Τα γερμανικά στρατεύματα πλησιάζουν στο Παρίσι. Ο Γκεοργκ, ένας γερμανός πρόσφυγας, δραπετεύει στη Μασσαλία την τελευταία στιγμή. Στις αποσκευές του φέρει τα έγγραφα ενός συγγραφέα, του Βάιντελ, ο οποίος έχει αυτοκτονήσει. Τα έγγραφα περιλαμβάνουν ένα χειρόγραφο, επιστολές και βίζα από την πρεσβεία του Μεξικού. Στη Μασσαλία, μόνο εκείνοι που μπορούν να αποδείξουν ότι θα φύγουν, έχουν δικαίωμα να παραμείνουν. Ο Γκεοργκ υιοθετεί την ταυτότητα του νεκρού και αποφασίζει να παραμείνει εκεί. Όλα αλλάζουν όταν ο Γκεοργκ ερωτεύεται τη Μαρία, μια μυστηριώδη γυναίκα σε αναζήτηση του συζύγου της, ο οποίος θα την περίμενε στη Μασσαλία, για να διαφύγουν με βίζα στο Μεξικό.

Σκηνοθεσία:

Christian Petzold

Κύριοι Ρόλοι:

Franz Rogowski … Georg

Paula Beer … Marie

Godehard Giese … Richard

Maryam Zaree … Melissa

Barbara Auer … η αρχιτέκτονας

Sebastian Hulk … Paul

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Christian Petzold

Παραγωγή: Antonin Dedet, Florian Koerner von Gustorf

Μουσική: Stefan Will

Φωτογραφία: Hans Fromm

Μοντάζ: Bettina Bohler

Σκηνικά: Kade Gruber

Κοστούμια: Katharina Ost

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Transit
  • Ελληνικός Τίτλος: Transit

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Transit της Anna Seghers.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και ήχο στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.

Παραλειπόμενα

  • Σύμφωνα με τον Christia Petzold, η ταινία αποτελεί το κλείσιμο μιας τριλογίας, όπου ονομάζει “αγάπη σε εποχές καταπιεστικών συστημάτων”. Οι δύο προηγούμενες ήταν το Barbara (2012) και το Τραγούδι του Φοίνικα (2014).

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 13/4/2019

Οι εσκεμμένοι αναχρονισμοί δεν είναι κάτι το καινούριο στο λεξικό του κινηματογράφου (αρκεί να θυμηθεί κανείς το προ τριαντακονταετίας «Γουόκερ ο Κατακτητής» του Alex Cox), ωστόσο το εύρος στο οποίο επιχειρεί να επεκτείνει το συγκεκριμένο εύρημα ο πάντα φιλόδοξος Christian Petzold, τοποθετώντας ουσιαστικά ένα χρονικό πλαίσιο του παρελθόντος εξολοκλήρου στη σημερινή εποχή, δεν έχει δοκιμαστεί προηγουμένως. Εξυπηρετεί άραγε αυτή η δημιουργική απόφαση κάποια αλληγορία, του τύπου «ένα καθεστώς σαν τη Γαλλία του Βισύ ελλοχεύει στους καιρούς που ζούμε τώρα» ή κάποιας λιγότερο προφανούς; Μήπως πρόκειται απλά για ένα μεγάλο αισθητικό πείραμα το οποίο βάζει τον θεατή σε μια διαδικασία «παιχνιδιού» προσπαθώντας να μαντέψει πως θα έμοιαζε η κάθε σκηνή αν ήταν γυρισμένη με τον τρόπο μιας τυπικής ιστορικής ταινίας; Ή συνυπάρχουν αυτοί οι δυο ρόλοι; Ό,τι και να ισχύει από τα προαναφερθέντα σενάρια, το «Transit» συνιστά μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θέαση που αποκτά όλο και περισσότερη δύναμη όσο ξετυλίγει τον μύθο της, διότι πέραν της αφηγηματικής ιδέας στην οποία στηρίζεται έχει να πει και μια πολύ δυνατή ιστορία. Με αυτήν την επιλογή ο γερμανός σκηνοθέτης κατορθώνει επίσης να ανανεώσει ουσιαστικά από άποψη φορμαλισμού το πεδίο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έχει δυστυχώς καταλήξει να είναι τετριμμένο στο σύγχρονο σινεμά, αναπροσαρμόζοντας με σπιρτάδα σύμφωνα με τα όρια στα οποία κινείται τις σεκάνς που συνήθως συναντώνται στη συγκεκριμένη υποκατηγορία ταινιών.

Παρόλο που ο Petzold φτιάχνει σύνθετους χαρακτήρες, με πολύ έντονα πάθη και διλήμματα, ταυτόχρονα καθοδηγεί τους ηθοποιούς ώστε να τους υποδυθούν με τρόπο που περισσότερο παραπέμπουν σε σύμβολα. Ο ιδιαίτερος Franz Rogowski, που είχε δώσει ένα στίγμα και στο «Στους Διαδρόμους», είναι σαν σε κάθε του κίνηση να κάνει και από μια αναφορά σε κομμάτια της σινεφιλικής παράδοσης των τελευταίων δεκαετιών γύρω από τον τύπο του απόκληρου και του περιθωριακού, ενώ και η Paula Beer είναι μια femme fatale φιγούρα φιλτραρισμένη με μια ευαισθησία γύρω από αυτό το είδος ήρωα που εισάχθηκε από το «Τσάιναταουν» και ύστερα. Δεν είναι ερμηνείες φτιαγμένες για να μείνουν αξέχαστες, έχουν όμως μια τέτοια αθόρυβη αποτελεσματικότητα που πραγματικά δύσκολα θα φανταζόταν κανείς το πως θα ήταν το φιλμ δίχως αυτές. Ακόμη και οι δεύτεροι ρόλοι κουβαλούν ένα δικό τους βάρος, με την υπόγεια τραγική παρουσία της Barbara Auer να μένει στο μυαλό. Παρόμοια λεπτοδουλειά γίνεται σκηνοθετικά, με την αξιοποίηση των τοποθεσιών να γίνεται με έναν τρόπο που τους προσδίδει ένα διακριτικό μεγαλείο, εκεί που ένα ιστορικό μελόδραμα σίγουρα θα υπογράμμιζε με πολύ πιο πομπώδη τρόπο την κινηματογραφικότητα του περιβάλλοντος.

Θα ήταν δυνατό αν ήθελε να ψέξει κάποιος το σύνολο να επισημάνει πως το σενάριο μοιάζει να βασίζεται υπερβολικά πολύ στις συμπτώσεις και στο κυνήγι της ανατροπής, όμως πέραν του ότι μέσω αυτής της ηθελημένης αμετροέπειας ο δημιουργός θέλει να αποτίσει φόρο τιμής στο πολεμικό ρομάντζο που άνθισε στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’40 βάζοντάς του συνάμα ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, επίσης το γνώρισμα αυτό λειτουργεί και ως ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την τέχνη. Ο συγγραφέας που γνωρίζει ο πρωταγωνιστής είναι ένας ιδιότυπος αφέντης των ηρώων που φτιάχνει και των οποίων τις περιπέτειες διαβάζει ο δεύτερος, ίσως για να ξορκίσει το γεγονός πως οι εξωτερικές συνθήκες της πραγματικής ζωής (κατά το πως τις έχει καθορίσει… ένας υπαρκτός καλλιτέχνης, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, που έτσι κάνει και μια προσωπική ενδοσκόπηση!) τον ελέγχουν παρομοίως. Ο δε κεντρικός χαρακτήρας, ο δέκτης της δημιουργίας του πομπού, γίνεται από παρατηρητής φανταστικών γεγονότων μέτοχος «πραγματικών» εξελίξεων αποφασίζοντας να δράσει με έναν τρόπο επηρεασμένο από την υπαρκτή μυθοπλασία… εντός της μυθοπλασίας, κάνει και δεν κάνει μια σημαντική υπέρβαση. Και αυτό είναι μονάχα το πρώτο επίπεδο μιας πολύ συναρπαστικής μεταφοράς, μιας κατασκευής που το μόνο σοβαρό σφάλμα που διαπράττει είναι το βάρος που δίνει στην εγκεφαλικότητα σε βάρος του συναισθήματος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *