
Ο Ντέιβιντ είναι ο τέλειος επισκέπτης. Φιλικός κι εξυπηρετικός, ο νεαρός στρατιώτης φτάνει στο κατώφλι της πόρτας της οικογένειας Πίτερσον, λέγοντάς τους ότι είναι φίλος του γιου τους, που χάθηκε στο καθήκον. Οι Πίτερσον υποδέχονται τον Ντέιβιντ στο σπίτι τους, αλλά και στη ζωή τους. Όταν όμως αρχίζουν ξαφνικά να πεθαίνουν άνθρωποι στην πόλη, η έφηβη κόρη τους, η Άννα, αρχίζει να αναρωτιέται αν κρύβεται ο Ντέιβιντ πίσω από όλα αυτά. Όταν οι υποψίες της Άννα γίνονται όλο και πιο έντονες, θα καταφέρει τελικά να κρατήσει ασφαλή την οικογένειά της ή θα είναι πια αργά;
Σκηνοθεσία:
Adam Wingard
Κύριοι Ρόλοι:
Dan Stevens … David Collins
Maika Monroe … Anna Peterson
Brendan Meyer … Luke Peterson
Sheila Kelley … Laura Peterson
Leland Orser … Spencer Peterson
Lance Reddick … ταγματάρχης Richard Carver
Ethan Embry … Higgins
Joel David Moore … Craig
Chris Ellis … Hendricks
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Simon Barrett
Παραγωγή: Jessica Calder, Keith Calder
Μουσική: Steve Moore
Φωτογραφία: Robby Baumgartner
Μοντάζ: Adam Wingard
Σκηνικά: Tom Hammock
Κοστούμια: Kathleen Detoro
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Guest
- Ελληνικός Τίτλος: The Guest
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Απροσδόκητος Επισκέπτης [τηλεόραση]
Παραλειπόμενα
- Το αρχικό σενάριο του Simon Barrett αφορούσε μια σοβαρή ιστορία εκδίκησης. Αυτό όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, και όταν ο Wingard το ολοκλήρωσε ως ιδέα και ύφος, γράφτηκε από την αρχή διατηρώντας όμως αναλλοίωτα κάποια μέρη του.
- Σύμφωνα με τον Wingard, το πρώτο μοντάζ ήταν 20 λεπτά μεγαλύτερο από το τελικό. Έγιναν δύο δοκιμαστικές προβολές, και κάθε φορά κόβονταν υλικό.
- Δύο πράγματα συνδέουν αυτό το φιλμ με το Η Νύχτα με τις Μάσκες Νο 3 (1982). Καταρχάς, υπάρχουν τρεις αυθεντικές μάσκες από εκείνη την ταινία που φαίνονται στους τοίχους κρεμασμένες, ενώ για τη μουσική χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος τύπος συνθεσάιζερ με αυτόν που είχαν γράψει εκείνη τη σύνθεση ο John Carpenter με τον Alan Howarth.
- Παρότι κόστισε μόλις 5 εκατομμύρια δολάρια, τα έσοδα έμειναν στα 2,7.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 25/9/2014
Ούτε εδώ ο Adam Wingard αποδεικνύει πως γεννήθηκε για κινηματογραφικά θαύματα. Αλλά είναι ένας τύπος με κέφι, κι αυτή του η δουλειά το βγάζει περισσότερο από τις προηγούμενες που προσωπικά δεν με άφησαν με την παραμικρή ικανοποίηση. Αν θα τον κατηγορήσουμε για κάτι «χοντρό», σίγουρα αυτό είναι πως υπόκειται σε λογοκλοπή, κι όχι απλά ένα ανακάτεμα επιρροών. Το ότι έχουμε παραπομπή στο «Θεώρημα» του Pasolini, θα το εκλάβουμε ως κάτι το αθώο και σινεφιλικό, αλλά ότι πήραμε την κεντρική πλοκή αυτούσια από το προπέρσινο ντοκιουντράμα «The Imposter» χωρίς να αναφέρεται αυτό κάπου οπουδήποτε, είναι κάτι το διαφορετικό. Μα να πούμε και την αλήθεια; Το «The Guest» σεναριακά δεν διεκδικηθεί δάφνες. Υπάρχουν και σημεία που μπορείς να πεις ότι ο συγγραφέας του τα ξεπέταξε στο πόδι. Ειδικά σε κρίσιμα σημεία προς το φινάλε, κάποιες σεναριακές ευκολίες μπορεί να ενοχλήσουν. Αλλά…
Ο Wingard είναι κατεξοχήν θριλερικός σκηνοθέτης και κατ’ ουσία φέρελπις ενός cult χαρακτηρισμού. Διαχειρίζεται αρκετά καλά τον ψυχολογικό τομέα του φιλμ του, αλλά πρωτίστως το εμπλουτίζει με διασκεδαστικά σημεία, στα όρια μιας παρωδίας. Με απανωτές αναφορές στη δεκαετία που γεννήθηκε, τα 1980, τσαλακώνει το καθωσπρέπει σινεμά, στο οποίο μονάχα φαινομενικά ανήκει το φιλμ του, ενώ σατιρίζει την αμερικανική ιδέα, τόσο ατομικά πάνω στο τι εστί Αμερικανός, όσο και πατριωτικά πάνω στο τι συμβολίζει η πατρίδα του. Και είναι κι ένα φιλμ που παρέχει ολοκληρωμένο πακέτο: από ψυχολογικό δράμα σε ψυχολογικό θρίλερ κι από μαύρη σάτιρα σε αυτούσια δράση. Ερμηνευτικά, ο Dan Stevens του τηλεοπτικού «Πύργου του Ντάουτον» μάλλον με μπέρδεψε, αλλά αυτό συμβαίνει συχνά σε τέτοιου είδους ταινίες. Στα γενικά, δεν γνωρίζω αν ο Adam Wingard καταλήξει να γίνει πιο mainstream κι από mainstream, αλλά με αυτή του τη στροφή στο πιο «ευπρεπές» σινεμά κουβαλάει περήφανα τις cult καταβολές του. Αξίζει και παραξίζει μια ματιά.
Βαθμολογία: