
Η Επιστροφή
- The Revenant
- 2015
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Παονί, Γαλλικά
- Γουέστερν, Επιβίωσης, Έπος, Εποχής, Θρίλερ, Ιστορική, Περιπέτεια
- 21 Ιανουαρίου 2016
1820, σε αχαρτογράφητη περιοχή της αμερικανικής υπαίθρου. Εκεί, ο Χιου Γκλας, κυνηγός και έμπορος γουνών, δέχεται επίθεση από μια αρκούδα, ενώ στη συνέχεια πέφτει θύμα ληστείας από τους συναδέλφους του, που τον αφήνουν στη μοίρα του. Ο κυνηγός, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, πρέπει να υπερκεράσει τον σκληρό Χειμώνα, την απειλή των ινδιάνων, με τη θέληση για εκδίκηση να είναι το μοναδικό του όπλο.
Σκηνοθεσία:
Alejandro G. Inarritu
Κύριοι Ρόλοι:
Leonardo DiCaprio … Hugh Glass
Tom Hardy … John Fitzgerald
Domhnall Gleeson … λοχαγός Andrew Henry
Will Poulter … Jim Bridger
Forrest Goodluck … Hawk
Paul Anderson … Anderson
Lukas Haas … Jones
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Mark L. Smith, Alejandro G. Inarritu
Παραγωγή: Steve Golin, Alejandro G. Inarritu, Arnon Milchan, Mary Parent, Keith Redmon, James W. Skotchdopole
Μουσική: Alva Noto, Ryuichi Sakamoto
Φωτογραφία: Emmanuel Lubezki
Μοντάζ: Stephen Mirrione
Σκηνικά: Jack Fisk
Κοστούμια: Jacqueline West
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Revenant
- Ελληνικός Τίτλος: Η Επιστροφή
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Revenant του Michael Punke.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο Όσκαρ σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Leonardo DiCaprio) και φωτογραφίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Tom Hardy), μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια, μακιγιάζ/κομμώσεις, ήχο, ειδικά εφέ και ηχητικά εφέ.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας και πρώτου αντρικού ρόλου (Leonardo DiCaprio). Υποψήφιο για μουσική.
- Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Leonardo DiCaprio), φωτογραφίας και ήχου. Υποψήφιο για μουσική, μοντάζ και μακιγιάζ/κομμώσεις.
Παραλειπόμενα
- Ο παραγωγός Akiva Goldsman σχεδίαζε τη διασκευή του βιβλίου του Michael Punke ήδη από το 2001.
- Ο Park Chan-wook ήταν να το σκηνοθετήσει, με πρωταγωνιστή τον Samuel L. Jackson. Όμως, ο κορεάτης δημιουργός αποχώρησε.
- Η επόμενη κίνηση έγινε το 2010, οπότε δόθηκε στον John Hillcoat, με τον Christian Bale να είναι υπό συζήτηση για τον πρώτο ρόλο. Τον Οκτώβριο του 2010, εγκατέλειψε κι ο Hillcoat και ακούστηκε το όνομα του Jean-Francois Richet, μέχρι που τον Αύγουστο του 2011 υπέγραψε ο Inarritu.
- Η βασική του επιθυμία του μεξικανού δημιουργού ήταν να παίξει ο Leonardo DiCaprio δίπλα στον Sean Penn. Ο δεύτερος ακούγονταν ακόμα και για τον πρώτο ρόλο, αλλά δεν ταίριαζε το πρόγραμμα του.
- Παρότι το φιλμ αφηγείται μια περίοδο εννιά μηνών, τα γυρίσματα έγιναν μέσα σε 80 ημέρες. Η αιτία ήταν το σκληρό κρύο και η απομονωμένη τοποθεσία που επιλέχθηκε. Ο διευθυντής φωτογραφίας Emmanuel Lubezki χρησιμοποίησε μονάχα φυσικό φως, και οι ελάχιστες ώρες της ημέρας που ήταν διαθέσιμες για γύρισμα, λόγω των συνθηκών, έπρεπε να είναι συντονισμένες από πριν στην ακρίβεια.
- Ένα απρογραμμάτιστο διάλλειμα δύο βδομάδων από τα γυρίσματα, ήταν ο λόγος που εξανάγκασε σε αποχώρηση τον Tom Hardy από το Suicide Squad.
- Η αληθινή ιστορία του Χιου Γκλας ήταν η βασική έμπνευση και για την ταινία Man in the Wilderness (Αποστολή Αυτοκτονίας) του 1971, με τον Richard Harris.
- Η ταινία συνοδεύτηκε με ένα ντοκιμαντέρ για τα γυρίσματα της, με τίτλο A World Unseen, σε σκηνοθεσία του Eliot Rausch. Αυτό κατέστη διαθέσιμο μέσω του YouTube.
- Ως σεναριακή πηγή αναφέρεται το ομότιτλο μυθιστόρημα του 2002 από τον Michael Punke, όπου αναφέρεται σε αληθινά γεγονότα. Προϋπήρχε όμως το Lord Grizzly από τον Frederick Manfred, που ήδη από το 1964 είχε ασχοληθεί με την περίπτωση του Χιου Γκλας. Ο σύζυγος της κόρης του συγγραφέα είχε γράψει ένα σενάριο βασισμένο σε αυτό, αλλά όλα τα στούντιο το είχαν απορρίψει. Όταν βγήκε η ταινία, κόρη και σύζυγος δήλωσαν στεναχωρημένοι που δεν προτιμήθηκε το δικό τους σενάριο.
- Η ταινία είχε υψηλό μπάτζετ, που έφτασε στα 135 εκατομμύρια δολάρια. Αυτά όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στα κέρδη των 533ών.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η μουσική δεν θεωρήθηκε εκλόγιμη από τα Όσκαρ, ως “συναρμολόγηση” από μουσικές παραπάνω του ενός συνθετών.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/1/2016
Δώστε όλα τα βραβεία. Στον Alejandro Gonzalez Inarritu που στην πιο κινηματογραφικά γόνιμη περίοδο της ζωής του δημιουργεί το ένα διαμάντι μετά το άλλο, αλλά και στον Leonardo DiCaprio που μέσα από συνεχείς ερμηνευτικές υπερβάσεις και πειραματισμούς προσφέρει την πιο άρτια, δομημένη, ώριμη και ψυχοσωματικά κλιμακούμενη ερμηνεία της καριέρας του. Κι αυτός, πλάι σε έναν υποκριτικά ευφυή Tom Hardy, ο οποίος πλάθει τον πιο κακό χαρακτήρα του φιλμ με περισσή θηριώδη μοχθηρία. Ταινία πολλών αστέρων, που ως μόνο ψεγάδι έχει κάποιες μικρές δεύτερες ερμηνείες και τίποτε άλλο.
Ο Inarritu παραδίδει ένα μάθημα στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά και από τις καλλιτεχνικές και προσωπικές αναζητήσεις των ανθρώπων του θεάματος μεταπηδά στην αρχέγονη βία, μέσα από μία ταινία στην οποία η εκδίκηση είναι το επίκεντρο, η βαρβαρότητα ο μανδύας της και οι δυνάμεις της φύσης οι αστάθμιστοι παράγοντες για την εξέλιξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς μα και της ίδιας της ανθρωπότητας. Η σύλληψη των ξεσπασμάτων βίας, είναι ανατριχιαστική. Ο Inarritu μέσα στο φακό του, εντοπίζει τα σωστά σημεία και τις καίριες λεπτομέρειες και ανακαλύπτει τον τρόπο να περάσει τη φυσικότητα, με τη αποτύπωση των συγκρούσεων να καθίσταται αβίαστα σκοτεινή, σπαρακτική και έντονη. Σφιχτοδεμένος ρυθμός και μία τρομακτική, ηλεκτρισμένη σκηνοθετική και σεναριακή ακολουθία, που εφευρίσκει τρόπους να αναδείξει τις αγωνίες για προσωπική επιβίωση αλλά και τους αρχέγονους κώδικες τιμής. Άνθρωπος εναντίον ανθρώπου και μαζί ενάντια στη φύση.
Ταινία καθηλωτική, που εσωκλείει μέσα της ιστορικές αλήθειες και διαχρονικούς προβληματισμούς. Διαπεραστική, ασκεί επιρροή σε κάθε πλάνο και μέσα από το συνδυασμό των ειδικών εφέ, της ηχητικής προσαρμογής και της αφηγηματικής της καθαρότητας γίνεται οδυνηρή και στο έπακρο αισθαντική. Δεν της λείπουν οι θεματικοί συμβολισμοί, που προσφέρουν τροφή για διάλογο μα ούτε και η ψυχαγωγία. Είναι ένα φιλμ για όλους, διασκεδάζει, προβληματίζει και αποτελεί το κινηματογραφικό παραισθησιογόνο των απανταχού σινεφίλ. Με αναφορές στον Herzog και τον Altman, σε σημεία ντοκιμαντερίστικης διάθεσης και με ελεγειακή επίκληση στο σπαγγέτι, ο Inarritu μπορεί να δανείζεται στοιχεία από άλλους, να πλάθει, να τα αναπλάθει και να εμπνέεται από αυτούς άλλα, καινούργια, που δεν έχουμε ξανασυναντήσει στο σύγχρονο σινεμά. Δε χωράει αμφισβήτηση ότι η ταινία είναι υπό τον πλήρη έλεγχο του δημιουργού της καθ`όλη τη διάρκεια και αυτό αποτελεί από μόνο του ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα. Με σκηνοθετικούς ελιγμούς, παρόμοιους με εκείνους του Birdman -που για να λέμε την αλήθεια εδώ ταιριάζουν περισσότερο-, οι λεπτομέρειες του χώρου να εισέρχονται αρμονικά στο πλάνο και τα συναισθήματα να σκίζονται όπως τα βέλη σκίζουν τον αέρα σε μια έξοχη οπτική πανδαισία στην εναρκτήρια σκηνή, ο Inarritu θριαμβεύει. Θριαμβεύει μέσα από ένα σινεμά σοκαριστικό και επώδυνο, το οποίο μετουσιώνεται σε ένα φιλμ επικό και μεγαλοφυές που ακούει στο όνομα Η Επιστροφή. Το αριστούργημα της χρονιάς!
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 7/1/2016
Γύρω στα 1820, στις παγωμένες βόρειες πολιτείες κατά μήκος του ποταμού Μισούρι, μια ομάδα κυνηγών που θηρεύουν για τα δέρματα, δέχεται επίθεση ινδιάνων. Ανάμεσα στους διασωθέντες και οπισθοχωρούντες, ο Χιου Γκλας (ιστορικό πρόσωπο), δέχεται επίθεση αρκούδας που σχεδόν τον σακατεύει. Ο καιροσκόπος Τζον Φιτζέραλντ προτείνει να του κάνουν ευθανασία, αλλά εντέλει πείθεται απ’ τους άλλους, με έξτρα αμοιβή, να μείνει πίσω να τον κουβαλά, μαζί με το μιγάδα γιο τού Γκλας κι ένα αμούστακο παλικάρι, τον Μπρίτζερ. Καθώς οι άλλοι φεύγουν κι ο Μπρίτζερ έχει πάει για νερό, ο Φιτζέραλντ σκοτώνει τον γιο μπροστά στον ετοιμοθάνατο Γκλας και λέει ένα ψέμα στον Μπρίτζερ ώστε να τον παρατήσουν. Από ‘κει αρχίζει για τον Γκλας ένα απάνθρωπο, εξοντωτικό οδοιπορικό επιβίωσης με στόχο την εκδίκηση.
Μετά την υπαρξιακή ζούγκλα του θεατρόκοσμου στο Birdman, ο μεξικανός Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου αλλάζει πλεύση και μας μεταφέρει αρχές 19ου αιώνα στην άγρια φύση, για να μας δώσει κάτι που μοιάζει με ρεαλισμό, ενώ πρόκειται για εξπρεσιονισμό. Ο ευρυγώνιος φακός του συμπατριώτη φωτογράφου Εμανουέλ Λουμπέζκι (συχνού συνεργάτη, όπως και του Τέρενς Μάλικ στις δυο τελευταίες δουλειές του) συλλαμβάνει τα άγρια δάση και τα υψώματα με τρόπο μεγαλειώδη, σχεδόν εξωπραγματικό, δημιουργώντας μια ανιμιστική πνευματικότητα που ενισχύεται από μια ενορχήστρωση φυσικών ήχων με διακριτικά ambient σύνθια και δραματικές πινελιές από έγχορδα του Σακαμότο, κι ενώ κάποιες στιγμές ο ήρωας σκέφτεται σοφά ποιητικά λόγια της πεθαμένης ινδιάνας γυναίκας του, θυμίζοντας αμυδρά τον Άγνωστο Κόσμο του Μάλικ. Αυτή είναι και η ουσία του φιλμ. Μια αίσθηση, μια συγκλονιστική αίσθηση. Τίποτα περισσότερο. Η πλοκή, η δραματουργία, με ελάχιστους διαλόγους, είναι ισχνή, ανέμπνευστη, τετριμμένα κλισέ του γουέστερν. Ο ΝτιΚάπριο φυσικά τα δίνει όλα, με το πρόσωπο και το σώμα του να δοκιμάζονται στον πόνο και την οργή (αυτό του ζητήθηκε), αλλά μόνο ο Τομ Χάρντι στον ρόλο του Φιτζέραλντ ενσαρκώνει έναν αρνητικό ήρωα με όρους κλασικής δραματουργίας. Εντέλει, και η προαναφερθείσα υποτιθέμενη πνευματικότητα εντάσσεται κι αυτή ως καρύκευμα στο όλο καλλιτεχνικό τρικ. Οι δυνάμεις της φύσης και οι ακραίες δοκιμασίες δημιουργούν μια συμφωνία που σε εγκλωβίζει, σε παρασύρει, σε κάνει να νιώθεις ξανά το σινεμά ως κάτι μαγικό, όπως όταν έβλεπες περιπέτειες έφηβος στη δεκαετία του 1960. Βέβαια, οι υπερβολές στις κακουχίες και τα ατυχήματα καμιά φορά πλησιάζουν επικίνδυνα την παρωδία (ιδιαίτερα η πτώση μ’ ένα άλογο σε γκρεμό), όμως η όλη ατμόσφαιρα και ο σταθερός, μελετημένος ρυθμός της αφήγησης συγκροτούν γερά τη σύνθεση. Για να είμαστε ειλικρινείς, το «δευτεροκλασάτο» The Grey του 2011 είναι πολύ πιο ουσιαστικό και φιλοσοφημένο (νόημα της ζωής μέσα στην άγρια φύση), αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με την αίγλη της καλλιτεχνικής παραγωγής. Εδώ ο Ινιαρίτου λειτουργεί σαν μαέστρος, με σολίστα τον φωτογράφο του. Η σκηνή με την αρκούδα θα μείνει ως κομμάτι της κινηματογραφικής ανθολογίας.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 21/1/2016
Οι ταινίες επιβίωσης στη φύση είχαν ανέκαθεν κάτι το αδιαπραγμάτευτα γοητευτικό στον πυρήνα τους τόσο από τη σκοπιά του θεατή όσο και από αυτήν του δημιουργού. Για τον πρώτο, συνιστούν ένα νοητικό ταξίδι έξω από την κανονικότητά και τους αστικούς προβληματισμούς, αφού η μάχη με το υπερβατικό της φύσης συγκινεί αβίαστα και θυμίζει τη μικρότητα του ανθρώπου μπροστά στο μεγαλείο του πραγματικού κόσμου. Για τον δημιουργό, τέτοιες ταινίες συνιστούν πάντα μία πρόκληση, αφού είναι κατά κανόνα λιτές σε διάλογο και τον αναγκάζουν να μιλήσει με εικόνες που φανερώνουν το αδιέξοδο του ήρωα μπροστά στις κακουχίες. Στην προκείμενη ταινία λοιπόν ο Ινιαρίτου, εκμεταλλευόμενος και τον θόρυβο που προκαλεί πια το όνομά του μετά τα περσινά βραβεία του Birdman, απομακρύνεται από το κινηματογραφικό του στυλ και βυθίζεται στο άγριο της φύσης.
Στην Αμερική του 1820 μια ομάδα κυνηγών δέχεται επίθεση από Ινδιάνους και παλεύει να σώσει τα δέρματα που έχει μαζέψει ενώ τρέπεται σε άτακτη φυγή προς τα άγρια βουνά. Ο ιχνηλάτης Γκλας είναι ο μόνος που ξέρει την οδό διαφυγής από το αδιέξοδο. Όταν δέχεται επίθεση από αρκούδα και μένει σε κωματώδη κατάσταση, η ομάδα αποφασίζει να μην τον εγκαταλείψει. Επειδή όμως το ετοιμοθάνατο κορμί του καθιστά την ανάβαση πρακτικά αδύνατη, αφήνει τον καιροσκόπο Φιτζέραλντ, τον έφηβο γιο του Γκλας και τον έτερο έφηβο της ομάδας να τον φυλούν μέχρι να γυρίσουν να τον πάρουν. Τα πράγματα όμως στην ομάδα φύλαξης του Γκλας εξελίσσονται με τον χειρότερο για εκείνον τρόπο και έτσι εγκαταλείπεται αβοήθητος και αδύναμος στην καρδιά του παγωμένου βουνού.
Η εικόνα που έχει δημιουργήσει ο Μεξικανός μαγνητίζει από το πρώτο λεπτό. Η εναρκτήρια σεκάνς της επίθεσης των Ινδιάνων είναι εντυπωσιακή και ρεαλιστική, ενώ και οι πρώτες νύξεις για τις ηθικές διαφορές που επικρατούν στην ομάδα είναι μετρημένες. Από τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής όμως αφήνεται έρμαιο της ατυχίας του και επιχειρεί με μεταφυσικό τρόπο να επιβιώσει στη φύση, η ταινία εκκινεί ξανά, σε διαφορετικό ρυθμό και με πολύ διαφορετική προσέγγιση της έντασης. Ο κεντρικός χαρακτήρας ξεδιπλώνεται χωρίς διάλογο ή voiceover, μέσα από τις κακουχίες που υφίσταται. Και ενώ αυτό είναι συνιστά μια γενναία κινηματογραφική απόπειρα, το πρόβλημα βρίσκεται στο περιεχόμενο, αφού σε κανένα σημείο ο θεατής δε βλέπει την ουσιαστική μεταβολή του χαρακτήρα, ο οποίος υφίσταται τα μαρτύρια του Ιώβ αλλά κυκλοφορεί με το ίδιο πεισμωμένο ύφος που είχε εξαρχής. Η προσπάθεια του Ντι Κάπριο είναι αναμφίβολα αξιέπαινη, αφού σε παραπάνω από τη μισή ταινία βγάζει μόνον ιαχές και παίζει με τους μύες του προσώπου του, αλλά περισσότερο μοιάζει να ταιριάζει σε ταινία βασανιστηρίων παρά σε ταινία επιβίωσης. Από την άλλη, ο Τομ Χάρντι ως Φιτζέραλντ διαθέτει έναν καλύτερα δομημένο αλλά επίσης επίπεδο χαρακτήρα, έναν από εκείνους τους απόλυτα κακούς τύπους δε διαθέτουν ούτε μια αχτίδα φωτός σε κανένα σημείο. Είναι ρατσιστής, φιλοχρήματος και πλήρως αμοραλιστής και ως εκ τούτου η αντιπάθεια του θεατή μοιάζει να εκβιάζεται. Ερμηνευτικά πάντως, ο Χάρντι είναι στο ζενίθ της καριέρας του, αφού εκμεταλλεύεται την έφεσή του στις προφορές, αυτή τη φορά ως ρεντνεκάς, και δίνει μια πλήρη ερμηνεία.
Η ταινία διαθέτει και δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις, καθώς σε διάφορα σημεία της περιπλάνησης του Γκλας στο άγριο κρύβονται αναφορές στο θείο, ως το μόνο στοιχείο που μπορεί να κρατήσει στη ζωή τον πρωταγωνιστή, γιατί υπερβαίνει τις ανθρώπινες μικρότητες και έχθρες. Περαιτέρω, είναι περισσότερο από σαφής η θέση του δημιουργού: Homo homini lupus. Κάθε μορφής κοινωνία είναι εκ προοιμίου ανάπηρη γιατί θα αποτελείται από ανθρώπους, και οι άνθρωποι δεν μπορούν να δεχθούν ότι ο καιροσκοπισμός που υπαγορεύεται από τον άκρατο ατομισμό είναι η μόνη σίγουρη οδός προς την καταστροφή. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, χαρακτήρας κλειδί είναι αυτός του Φιτζέραλντ. Εκτενή είναι επίσης τα σχόλια περί αμερικανών κατακτητών, καταπατητών του αγρίου και παράταιρων προς το φυσικό τοπίο. Ο γιος του Γκλας είναι Ινδιάνος. Ο ίδιος μοιάζει να μην ανήκει σε καμία φυλή. Νιώθει τη βία κάθε μέρους στο πετσί του και το μόνο καταφύγιο από αυτήν είναι ο γιος του, πρώτα ως παρουσία και έπειτα ως ιδέα, αφού είναι το μόνο που μπορεί να τον συντηρήσει στη ζωή. Δυστυχώς όμως, είναι τόσο πολύ το προβάδισμα που δίνεται στην αρχική ιστορία επιβίωσης και την τροπή της σε ιστορία εκδίκησης, που όλα τα υπόλοιπα στοιχεία τίθενται σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας μεν έναν ποιητικό τόνο αλλά μην επιτρέποντας την επιθυμητή εμβάθυνση σε αυτά.
Ο Ινιαρίτου τεχνικά μεγαλουργεί, με μόνο στραβοπάτημα το ρυθμό του φιλμ. Σκηνοθετεί με μεταποκαλυπτικό ύφος το παρελθόν, δίνοντας μια αίσθηση απείρου στις μάχες που δίνει ο πρωταγωνιστής του. ενώ η επιμονή του στους τόνους του γκρι κάνει την εικόνα σκοτεινή όσο πρέπει. Η φωτογραφία της ταινίας είναι πιθανότατα η ωραιότερη που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σε αμερικανική ταινία και η μουσική είναι απόλυτα προσεγμένη. Τα εφέ τοποθετημένα άψογα όπου χρειάζονται και η παρουσία της αρκούδας κεντημένη στο χέρι. Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι το εξής: πού είναι η βαρύτητα; Ενώ λοιπόν όλα μοιάζουν τόσο δουλεμένα, από το Revenant λείπει ένα και μόνο βασικό στοιχείο, που δεν είναι άλλο από την πίστη στην ιστορία του. Ειρωνικά, το στοιχείο που κράτησε στη ζωή τον πρωταγωνιστή λείπει από την ίδια την ταινία και μάλιστα, επειδή δεν αντικαθίσταται και με μια α λα Χέρτζογκ ματαιότητα, αφήνει τεράστιο κενό. Ναι, πρόκειται για ένα υπερθέαμα που σε κανένα σημείο δεν προσβάλλει τη νόηση του θεατή και μιλάει για τη δύναμη ψυχής ενός ανθρώπου που επιβιώνει κόντρα σε όλα τα προγνωστικά. Αν αρκεί αυτό, είναι αριστούργημα. Είναι όμως μάλλον δύσκολο να παραβλέψει κανείς τον τρόπο με τον οποίο η ταινία ψαλιδίζει τα φτερά της.
Βαθμολογία: