόσο πολύ που αγνοεί κάθε αίσθηση ρυθμού και στοιβάζει στην ταινία όλα όσα θέλει ο ίδιος να δείξει και να πει, ξεχειλώνοντάς τη χρονικά σε ένα πλήρες δίωρο που περιλαμβάνει υλικό, που κάθε εξωτερικός συντελεστής με αδέκαστο επαγγελματισμό θα έκοβε στο μοντάζ χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως, ο θεατής που θα δει “Ghostbusters” εν έτει 2021 κουβαλά μια γερή δόση συναισθηματισμού πάνω του, μια ανάγκη απόδρασης σε ένα παρελθόν ωραιοποιημένο από την ασφάλεια της απόστασης, και θα συγκινηθεί από το επιτηδευμένα μελιστάλαχτο φινάλε. Για αυτόν τον θεατή φτιάχτηκε η ταινία, και δεν υπάρχει κανένας λόγος μια κριτική να του στερήσει αυτή την αναίμακτη ικανοποίηση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

31 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *