
Ο Ρομπέν, ένας σκληραγωγημένος από τον πόλεμο σταυροφόρος, μπορεί να γεννήθηκε με τα προνόμια του τίτλου του λόρδου του Λόξλεϊ, αλλά τώρα επιστρέφει από τον πόλεμο σαν ένας πληγωμένος βετεράνος που έχει χάσει τα πάντα, ακόμα και την αληθινή του αγάπη, Μαριάν. Με τη βοήθεια του εξίσου «σημαδεμένου» και κάποτε εχθρού του, του μαυριτανού διοικητή του, Λιτλ Τζον, ο Ρομπέν μεταμορφώνεται σε έναν κουκουλοφόρο τιμωρό που αναζητά κι επιδιώκει τη δικαιοσύνη για όλους του ανθρώπους, ξεκινώντας μια τολμηρή εξέγερση ενάντια στο διεφθαρμένο αγγλικό στέμμα.
Σκηνοθεσία:
Otto Bathurst
Κύριοι Ρόλοι:
Taron Egerton … Robin of Loxley
Jamie Foxx … Yahya ibn Umar/Little John
Ben Mendelsohn … ο σερίφης του Νότινγκαμ
Eve Hewson … Marian
Tim Minchin … μοναχός Tuck
Jamie Dornan … Will ‘Scarlet’ Tillman
F. Murray Abraham … καρδινάλιος Franklin
Paul Anderson … Guy of Gisbourne
Josh Herdman … Righteous
Cornelius Booth … λόρδος Pembroke
Bjorn Bengtsson … Tydon
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ben Chandler, David James Kelly
Στόρι: Ben Chandler
Παραγωγή: Jennifer Davisson, Leonardo DiCaprio
Μουσική: Joseph Trapanese
Φωτογραφία: George Steel
Μοντάζ: Chris Barwell, Joe Hutshing
Σκηνικά: Jean-Vincent Puzos
Κοστούμια: Julian Day
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Robin Hood
- Ελληνικός Τίτλος: Ρομπέν των Δασών
- Εναλλακτικός Τίτλος: Robin Hood: Origins
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ρομπέν των Δασών: Η Αρχή [τηλεόραση]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ρομπέν των Δασών (1922)
- Ρομπέν των Δασών (1938)
- Ο Ρομπέν των Δασών (1973)
- Το Ρόδο και το Βέλος (1976)
- Ο Ρομπέν των Δασών (1991)
- Ρομπέν των Δασών (1991)
- Ρομπέν των Δασών: Οι Ήρωες με τα Κολάν (1993)
- Robin Hood (2010)
Παραλειπόμενα
- Τα προηγούμενα από την ταινία χρόνια, η Disney εργάζονταν πάνω στο Nottingham & Hood και η Sony πάνω στο Hood, αμφότερα σχέδια για έναν νέο Ρομπέν των Δασών. Αλλά η Appian Way του Leonardo DiCaprio ήταν αυτή που τον Φεβρουάριο του 2015 ανακοίνωσε επίσημα πρώτη ότι είχε έτοιμο το σενάριο.
- Αρχικά, ο τίτλος ήταν Robin Hood: Origins, κάτι που ανεπίσημα παρέμεινε σε πολλές αναφορές.
- Τα γυρίσματα καθυστέρησαν να ξεκινήσουν επειδή ο Taron Egerton έπρεπε πρώτα να τελειώσει το Kingsman: Ο Χρυσός Κύκλος. Ήταν επιλογή του σκηνοθέτη αυτή η καθυστέρηση, επειδή ο νεαρός ηθοποιός ήταν η μοναδική του επιθυμητή επιλογή.
- Για τον ρόλο του Ρομπέν, είχαν προταθεί και οι: Jack Huston, Jack Reynor, Dylan O’Brien και Nicholas Hoult.
- Για της Μαριάν: Gaite Jansen, Lucy Fry και Gugu Mbatha-Raw.
- Κατά τα γυρίσματα στο Ντουμπρόβνικ της Κροατίας, ο Jamie Foxx βρέθηκε να γευματίζει παρέα με φίλους, όταν δύο μεθυσμένοι ντόπιοι τον πλησίασαν και τον πρόσβαλαν για το χρώμα του. Ο διευθυντής του μαγαζιού κάλεσε την αστυνομία και συνέλαβε τους δύο ντόπιους. Παρόλα αυτά, ο γνωστός ηθοποιός δεν έμεινε στο γεγονός, και εξέφρασε τον θαυμασμό του τόσο για τη χώρα, όσο και τους κατοίκους της.
- Τις πολύ αρνητικές κριτικές ακολούθησε ζημιά και στα ταμεία. Ενώ το κόστος ήταν στα 100 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις έμειναν στα 86,5. Επιπλέον, το φιλμ ήταν υποψήφιο και για τρία Χρυσά Βατόμουρα.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 29/11/2018
Δεύτερη μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή στην τρέχουσα δεκαετία που καταπιάνεται με τον χιλιοειπωμένο μύθο του Ρομπέν των Δασών και ίσως η μοναδική κινηματογραφική μεταφορά του που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ολοκληρωτικό φιάσκο από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν μπορεί να διανοηθεί ανθρώπινος νους το πόσα πράγματα πάνε στραβά εδώ, αλλά ο κύριος λόγος που οδηγεί το αποτέλεσμα στην απόλυτη καλλιτεχνική αποτυχία είναι ο εντελώς με το ζόρι εκμοντερνισμός που αποπειράται και υπερβαίνει τα όρια του κακόγουστου. Η «σπιντάτη» σκηνοθετική προσέγγιση που είναι επίτηδες αναχρονιστική έχει ξεπατικωθεί από τα κόλπα που έκανε ο Guy Ritchie στους δύο μέχρι στιγμής «Sherlock Holmes» του, μόνο που σε εκείνη την περίπτωση επρόκειτο για παράδειγμα ενός καλού τεχνίτη, ενώ εδώ ενός φτωχού μιμητή, που μάλιστα έχει και πρόβλημα να κρατήσει μια λήψη για πάνω από δέκα δευτερόλεπτα. Ειδικά η σκηνή που λαμβάνει χώρα στην ακαθόριστη χρονικά σταυροφορία στην οποία μετέχει ο επώνυμος ήρωας προσπαθεί τόσο απεγνωσμένα να παραπέμψει σε σεκάνς που θα συναντούσε κάποιος σε μια σύγχρονη πολεμική ταινία (αστραπιαία cuts, αεικίνητη κάμερα, χρήση και σχεδιασμός βαλλιστρών και τόξων με τρόπο τέτοιο ώστε να θυμίζουν… πυροβόλα όπλα) προκειμένου να τραβήξει ένα νεανικό κοινό που θα έβρισκε βαρετή και παλιομοδίτικη τη μεσαιωνικού τύπου δράση ώστε το θέαμα καταλήγει να είναι εκτός από παράταιρο ελέω είδους και γελοίο.
Ο εκσυγχρονισμός αυτός όμως δεν περιορίζεται μονάχα στην αισθητική (που φτάνει στο αποκορύφωμά του σε μια σκηνή δεξίωσης με κοστούμια που μοιάζουν να έχουν βγει από το «Πέμπτο Στοιχείο») αλλά και σε επίπεδο πολιτικών αναφορών. Κι αν το γεγονός ότι ο σερίφης του Νότινγκαμ φέρει τις αναμενόμενες για την εποχή ομοιότητες με τον Donald Trump αποτελεί μεν κλισέ πλέον αλλά δεν αποτελεί δα και το μεγαλύτερο φάουλ που μπορεί να διαπράξει σύγχρονη χολιγουντιανή παραγωγή, όταν οι παραλληλισμοί στο σήμερα φτάνουν στο σημείο να κάνουν μια διαδήλωση να θυμίζει μέχρι και τα… επεισόδια στο Φέργκιουσον δεν γίνεται να μην ξεφύγει κάποιο επιφώνημα αγανάκτησης για τη λυσσαλέα προσπάθεια της παραγωγής να βρει σημείο σύνδεσης με τη νεολαία με παιδαριώδη και φτηνό τρόπο. Και τα στραβοπατήματα συνεχίζουν να συσσωρεύονται όσο προχωράει η ώρα: μια Marian που ξεκινάει με φεμινιστικές βλέψεις και καταλήγει να έχει λίγη περισσότερη χρησιμότητα στην πλοκή από ένα σκηνικό αντικείμενο, σωρεία γεγονότων που συμβαίνουν χωρίς να προκύπτουν λογικά από το σενάριο, μια από τις χειρότερες σκηνές καταδίωξης στην πρόσφατη κινηματογραφική μνήμη γεμάτη απαράδεκτα εφέ για το βεληνεκές της παραγωγής και κακοεπεξεργασμένα κοντινά που αποπροσανατολίζουν και η λίστα μοιάζει να μην έχει τελειωμό…
Μέσα σε όλη αυτήν την πανωλεθρία, ο μόνος που μοιάζει κάπως να προσπαθεί για να διασωθούν τα προσχήματα είναι ο Jamie Foxx, του οποίου μεν ο χαρακτήρας έχει σεναριακά προβλήματα, ο ίδιος όμως ερμηνευτικά καταφέρνει να παραδώσει σε σχέση με το υπόλοιπο του καστ κάτι κοντινότερο σε μια αντιπροσωπευτική ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Taron Egerton ήταν από την αρχή μια λανθασμένη επιλογή καθώς είναι μόνιμα ταυτισμένος με τον αέρα της σειράς «Kingsman» και λόγω της διαχρονικής βαρύτητας του ρόλου του είναι φανερή μια αμηχανία που τον διακατέχει, ωστόσο δεν αποτελεί το χειρότερο στοιχείο του φιλμ. Αντιθέτως, ο Ben Mendelsohn βάζει μια γερή υποψηφιότητα για να κατακτήσει αυτόν τον τίτλο: με μια υπερβολή που δεν θα τολμούσε να πλησιάσει ούτε ο Gary Oldman στις χειρότερες στιγμές του την εποχή που ήταν ο στοκ κακός της μέσης χολιγουντιανής ταινίας (ένα κενό που από ό,τι φαίνεται έχει κληθεί να καλύψει ο πάλαι ποτέ πολλά υποσχόμενος ηθοποιός του «Χρίσματος») και μια συλλογή από πραγματικά ντροπιαστικές ατάκες, χαρίζει απλόχερα έναν από τους πιο καρικατουρίστικους κακούς των τελευταίων ετών στο σινεμά. Αρκετά κοντά στον πάτο ακολουθούν και ο F. Murray Abraham (περασμένα τα μεγαλεία του «Αμαντέους») με τον Jamie Dornan (ο ορισμός του «δεν τραβάει με τίποτα»). Σίγουρα πρόκειται για μια από τις πιο επίπονες εμπειρίες επί της μεγάλης οθόνης του 2018.
Βαθμολογία: