Ο Σιλβέριο, ένας διάσημος Μεξικανός δημοσιογράφος και δημιουργός ντοκιμαντέρ που ζει στο Λος Άντζελες, έχοντας κερδίσει ένα διεθνές βραβείο μεγάλου κύρους, νιώθει την ανάγκη να επιστρέψει στην πατρίδα του, χωρίς να περιμένει ότι αυτό το απλό ταξίδι θα τον ωθήσει σε ένα υπαρξιακό όριο. Οι αναμνήσεις και οι φόβοι του ξετυλίγονται και διαπερνούν το παρόν του, γεμίζοντας την καθημερινότητά του με μια αίσθηση αμηχανίας και απορίας. Με συγκίνηση και άφθονο γέλιο, ο Σιλβέριο έρχεται αντιμέτωπος με καθολικά αλλά πολύ προσωπικά ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα, την επιτυχία, τη θνητότητα, την ιστορία του Μεξικού και τους βαθιά συναισθηματικούς οικογενειακούς δεσμούς που μοιράζεται με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Πράγματι, τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε αυτούς τους τόσο παράξενους καιρούς;

Σκηνοθεσία:

Alejandro G. Inarritu

Κύριοι Ρόλοι:

Daniel Gimenez Cacho … Silverio Gacho

Griselda Siciliani … Lucia

Ximena Lamadrid … Camila

Iker Sanchez Solano … Lorenzo

Andres Almeida … Martin

Clementina Guadarrama … η καμαριέρα

Jay O. Sanders … ο πρέσβης

Fabiola Guajardo … Tania Kristel

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alejandro G. Inarritu, Nicolas Giacobone

Παραγωγή: Alejandro G. Inarritu, Stacy Perskie

Μουσική: Bryce Dessner, Alejandro G. Inarritu

Φωτογραφία: Darius Khondji

Μοντάζ: Alejandro G. Inarritu, Monica Salazar

Σκηνικά: Eugenio Caballero

Κοστούμια: Anna Terrazas

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Bardo, Falsa Cronica de unas Cuantas Verdades
  • Ελληνικός Τίτλος: Μπαρντό: Το Ψευδές Χρονικό ενός Σωρού Αλήθειες
  • Διεθνής Τίτλος: Bardo, False Chronicle of a Handful of Truths
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Bardo
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Bardo: False Chronicle of a Handful of Truths

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ φωτογραφίας.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
  • Επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Βρέθηκε στις 15 τελικές επιλαχούσες.

Παραλειπόμενα

  • Από τις Χαμένες Αγάπες του 2000 είχε ο Alejandro G. Inarritu να κάνει μια ταινία σε όλα της τα στάδια στη χώρα του, το Μεξικό, ενώ πάλι από τότε είχε να αναλάβει και το μοντάζ σε μια ταινία του.
  • Αρχικά είχαν ανακοινωθεί ο Bradford Young για τη διεύθυνση φωτογραφίας και ο Patrice Vermette για τη σκηνικά.
  • Οι έξι μήνες γυρισμάτων έλαβαν χώρα στην Πόλη του Μεξικό, με τα κυριότερα να γίνονται στα ιστορικά στούντιο Estudios Churubusco.
  • Κατά τα γυρίσματα στο κέντρο της μεξικανικής πρωτεύουσας, ένας περαστικός χτύπησε μέλος της ασφάλειας της παραγωγής και συνελήφθη.
  • Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα τον Σεπτέμβρη του 2021, ακολούθησε εκτενής αναφορά στα ΜΜΕ για μη τήρηση των κανονισμών περί COVID. Αλλά ακόμα κι αν σε αυτές τις αναφορές μιλούσαν και για έναν νεκρό, τίποτα περαιτέρω δεν προέκυψε.
  • Στο φεστιβάλ της Βενετίας, η ταινία προβλήθηκε σε μια εκδοχή 174ων λεπτών, που ο Inarritu δεν θεωρούσε τελική. Αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
  • Μετά τη σύντομη σχετικά πορεία του στις αίθουσες, το φιλμ καταλήγει στην πλατφόρμα του Netflix, που είναι και ο αποκλειστικός διανομέας του. Παρότι όμως η ευρεία του διανομή γίνεται μέσω streaming, η ταινία γυρίστηκε με φιλμ 65mm.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 16/11/2022

Από την εναρκτήρια κιόλας σκηνή που είναι άμεση παραπομπή, αλλά και από τη γενική αίσθηση που επικρατεί στο φιλμ, γίνεται φανερό πως ο Alejandro Gonzalez Inarritu ήθελε εδώ να κάνει το δικό του «Οκτώμισι». Είναι σίγουρο πως πρόκειται για την πιο προσωπική του δημιουργία μέχρι σήμερα, και δεν μπορεί κανείς παρά να τη θαυμάσει κατασκευαστικά. Ωστόσο, μάλλον δεν είναι το αριστούργημα για το οποίο στόχευε ο ίδιος, για μια σειρά λόγων.

Η πληθωρική σκηνοθετική τεχνική του Inarritu, με τα μακροσκελή μονοπλάνα, τους ευρυγώνιους φακούς και τις σουρεαλιστικές «εκρήξεις», ταιριάζει με τις φιλοδοξίες που έχει να χωρέσει σε μια διάρκεια λίγο κάτω από τις τρεις ώρες μια σειρά προβληματισμών που τον καθορίζουν ως άτομο. Η ταυτότητα του ίδιου ως Μεξικανού, η σχέση αγάπης και μίσους που έχει με τη χώρα του αλλά και με τις ΗΠΑ, η προσπάθειά του να συμβιβαστεί με την ολοένα και αυξανόμενη αναγνωρισιμότητά του, οι δεσμοί του με την οικογένειά του, η ανασφάλειά του γύρω από την καλλιτεχνική του αξία, όλα μπαίνουν σ’ ένα νοητό μίξερ ως πάθη του μυθοπλαστικού ήρωα του σεναρίου του, καθίσταται όμως σαφές ότι το πρόσωπο αυτό λειτουργεί ως alter-ego του κινηματογραφιστή. Η συναισθηματική ραχοκοκαλιά της δραματουργίας μοιάζει να διέπεται από ειλικρίνεια και μια εξομολογητική διάθεση, η οποία μειώνει την απόσταση ανάμεσα στην οθόνη και τον θεατή και κάνει το σύνολο κάτι παραπάνω από μια απλή άσκηση δεξιοτεχνίας, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Η ροή είναι ονειρικής φύσεως, πραγματικότητα και φαντασία ανακατεύονται συχνά και παραδοσιακή πλοκή δεν υπάρχει, το φιλμ βιώνεται περισσότερο ως μια εμπειρία παρά ως μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Με αυτά τα δεδομένα στο τραπέζι, δεν θα ήταν ανακριβές να ειπωθεί πως, σ’ επίπεδο στιλ, η πιο άμεση συγγένεια του «Μπαρντό» με την υπόλοιπη φιλμογραφία του δημιουργού του είναι το «Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας)».

Η χαλαρή συνοχή ομολογουμένως καθιστά κάπως κουραστική τη θέαση σε κάποια σημεία. Ευτυχώς, υπάρχουν πολλές σκηνοθετικές ιδέες που λειτουργούν εξαιρετικά καλά, όπως θα περίμενε κανείς από ένα σινεφίλ στοίχημα σαν το συγκεκριμένο, και που εντείνουν την ατμόσφαιρα ενός γλυκόπικρου πανηγυριού της ζωής που υπάρχει ως πρόθεση και γίνεται αντιληπτή από ένα ξεκάθαρα φελινικό πρίσμα. Το οπτικό μοτίβο του καθρέφτη επαναφέρεται πολύ συχνά, αντικατοπτρίζοντας το κείμενο που στέκεται με μια διάθεση αυτοκριτικής απέναντι στον συγγραφέα του, που εκθέτει κάποιες από τις αρνητικές του πτυχές στο κοινό σε μια προσπάθεια να βρει μια κάποια εξιλέωση μέσα από τις παραμορφωμένες αντανακλάσεις των στιγμιότυπων της ζωής του (το «Ψευδές Χρονικό» του τίτλου) έτσι όπως αποτυπώνονται στον φακό. Ο Darius Khondji βαδίζει πάνω στα χνάρια του Emmanuel Lubezki όσον αφορά το πώς προσεγγίζει τη δουλειά του στη φωτογραφία, και το αποτέλεσμα είναι αρκούντως εντυπωσιακό.

Όμως αυτό που προκύπτει δεν αγγίζει το μεγαλείο που θα ήθελε ενδεχομένως να φτάσει, και η κύρια αιτία γι’ αυτό είναι πως ο Inarritu μιλάει μεν ανοιχτά, αλλά μέχρι ενός σημείου. Ο αιώνιος κίνδυνος του να σκιαγραφήσεις τον εαυτό σου μέσω του κινηματογράφου είναι το να φανεί ότι κάνεις επιλογή του τι θα πεις, να γίνει ξεκάθαρο το «στήσιμο» πίσω από την αλήθεια, κάτι που αυτομάτως αποδυναμώνει την αξία της καταγραφής. Και αυτό συμβαίνει κι εδώ. Η εικόνα που σχηματίζεται για την προσωπικότητα του κινηματογραφιστή είναι μεν πειστικά ευάλωτη, αλλά και υπερβολικά φωτογενής για να γίνει αποδεκτό το προϊόν ως μια αυθεντική, και όχι εξαιρετικά ωραιοποιημένη, κατάθεση ψυχής. Αν έπρεπε να γίνει μια σύγκριση, όσα αποκαλύπτονται εδώ από τον εσωτερικό κόσμο του βραβευμένου με Όσκαρ δημιουργού έχουν το βάθος μιας εκτεταμένης συνέντευξης, όχι μιας συνεδρίας στον ψυχολόγο. Εξίσου προβληματικό είναι και το γεγονός πως ενίοτε εγκαταλείπεται η ουσία, είτε αυτή είναι πολιτική είτε συναισθηματική, για χάρη επίδειξης μιας βιρτουοζιτέ που ναι μεν είναι άκρως χορταστική, αλλά κινδυνεύει πολλές φορές να βυθιστεί στην κενότητα και σε μια αυταρέσκεια που δεν την κολακεύει καθόλου.

Με αυτά τα προβλήματα να καταγράφονται, το πρόσημο εντούτοις είναι θετικό, εν μέρει χάρη και στην πρωταγωνιστική ερμηνεία του Daniel Gimenez Cacho, που διαθέτει την απαιτούμενη προσωπικότητα κι ενέργεια ώστε να μην την «καταπιεί» η χειμαρρώδης ευρηματικότητα του σκηνοθέτη του και διαμορφώνει από κοινού το ύφος που επικρατεί. Κρατώντας περήφανα την ταμπέλα του film-a-clef και γεμάτο έξυπνες οπτικές ιδέες, το «Μπαρντό: Το Ψευδές Χρονικό ενός Σωρού Αλήθειες» ίσως να μην είναι τόσο νοηματικά υπερβατικό όσο θα επιθυμούσε, προσφέρει όμως σε ικανοποιητικό βαθμό καλώς εννοούμενες διανοουμενίστικες απολαύσεις.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *