Ένας αστυνομικός επιθεωρητής έρχεται αντιμέτωπος με τον καλύτερό του φίλο, τον Σιμόν, προκειμένου να ξεδιαλύνει το βρώμικο κύκλωμα ναρκωτικών που διακινείται μέσα στο night-club του φίλου του. Ανάμεσά τους υπάρχει μια γυναίκα που μοιράζεται τον έρωτα και των δύο, αγαπώντας τους συγχρόνως όχι σαν αστυνομικό και εγκληματία αντιστοίχως, αλλά σαν άντρες. Η μανία του αστυνομικού να ξεδιαλύνει την υπόθεση τον οδηγεί μακριά από τη Γαλλία, σε ένα τρένο. Ο Έντουάρντ Κόλμαν ξέρει καλά τον ρόλο του και πρέπει να νικήσει οπωσδήποτε, ακόμα και χάνοντας τον καλύτερό του φίλο.

Σκηνοθεσία:

Jean-Pierre Melville

Κύριοι Ρόλοι:

Alain Delon … επιθεωρητής Edouard Coleman

Richard Crenna … Simon

Catherine Deneuve … Cathy

Riccardo Cucciolla … Paul Weber

Michael Conrad … Louis Costa

Jean Desailly … τζέντλεμαν

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jean-Pierre Melville

Παραγωγή: Robert Dorfmann

Μουσική: Michel Colombier

Φωτογραφία: Walter Wottitz

Μοντάζ: Patricia Neny

Σκηνικά: Theobald Meurisse

Κοστούμια: Colette Baudot

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Un Flic
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Αστυνόμος
  • Διεθνής Τίτλος: A Cop
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Dirty Money
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ο Μπάτσος [επανέκδοσης]

Παραλειπόμενα

  • Έσχατη ταινία για τον Jean-Pierre Melville, πρωτεργάτη του γαλλικού νεο-νουάρ.
  • Τρίτη συνεργασία του Delon με τον Melville, αλλά πρώτη που ο δημοφιλής γάλλος ηθοποιός δεν είναι με την πλευρά του νόμου.
  • Όταν σχεδιάζεται η ληστεία του τρένου από τους ήρωες, υπολογίζονται 20 λεπτά για να ολοκληρωθεί. Ο κινηματογραφικός χρόνος που θα χρειαστεί για να τη δούμε, είναι ακριβώς 20 λεπτά.
  • Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Jean-Pierre Melville είχε στήσει μια ξύλινη καμπίνα, και περνούσε εκεί μέσα μόνος του τον περισσότερο χρόνο. Αρνούνταν όσο ήταν εκεί να μιλήσει ακόμα και στους ηθοποιούς ή τους τεχνικούς. Είχε, δε, διατάξει την υπεύθυνη σεναρίου Florence Moncorge-Gabin να φοράει περούκα όσο ήταν στο πλατό, γιατί δεν του άρεσε το χρώμα των μαλλιών της. Η συγκεκριμένη δεν ήταν κάποια τυχαία, αλλά κόρη του θρυλικού ηθοποιού Jean Gabin.
  • Ο Yves Saint Laurent σχεδίασε τα κοστούμια της Catherine Deneuve.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 22/7/2020

Ένας σκληροτράχηλος μπάτσος προσπαθεί να διαλευκάνει μια εντυπωσιακή ληστεία, στην οποία εμπλέκεται -χωρίς αυτός να το ξέρει- ένας φίλος του, με τη γυναίκα του οποίου διατηρεί δεσμό. Αυτή είναι η απλούστατη ιστορία του «Un Flic», ένας ωραιότατος καμβάς επί του οποίου ο Ζαν Πιέρ Μελβίλ δημιουργεί για τελευταία φορά πριν τον πρόωρο χαμό του το 1973.

Μπορεί να μην είναι το πρώτο όνομα που έρχεται στο μυαλό όταν ανατρέχει κανείς στη γαλλική κινηματογραφική ιστορία, όμως η επιρροή του Μελβίλ στο παγκόσμιο σινεμά είναι απροσμέτρητη, και εκτείνεται σε δημιουργούς εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους. Εν προκειμένω, συναντά κανείς στοιχεία που στο μέλλον πρόκειται να αναγνωρίσει σε κάθε δημιουργία που προσεγγίζει ψυχαναλυτικά τον αστυνομικό εντός του διπόλου «μπάτσου-κακοποιού», ακόμα κι αν ο Μελβίλ δεν βρίσκεται κατά τη γνώμη του γράφοντος στην απόλυτη φόρμα του και δεν πηγαίνει μέχρι το τέλος της διαδρομής που ο ίδιος χαράσσει.

«The only feelings mankind has ever inspired in policemen are those of indifference and derision». Ο κυνισμός του Μελβίλ είναι καθηλωτικός, απόλυτος, άτρωτος, βαθύτερος από ό,τι στη σύστοιχη ταινία, το επιφανές «Σαμουράι», όπου ο Αλέν Ντελόν βρίσκεται στον αντίποδα του εδώ ρόλου του. Ως ακραιφνώς μελβιλικό φιλμ, βέβαια, δεν εμφανίζει το ηθικό του πρόσταγμα στα λόγια, αλλά στα ψυχρά χρώματα και στην παγερή κινηματογράφηση. Ο σπουδαίος Γάλλος γνώριζε πώς να δημιουργεί την ένταση δίχως τις γνώριμες και τετριμμένες σκηνοθετικές πρακτικές, ενώ υπήρξε κι ο αρχηγός της συνομοταξίας των άνευ διαλόγων σεκάνς κορύφωσης.

Οι εραστές του έργου του θα αγαπήσουν το «Un Flic», γιατί περιέχει σε αφθονία όλα τα υφολογικά χαρακτηριστικά του δημιουργού. Το Παρίσι είναι η πόλη της καταχνιάς και όχι του φωτός, η πορεία των χαρακτήρων είναι αναπόδραστη, η σιωπή ηχεί πολύ περισσότερο από τον λόγο που εκφωνείται. Η αφηγηματική οικονομία κυριαρχεί αναμφιβόλως και εκτελείται με την αναμενόμενη μαεστρία, αν και προξενεί μια έλλειψη στοιχείων σύνδεσης του κοινού με τον βασικό χαρακτήρα. Εντείνεται δε αυτή η αίσθηση της απόστασης από την επιλογή του Μελβίλ να επενδύσει ισάξια, αν όχι παραπάνω, την προσοχή του στα μέλη της συμμορίας από τη μία και στον σκυθρωπό αστυνομικό από την άλλη. Το υλικό, βέβαια, όπως παρατίθεται αβίαστα και κομψά, δικαιώνει απολύτως την επιλογή, οδηγεί όμως στο εξής παράδοξο: σε μια ταινία που λέγεται «Ο Μπάτσος», ο θεατής να βρίσκει τη σύνδεση με τους «κακοποιούς».

Τα χαρακτηριστικά set-pieces είναι απολύτως απολαυστικά, με την αρχική σεκάνς ληστείας να συνιστά αποθέωση της μελβιλικής κινηματογράφησης, και τη σεκάνς στο τρένο να ασκεί χιτσκοκικών διαστάσεων γοητεία (παρά την εμφανή έλλειψη προϋπολογισμού). Εντάσσονται δε αρμονικά στο σύνολο, ως είθισται, διασπώντας την γκρίζα φαταλιστική εικόνα του έργου. Εντείνουν βέβαια και την ειρωνεία της by-the-book αστυνομικής δράσης, που χαρακτηρίζεται από οκνηρία και τυπολατρία, ενώ η δημιουργική φύση του εγκλήματος γεμίζει τη ζωή των συμμετεχόντων σε αυτό με περιπέτεια.

Ακόμα και το προδιαγραφόμενο ερωτικό τρίγωνο τελεί σε μια συνθήκη πλήρους απάθειας σε τούτο το κλινικό και ιδιότυπο φιλμ νουάρ. Κανένα πάθος, καμία οργή, καμία ένταση: τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει τον θλιβερό βίο ενός κοιμισμένου θηρίου σαν τον μπάτσο του Ντελόν. Φευγαλέες όψεις της ζωής του πέραν του ληθάργου υπάρχουν: ένα αυθόρμητο σόλο στο πιάνο του μοναδικού μπαρ που τον ηρεμεί (ιδιοκτησίας του άτυπου αντίζηλού του), η εμφάνιση του ντελονικού μειδιάματος. Η πορεία των πραγμάτων όμως θαρρείς πως ζητά να τα παγώσει μέχρι και αυτά, φέρνοντας τον αστυνομικό απολύτως δέσμιο μιας τραγικής και εξαντλητικής νηνεμίας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *