Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

Ο Jean-Pierre Melville έχει ορθά χαρακτηριστεί ως ο «Πατριάρχης» των γαλλικών γκανγκστερικών φιλμ. Γεννήθηκε ως Jean-Pierre Grumbach σε μια εβραϊκή οικογένεια που ζούσε στην Αλσατία, αλλά όντας λάτρης της αμερικανικής κουλτούρας, υιοθέτησε το όνομα Melville από τον αγαπημένο του συγγραφέα, Herman Melville. Ταυτόχρονα ήταν ενθουσιώδης σινεφίλ από τη νεαρή του ηλικία. Όταν δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τον παραδοσιακό δρόμο για να γίνει σκηνοθέτης, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ταινιών το 1946, με ένα στούντιο στο Παρίσι. Δούλευε «περιθωριακά» καθώς ήθελε να έχει απόλυτο έλεγχο στις ταινίες του και αρχικά υποτιμήθηκε ως ένας «ευφυής ερασιτέχνης».

Οι ταινίες του αποπνέουν το ύφος του αμερικανικού φιλμ νουάρ των Lang, Huston και Wilder, στο οποίο ενστάλαξε γαλλική φινέτσα και ευρωπαϊκό υπαρξισμό. Απεικόνισε με μεγάλη αυθεντικότητα τον χώρο του γαλλικού υποκόσμου, με χαρακτήρες που περισσότερο δρουν παρά μιλάνε για το «τι», «πώς» και «γιατί» των πράξεων τους. Ωστόσο ο ενοποιητικός ιστός στις ταινίες του δεν είναι το έγκλημα αυτό καθαυτό, αλλά  η πίστη απέναντι στους συντρόφους, η αντρική τιμή και ο σεβασμός για έναν αυτοεπιβαλλόμενο κώδικα τιμής. Το έργο του χαρακτηρίζεται από  μαστορική ακρίβεια, ρεαλιστική αληθοφάνεια, πληρότητα έκφρασης, αρχιτεκτονική ισορροπία που απορρέει από τη λειτουργική χρήση των εκφραστικών μέσων. Ο ακατάπαυστος προωθητικός ρυθμός των ταινιών του εγκλωβίζει τους χαρακτήρες σε σχήματα τραγικά, σε απελπιστικά αδιέξοδα, με την Ειμαρμένη να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο.

Ο Melville ξεκίνησε με ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού .Το πρώτο του έργο, «Le Silence de la Mer» (1949), ένα ζοφερό δράμα που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Γαλλίας, περιστρέφεται γύρω από μια αγροικία όπου ένας εκλεπτυσμένος, διανοούμενος γερμανός αξιωματικός ζει παρέα με έναν μεγαλύτερο Γάλλο, καθώς και την ανιψιά του, την οποία ο Γερμανός φαίνεται να ερωτεύεται. Η επιτυχία της ταινίας οδήγησε τον συγγραφέα Jean Cocteau να του αναθέσει τη διασκευή του στο μυθιστόρημα του «Les Enfants Terribles» (1949), που περιγράφει την ανόσια σχέση δύο ετερόφυλων αδελφών που παίζουν τρομερά εγκεφαλικά παιχνίδια, έχοντας αποκόψει τους εαυτούς τους από τον υπόλοιπο κόσμο. Με την τρίτη ταινία του, «Quand tu Liras Cette Lettre» (1953), ο Melville επιχείρησε να καθιερωθεί με ένα νουάρ μελόδραμα. Ο Max Trivet (Philippe Lemaire) είναι μηχανικός αυτοκινήτων, μποξέρ, κλέφτης και ζιγκολό. Όταν η συνάντησή του με μια νεαρή πωλήτρια έχει ως αποτέλεσμα να τη βιάσει, η αδελφή της, η Thérèse (Juliette Gréco), πρώην καλόγρια, αναζητά εκδίκηση. Το πρόβλημα είναι ότι η Thérèse δεν μένει αδιάφορη στη γοητεία του Max. Κάνοντας χρήση μιας εκπληκτικής ασπρόμαυρης φωτογραφίας, ο Melville παρουσιάζει τη μεταπολεμική ηθική αποσύνθεση της Γαλλίας που είναι γεμάτη από απατεώνες, κλέφτες, βιαστές και εκβιαστές.

Bob le Flambeur

Η θαυμαστή γνώση του αμερικανικού κινηματογράφου έστρεψε σιγά σιγά τον Melville προς ένα δημιουργικό κλασικισμό, προσαρμόζοντας το φιλμ νουάρ στη γαλλική πραγματικότητα, με το ρεαλιστικό να τείνει να συγκεραστεί με το μυθολογικό, με καθηλωτικό αποτέλεσμα για τους θεατές. Το 1956 έγινε η πρώτη είσοδος του Melville στον σκιερό κόσμο των γκάνγκστερ, με το μινιμαλιστικό πετράδι «Bob le Flambeur», έναν σαγηνευτικό φόρο τιμής στο «The Asphalt Jungle» (1950) του John Huston. Για πρώτη φορά ο Melville αναπτύσσει τα βασικά του θέματα: ευθύτητα και πονηριά, πίστη και προδοσία, αντρική τιμή και γυναικεία αφερεγγυότητα , έλλειψη σαφών ηθικών ορίων μεταξύ καλού και κακού. Οι υπασπιστές και οι παραβάτες του νόμου επικοινωνούν με υπόγεια ρεύματα, μετέρχονται το ίδιο ύπουλες και σκληρές μεθόδους. Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο Bob (ένας αρχοντικός Roger Duchesne) με αλώβητη μεγαλοπρέπεια γλιστρά μέσα στους ναούς του τζόγου, σε καταστάσεις οριακές: μεταξύ νύχτας και μέρας, μεταξύ πίστης και προδοσίας, μεταξύ κόλασης και ουρανού.

Στο «Deux Hommes dans Manhattan» (1959), δυο γάλλοι δημοσιογράφοι (Pierre Grasset και ο Melville αυτοπροσώπως) εμπλέκονται σε μια εγκληματική συνωμοσία στη Νέα Υόρκη με έναν εξαφανισμένο διπλωμάτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό που βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας και πραγματικά ενδιαφέρει τον Melville, κάτω από την επίφαση μιας ιστορίας ντετέκτιβ, είναι το ηθικό ζήτημα για την αλήθεια και το ψέμα. Δυστυχώς, ο σκηνοθέτης δεν είναι σε θέση να το διατυπώσει και να το συγχωνεύσει με την απλή ιστορία του, αποτυγχάνοντας να δημιουργήσει ένα ικανοποιητικό σύνολο.

Στο «L’Aîné des Ferchaux» (1963), ο Jean-Paul Belmondo είναι ένας αποτυχημένος πυγμάχος που εγκαταλείπει την καριέρα του, και προσλαμβάνεται ως σωματοφύλακας σε έναν ηλικιωμένο τραπεζίτη, τον Dieudonné Ferchaux (Charlew Vannel). Ο Ferchaux αναγκάζεται να εγκαταλείψει βιαστικά τη Γαλλία για να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη. Στη Νέα Υόρκη και μετά στη Νέα Ορλεάνη, οι δύο άντρες θα γνωριστούν καλύτερα παίζοντας το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.

Léon Morin, Prêtre

Το 1961, ήρθε η πρώτη επιτυχία του Melville, με το «Léon Morin, Prêtre». Πρωταγωνιστούν οι Jean-Paul Belmondο και Emmanuelle Riva στους ρόλους ενός καθολικού ιερέα και μιας γυναίκας που τον θαυμάζει. Διασκευή ενός γνωστού μυθιστορήματος, τηρεί με ακρίβεια την αφηγηματική τάξη και χειρίζεται ήρωες που συγκρούονται πάνω στα «μεγάλα Θέματα»: την πίστη και την αθεΐα ,τη στωικότητα και την απελπισία, το πνεύμα και τη σάρκα.

Αμέσως μετά γύρισε το κλασικό νουάρ «Le Doulos» (1962) και πάλι με τον Belmondo σε έναν από τους εμβληματικούς ρόλους του. Όταν ο Maurice (Serg Reggiani) βγαίνει από τη φυλακή, παίρνει εκδίκηση σκοτώνοντας τον δολοφόνο της γυναίκας του και κλέβοντας κοσμήματα από έναν άλλο γκάνγκστερ. Βρίσκει τον φίλο του, Silien (Jean-Paul Belmondo), χωρίς να γνωρίζει ότι ο τελευταίος, ύποπτος ως πληροφοριοδότης της αστυνομίας, παίζει διπλό παιχνίδι. Ο Melville εκθέτει με αμεσότητα και οικονομία τα θέματα του Doulos: τη διπροσωπία, την ηθική ασάφεια, το ψέμα και την αλήθεια, χρησιμοποιώντας και ταυτόχρονα ανατρέποντας τους κώδικες και τα κλισέ του εγκληματικού κινηματογράφου. Η ερμηνεία του Belmondo αναγγέλλει τη βάναυση αδιαφάνεια του Lino Ventura στην επόμενη ταινία και την ορυκτή θλίψη του Alain Delon στο «Le Samouraï».

Στο «Le Deuxième Souffle» (1966), ο Gu (Ventura) δραπετεύει από τη φυλακή και επανασυνδέεται με τους συνεργούς του από το παριζιάνικο περιβάλλον. Μεταμορφωμένος σε κυνηγημένο θηρίο, κατηγορούμενος για προδοσία από αντίπαλους γκάνγκστερ, φέρνει σε πέρας μια τελευταία αποστολή: την επίθεση σε μια συνοδεία χρυσού στην περιοχή της Μασσαλίας. Ο Melville αφαιρεί τις γραφικές λεπτομέρειες που συνδέονται με την περιγραφή του υπόκοσμου, απαλλάσσεται από μια συγκεκριμένη μυθολογική λαογραφία, αμφισβητώντας την ιδέα του ρεαλισμού υπέρ μιας παγωμένης αφαίρεσης. Ο Gu στερείται τη ρομαντική γοητεία των ληστών και ουσιαστικά οδηγείται από το ένστικτό επιβίωσης και τον κώδικα τιμής του.

Le Doulos

Το «Le Samourai» (1967) αντιπροσωπεύει τo πολύτιμο απόσταγμα της τεχνικής του Melville, με εμμονή στην οπτική λεπτομέρεια, και την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του, με την τιμή στην ύψιστη θέση. Με τον Delon να ερμηνεύει τον επαγγελματία δολοφόνο με απίστευτη άνεση και φυσικότητα, η ταινία παραμένει ένα από τα ορόσημα του γαλλικού κινηματογράφου.

Το επόμενο επίτευγμα του ήταν το ρωμαλέο δράμα «L’Armée des Ombres» (1969), βασισμένο σε μεγάλο βαθμό στις εμπειρίες του από τη συμμετοχή του στη Γαλλική Αντίσταση. Το 1970, ο Melville σκηνοθέτησε το απόλυτο γαλλικό θρίλερ, «Le Cercle Rouge», συγκεντρώνοντας τρεις θρύλους του γαλλικού σινεμά: Alain Delon, Yves Montand και Bourvil. Ο σκηνοθέτης προβάλλει την προτίμηση του για αφαίρεση και φετιχισμό, ενώ συνοψίζει τα αγαπημένα του θέματα: τη μοναξιά, το πεπρωμένο, τον θάνατο. Δεν κινηματογραφεί την πραγματικότητα αλλά ιδέες, παγωμένα όνειρα, ωχρές φαντασιώσεις, με μανιακή προσοχή στη λεπτομέρεια, στη χορογραφική τελετουργία, στην άρνηση της ψυχολογίας.

Η τελευταία ταινία του, το «Un Flic» (1972), δεν είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Είναι ακόμη μια στιλάτη ταινία με τον Alain Delon ως επινοητικό μπάτσο και όχι ως παγερό δολοφόνο. Παρά τον ληθαργικό ρυθμό της πλοκής που υποκύπτει σε σεναριακά κλισέ, είναι μία από τις πιο καθηλωτικές ταινίες του σκηνοθέτη, με λανθάνοντα λυρισμό και μερικές πολύ εντυπωσιακές σκηνές.

Un Flic

Σε μια καριέρα  25 ετών, ο Melville ολοκλήρωσε μόνο δεκατρείς ταινίες μεγάλου μήκους, αλλά οι περισσότερες από αυτές θεωρούνται πλέον κλασικές. Θα λέγαμε ότι ακόμη και οι έγχρωμες ταινίες του είναι «κατάμαυρες».

Τα νουάρ του Melville δεν αποτελούν απομίμηση των αμερικανικών. Αποτελούν αυτόνομα, ξεχωριστά έργα τέχνης που διερευνούν, με μάτι γερακιού και κυνικό ταπεραμέντο, την πολυπλοκότητα της ύπαρξης και των ανθρώπινων σχέσεων. Αυτό που χαρακτηρίζει τους ήρωες του Melville είναι η ροπή τους προς την αποτυχία. Μπορεί να είναι γενναίοι, έξυπνοι και αποφασιστικοί, αλλά η επιτυχία θα τους ξεφεύγει πάντα. Μοιάζουν με πιόνια σε μια σκακιέρα, καθοδηγούμενα από ένα αόρατο χέρι που τα οδηγεί αναπόφευκτα στην καταστροφή. Η ματαιότητα της προσπάθειας τους, η αδυναμία του ανθρώπου να ξεγελάσει τον θάνατο, φέρνει στον νου τον «Σίσυφο» του Καμί.

Αυτό που εντυπωσιάζει στο αισθητικό στυλ του Melville  είναι η σχεδόν τυχαία σύλληψη της επιφανειακά άχρηστης λεπτομέρειας, που όμως με μυστηριακό τρόπο αποκτά ηθική προοπτική, και η χορογραφική σκηνοθεσία με κάθε κίνηση να  φαίνεται σκόπιμη και τελετουργική.

Σε μια cameo εμφάνιση στο «A Bout de Souffle» (1960) του Godard, o Melville υποδύεται έναν συγγραφέα, στον οποίο όταν τίθεται η ερώτηση: «ποια είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία σας;», απαντά με το εκπληκτικό: «Να γίνω αθάνατος κι ύστερα να πεθάνω»!

Jean-Pierre Melville & Alain Delon

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *