
Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι
- Three Billboards Outside Ebbing, Missouri
- 3 Billboards Outside Ebbing, Missouri
- 2017
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία
- 18 Ιανουαρίου 2018
Αφού έχουν περάσει μήνες και δεν έχει βρεθεί ένοχος για τη δολοφονία της κόρης της, η Μίλντρεντ Χέιζ κάνει μια τολμηρή κίνηση, γεμίζει τρεις επιγραφές που οδηγούν στην πόλη της με ένα αντιφατικό μήνυμα από τον Γουίλιαμ Γουίλσμπουρι, τον σεβαστό αρχηγό αστυνομίας της πόλης. Όταν ο υπαρχηγός αστυνόμος Ντίξον, ένας ανώριμος μαμάκιας με έφεση στη βία, εμπλέκεται, η μάχη ανάμεσα στη Μίλντρεντ και την αστυνομία του Έμπινγκ στο Μιζούρι αυξάνεται κατακόρυφα.
Σκηνοθεσία:
Martin McDonagh
Κύριοι Ρόλοι:
Frances McDormand … Mildred Hayes
Woody Harrelson … William ‘Bill’ Willoughby
Sam Rockwell … Jason Dixon
Abbie Cornish … Anne Willoughby
Lucas Hedges … Robbie Hayes
Zeljko Ivanek … αστυνόμος
Caleb Landry Jones … Red Welby
Clarke Peters … αστυνόμος Abercrombie
Samara Weaving … Penelope
John Hawkes … Charlie Hayes
Peter Dinklage … James
Kerry Condon … Pamela
Kathryn Newton … Angela Hayes
Brendan Sexton III … κοντοκουρεμένος τύπος
Amanda Warren … Denise
Sandy Martin … Κα Dixon
Nick Searcy … πάτερ Montgomery
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Martin McDonagh
Παραγωγή: Graham Broadbent, Peter Czernin, Martin McDonagh
Μουσική: Carter Burwell
Φωτογραφία: Ben Davis
Μοντάζ: Jon Gregory
Σκηνικά: Inbal Weinberg
Κοστούμια: Melissa Toth
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Three Billboards Outside Ebbing, Missouri
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι
- Εναλλακτικός Τίτλος: 3 Billboards Outside Ebbing, Missouri
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Frances McDormand) και δεύτερου αντρικού (Sam Rockwell). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Woody Harrelson), αυθεντικό σενάριο, μουσική και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σεναρίου, πρώτου γυναικείου ρόλου (Frances McDormand) σε δράμα και δεύτερου αντρικού (Sam Rockwell). Υποψήφιο για σκηνοθεσία και μουσική.
- Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Frances McDormand), δεύτερου αντρικού ρόλου (Sam Rockwell) και σεναρίου. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Woody Harrelson), φωτογραφία και μοντάζ.
- Βραβείο κοινού στο τμήμα Γκαλά του φεστιβάλ του Τορόντο.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο σεναρίου.
Παραλειπόμενα
- Με μόλις 12-15 εκατομμύρια δολάρια μπάτζετ, η ταινία έβγαλε 159,2.
- Η ιδέα για το σενάριο ήρθε στον Martin McDonagh από ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ το 1998, όπου και είδε δύο πινακίδες με εξαφανισμένα άτομα. Οι πινακίδες αυτές επισήμαιναν την ανικανότητα της αστυνομίας να λύσει τις υποθέσεις.
- Ο χαρακτήρας της Μίλντρεντ γράφτηκε με τη Frances McDormand κατά νου, αλλά αυτός του Ντίξον γράφονταν αποκλειστικά για τον Sam Rockwell. Η McDormand όμως αισθάνονταν ότι είχε μεγαλώσει πολύ για τον ρόλο και πρότεινε στον σκηνοθέτη να ερμηνεύσει τη γιαγιά της, Άντζελα. Αυτός που εντέλει την έπεισε οριστικά ήταν ο σύζυγος της, ο Joel Coen.
- Βασική επιρροή για τη Μίλντρεντ στάθηκε ο John Wayne, ενώ ο Rockwell, θέλοντας να είναι το ακριβώς αντίθετο της, εμπνεύστηκε από τον συμπρωταγωνιστή του παλιού σταρ στο Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς, Lee Marvin.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 14/1/2018
Το πρώτο που θα διαγνώσει με το καλημέρα κάποιος μπαίνοντας στο σύμπαν του φιλμ, είναι πως έχουμε ένα κλασικό κοενικό παράδειγμα. Το δεύτερο είναι πως έχουμε ένα εξαιρετικό τέτοιο παράδειγμα, ένα υπόδειγμα δηλαδή. Αλλά, όσο προχωράει το έργο, είναι πλέον φανερό πως έχουμε ένα μοναδικό παράδειγμα. Η ταινία του Martin McDonagh δεν είναι εντέλει απλά ένα ακόμα κοενικό έργο. Ο λονδρέζος δημιουργός δανείζεται μεν τη γενική ατμόσφαιρα και τον τόπο δράσης από τους τρομερούς αδελφούς, αλλά δεν έχει ούτε υπερβατικούς ήρωες, ούτε «προσβάλει» ποτέ τον ρεαλισμό. Φανταστείτε το ως ένα καθαρά κοινωνικό σινεμά, με τη διαφοροποίηση ότι όλοι του οι ήρωες (πλην ελαχίστων συγκεκριμένων) δεν έχουν και τόσο καθαρά τα πράγματα στο κεφάλι τους. Και αυτό είναι το καινό στο φιλμ: η γενική αναρχία στις πράξεις και στον τρόπο σκέψης των περισσότερων χαρακτήρων (πλην πάντα των ελαχίστων συγκεκριμένων). Στη λέξη δε αναρχία, μπορείτε να προσθέσετε και τη βλακεία ή την ιδιαιτερότητα.
Επίσης, μιλάμε για μια συμπόρευση της κωμωδίας με του δράματος, χωρίς να έχουμε μια τυπική δραμεντί, ακόμα κι αν εξαναγκαζόμαστε να κατατάξουμε την ταινία ως μία. Τόσο το χιούμορ, όσο και το δράμα έχουν ισόποσα τον χρόνο τους, αλλά και την ένταση τους. Τη μία μπορεί να ξεκαρδιστείς από μια ατάκα ή μια πράξη, και την άλλη μπορεί να «πέσεις σε κατάθλιψη» υπό το βάρος όσων παρακολουθείς. Είναι δε και τα δύο τόσο έντονα, που ενώ τυπικά έχουμε και μυστήριο, αυτό παραμερίζεται και δικαίως ο σκηνοθέτης δεν ασχολείται σχεδόν διόλου με αυτή την παράμετρο (η οποία τα τελευταία χρόνια ίσως να έχει και λίγο ξεχειλωθεί από την πολλή χρήση).
Μην επικεντρωθείτε τόσο στις ερμηνείες, όπως και στον κοενικό κόσμο πέφτουν σε δεύτερη μοίρα υπακούοντας κατά γράμμα τις σκηνοθετικές εντολές, όσο στους χαρακτήρες και τα γεγονότα. Κοινοί άνθρωποι ενός κοινού τόπου που υπό το βάρος της στιγμής (η οποία πυροδοτείται από την απόφαση της κεντρικής ηρωίδας να χρησιμοποιήσει τις επί χρόνια αχρησιμοποίητες διαφημιστικές πινακίδες) στρέφονται σε ακραιότητες, ακόμα και στη σφαίρα του μακάβριου. Ο καθένας τους κουβαλάει μεν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα και παρελθόν (φορτωμένο αρκετά μάλιστα στους πολύ κεντρικούς χαρακτήρες), αλλά το φιλμ επί της ουσίας σου λέει ότι μονάχα όσα παρακολουθείς εδώ είναι τα αληθινά ξεχωριστά, και θα σημαδέψουν για πάντα ένα πλέον απροσδιόριστο μέλλον. Ούτε την κλασική λύτρωση μην αναμένετε, το σενάριο μάς αιφνιδιάζει συνεχώς, δίχως να ενδιαφέρεται ή να αγαπάει τους ήρωες του. Ενώ, τέλος, χίλια δύο μικροπράγματα-νοήματα πετιούνται εδώ κι εκεί, σαν να τα σκορπίζει ο McDonagh χωρίς να τον κόφτει αν μας διδάξουν όλα αυτά κάτι. Κι αυτό επειδή έχει την ψυχολογία ενός κωμικού δημιουργού, που απλά λατρεύει να ανακατεύει την τράπουλα κολπατζίδικα μπροστά μας, δίχως εντέλει ποτέ να τη μοιράσει…
Βαθμολογία: