Αρχές του 18ου αιώνα. Η Αγγλία βρίσκεται σε πόλεμο με τους Γάλλους. Παρόλα αυτά, οι αγώνες πάπιας και η κατανάλωση ανανά βρίσκονται στο απόγειό τους. Η φιλάσθενη βασίλισσα Αν βρίσκεται στον θρόνο, και η στενή της φίλη λαίδη Σάρα κυβερνά τη χώρα στη θέση της, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει για την υγεία της Αν και το απρόβλεπτο ταμπεραμέντο της. Όταν μια νέα υπηρέτρια, η Άμπιγκεϊλ, φτάνει, η γοητεία της την κάνει αμέσως αγαπητή στη Σάρα. Η Σάρα την παίρνει υπό την προστασία της και η Άμπιγκεϊλ βρίσκει μια ευκαιρία να επιστρέψει στις αριστοκρατικές της ρίζες. Καθώς οι τακτικές του πολέμου καταναλώνουν όλο τον χρόνο της Σάρα, η Άμπιγκεϊλ παίρνει τη θέση της ως η συντροφιά της βασίλισσας. Η φιλία τους της δίνει την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα τις φιλοδοξίες της και δεν θα αφήσει καμία γυναίκα, καμία πολιτική και κανένα κουνέλι να σταθούν εμπόδιο στο δρόμο της…

Σκηνοθεσία:

Γιώργος Λάνθιμος

Κύριοι Ρόλοι:

Olivia Colman … βασίλισσα Anne

Emma Stone … Abigail Hill

Rachel Weisz … δούκισσα Sarah Churchill-Marlborough

Nicholas Hoult … κόμης Robert Harley

Joe Alwyn … Samuel Masham

Mark Gatiss … δούκας John Churchill-Marlborough

James Smith … κόμης Sidney Godolphin

Jenny Rainsford … Mae

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Deborah Davis, Tony McNamara

Παραγωγή: Γιώργος Λάνθιμος, Ceci Dempsey, Ed Guiney, Lee Magiday

Φωτογραφία: Robbie Ryan

Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης

Σκηνικά: Fiona Crombie

Κοστούμια: Sandy Powell

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Favourite
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Ευνοούμενη

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Olivia Colman). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Emma Stone και Rachel Weisz), αυθεντικό σενάριο, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και κοστούμια.
  • Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Olivia Colman) σε κωμωδία/μιούζικαλ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (κωμωδία/μιούζικαλ), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Emma Stone και Rachel Weisz) και σενάριο.
  • Βραβείο Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Olivia Colman), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Rachel Weisz), σεναρίου, σκηνικών, κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Emma Stone), φωτογραφία και μοντάζ.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Μεγάλο βραβείο επιτροπής και βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Olivia Colman).
  • Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, γυναικείας ερμηνείας (Olivia Colman), καλύτερης κωμωδίας, φωτογραφίας, μοντάζ, κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.

Παραλειπόμενα

  • Η πρώτη ταινία του Λάνθιμου στην οποία το σενάριο δεν υπογράφεται ούτε από τον ίδιο, ούτε από τον Ευθύμη Φιλίππου.
  • Η Rachel Weisz αντικατέστησε την Kate Winslet. Ενδιάμεσα, ο έλληνας σκηνοθέτης πρόσφερε τον ρόλο στην Cate Blanchett.
  • Το αρχικό σενάριο της Deborah Davis είχε γραφτεί από το 1998. Αυτό έφτασε άμεσα στα χέρια του παραγωγού Ceci Dempsey, που όμως δεν είχε την κατάλληλη χρηματοδότηση για να το κάνει ταινία. Μία δεκαετία μετά, το σενάριο κατέληξε στον παραγωγό Ed Guiney, του οποίου προσωπικός φίλος έγινε εκείνη την εποχή ο Λάνθιμος. Ο τελευταίος άρχισε να δουλεύει πάνω στο σχέδιο το 2013, με τη βοήθεια του σεναριογράφου Tony McNamara, που πέρασε ένα φρεσκάρισμα το κείμενο. Τέλος, τον Σεπτέμβριο του 2015 έγινε η επίσημη ανακοίνωση το φιλμ.
  • Τα γυρίσματα ήταν να ξεκινήσουν την Άνοιξη του 2016, αλλά ο Λάνθιμος προτίμησε να κάνει πρώτα το Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού. Εντέλει ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2017, και μέσα σε 45 ημέρες είχαν ολοκληρωθεί. Προηγήθηκαν όμως αυτών ανορθόδοξοι μέθοδοι προβών επί τρεις εβδομάδες, με απώτερο σκοπό οι ηθοποιοί να αντιληφθούν το βάθος του κειμένου.
  • Περί της ιστορικής αλήθειας όσων βλέπουμε, ο Λάνθιμος είχε δηλώσει με σαφήνια: “Κάποια είναι ακριβή, και πολλά άλλα δεν είναι”.
  • Τη δέκατη εβδομάδα κυκλοφορίας στις αμερικανικές αίθουσες συνόδευσε η αναγγελία των οσκαρικών υποψηφιοτήτων. Αυτό οδήγησε το φιλμ σε επιπλέον 1.023 οθόνες, και σε αύξηση κερδών κατά 212%. Τι σύνολο των εισπράξεων έφτασε στα 95,9 εκατομμύρια δολάρια, κι ενώ το κόστος ήταν στα 15.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Δεν υπάρχει αυθεντική μουσική, αλλά αντί αυτής ακούγονται κλασικά και μπαρόκ θέματα από Handel, Bach, Purcell και Vivaldi, αλλά και πιο σύγχρονα από Olivier Messiaen, Luc Ferrari, Elton John και Anna Meredith.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 24/1/2019

Είναι χρόνια ήδη που είχα δηλώσει πως από τον Λάνθιμο δεν τα έχουμε δει όλα. Και τώρα που κάνει το μεγάλο βήμα να γυρίσει ταινία δίχως «ελληνικό» σενάριο, μοιάζει να βρίσκει μέσα του έναν άλλον δημιουργό, κάποιον παράλληλο με αυτόν που έτσι κι αλλιώς είχαμε εγκρίνει. Ξεχάστε λοιπόν όσα έχετε δει από τον συγκεκριμένο, και μπείτε σε ένα νέο είδος δημιουργικού οργασμού, από αυτούς που απογειώνουν την έκφραση «ευφραίνει την καρδία» σε δημιουργικό παροξυσμό…

Η «Ευνοούμενη» είναι χάρμα οφθαλμών! Ακόμα κι αν σε αφήνει παγερά αδιάφορο το θέμα της, είναι ικανή να σε κρατήσει σε οπτική εγρήγορση, έτσι απλά χαζεύοντας την. Φανερώνοντας από την προηγούμενη ταινία του ότι είναι λάτρης του κιουμπρικού σινεμά, ο Λάνθιμος αυτή τη φορά δανείζεται άμεσα από το Μπάρι Λίντον, τόσο τον φυσικό φωτισμό του χώρου, όσο και το να κάνει πλάκα με την ιστορία, κάτι που θα πιάσουμε παρακάτω. Με έναν τρόπο που αισθάνεσαι ότι αγγίζει την ακριβή οπτική ενός ματιού του 18ου αιώνα, τα πλάνα φαντάζουν να ξεπηδούν από χρονομηχανή και να μεταφέρονται αυτούσια και με όλο το μεγαλείο τους εμπρός μας. Οι ήρωες δεν είναι στατικοί, αλλά περιφέρονται ανάμεσα στα δωμάτια των ανακτόρων, εμπλουτίζοντας το κάθε πλάνο με μία ακόμα λεπτομέρεια του χώρου, σαν να μεγαλώνουν το κινηματογραφικό καρέ εν μέσω ψευδαίσθησης. Κι όλα αυτά, με μια σκηνοθετική τεχνική που δεν επαναπαύεται, αλλά ανά σεκάνς αναζητεί τρόπους εκμετάλλευσης κάθε τεχνικής πτυχής που θα μπορούσε να αποδώσει πιστότερα την εν λόγω σκηνή.

Και τίποτα από αυτά δεν έχει καμωθεί ξέχωρα από τους χαρακτήρες, τίποτα δεν κρίνεται ως αυτοσκοπός ενός μεγαλομανή δημιουργού. Η κάθε τεχνική πινελιά συνάγει με την ψυχολογία των ηρώων, η οποία ανατρέπεται συχνά, προσφέροντας τροφή για μια νέα οπτική ευρεσιτεχνία. Οι ήρωες του Λάνθιμου είναι άνθρωποι μιας εποχής κι ενός χώρου τόσο αστάθμητου κι ευαίσθητου, που χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη για να τους αφουγκραστείς. Το σενάριο δεν θα κρίνει τόσο τα καμώματα τους, όσο θα σπάσει πλάκα που αυτά κινούσαν-κινούν την Ιστορία. Δυστυχώς, και παρότι τείνουμε να πλάθουμε φαντάσματα με τον νου μας όταν κοιτούμε προς την εξουσία, το στόρι της «Ευνοούμενης» δεν είναι τόσο μακριά από τη σημερινή πραγματικότητα. Το ντεκόρ έχει αλλάξει, αλλά ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος. Η διαχρονικότητα αυτή προσφέρει τον απαραίτητο όγκο στη θεματική του φιλμ, παρουσιάζοντας μια αυλή εξουσίας που η καπατσοσύνη από μόνη της κινεί τα νήματα μιας ολόκληρης χώρας. Μικρές λεπτομέρειες στο στόρι, ακόμα και στιγμιαίοι μορφασμοί φανερώνουν κίνητρα και προθέσεις, ενώ η κεφαλή, η βασίλισσα, ζει υπό την αφόρητη πίεση της ανικανότητας να ηγηθεί ακόμα και του εαυτού της, γινόμενη πιόνι όποιου τυχόν βρει το κουμπί της. Η ανθρώπινη αδυναμία υπεράνω της παντοδυναμίας; Μα πάντα ισχύει αυτό! Η κωμωδία αυτή του παραλόγου που εξελίσσεται ως μικρογραφία ανάμεσα στους τοίχους ενός πλατιού, μοιάζει εκ πρώτης όψεως ως μικροπολιτικό τερτίπι. Κι εκεί το σενάριο έρχεται να σου θυμίσει ότι έξω από αυτούς τους τοίχους υπάρχει ένας λαός στα όρια να ξεσηκωθεί λόγω ενός επιπλέον φόρου, ενώ την ίδια ώρα σκοτώνονται άνθρωποι σε πεδία μαχών που καταστρατηγούνται πάνω στην ποδάγρα της βασίλισσας…

Αφήσαμε τελευταίο ακόμα ένα προσόν της ταινίας, ικανό να κερδίσει από μόνο του τον θεατή. Κι αυτό είναι οι τρεις μεγάλες κυρίες που απαρτίζουν το τρίγωνο του διαβόλου. Η αψεγάδιαστη Olivia Colman ως ψυχοπαθής βασίλισσα, με κινήσεις που φανερώνουν έναν κυκεώνα εντός του εγκεφάλου της, ενώ την ίδια ώρα είναι ξαπλωμένη σε ένα δωμάτιο, στο οποίο περιφέρονται από την ανώτατη εξουσία της χώρας, ως ένα σωρό κουνελάκια. Η Emma Stone ως serial-killer αλλότριων χρόνων, έτοιμη να ανεχτεί και το χειρότερο, αρκεί να σκοτώσει αβίαστα όποιον την εμποδίσει να ανέλθει εκεί όπου η ίδια πιστεύει ότι αξίζει να βρίσκεται. Και τρίτη, μια Rachel Weisz σκληρή σαν βράχος, που έχει αποδεχτεί την κατάρα να γεννηθεί δεύτερη, και την έχει υποκαταστήσει με την αίγλη να εκτελεί χρέη σκιώδους εξουσίας του τόπου. Κι οι τρεις αυτές μαζί μπορούσαν να είναι έγκλειστες ηρωίδες του Marat/Sade του Peter Brook, αλλά είναι οι κεντρικοί μοχλοί που αποφασίζουν τη μοίρα τόσων και τόσων ζωών.

Αν πρέπει κάπου να ελεγχθεί το διαμάντι αυτό, είναι ως προς την τελική ευθεία, όπου ο Λάνθιμος σαν να αισθάνεται ότι τα έχει δώσει ήδη όλα, και μοιάζει να ρίχνει κάπως τους ρυθμούς, αφήνοντας κι ένα φινάλε ανοιχτό ως ενός σκοτεινού παραμυθιού. Εκεί μετράει το τελικό βλέμμα της βασίλισσας, αλλά κι ένα τεράστιο ερωτηματικό ικανό να σε κάνει να τρέξεις στη βιβλιοθήκη και να βρεις το τι απόγινε όλος αυτός ο θίασος. Ό,τι όμως και να βρεις, η ουσία είναι ότι θα ήθελες να στο πει αυτός ο μεγάλος δημιουργός που έλαχε να είναι και συμπατριώτης μας…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 16/2/2019

Οι σινεφίλ μπορούν πάντα να περιμένουν το απροσδόκητο από τον Λάνθιμο. Έχει μια τάση προς το παράξενο και ιδιόμορφο, όπως συμβαίνει και στην τελευταία ταινία του, που σε πρώτη ματιά δείχνει μια ταινία εποχής. Η «Ευνοούμενη» διαδραματίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στο παλάτι της βασίλισσας Anne (θαυμάσια η Olivia Colman) στην αυγή του 18ου αιώνα. Η βασίλισσα, που έχει κάκιστη υγεία, δείχνει εντελώς ανίκανη να διαχειριστεί τους διεφθαρμένους πολιτικούς και προτιμά να παίζει με τα πολλά κουνέλια της, και έτσι η διακυβέρνηση ουσιαστικά γίνεται από την παιδική φίλη της, Sarah (Rachel Weisz), δούκισσα του Marlborough, πρόσωπο ειλικρινές αλλά αρκετά σκληρό.

Ένα από τα κύρια καθήκοντα της Sarah είναι να διαιτητεύει τις διαμάχες μεταξύ του πρωθυπουργού Godolphin (James Smith) και του ηγέτη της αντιπολίτευσης Robert Harley (Nicholas Hoult). Ο Godolphin θέλει να παρατείνει τον πόλεμο με τη Γαλλία, στην οποία ο σύζυγος της Sarah (Mark Gatiss) αγωνίζεται, ενώ ο Harley ισχυρίζεται ότι η χώρα κινδυνεύει να πτωχεύσει αν δεν αγωνιστεί για ειρήνη. Αλλά στο παλάτι κυριαρχεί σπάταλη πολυτέλεια. Κάθε επιφάνεια καλύπτεται με ταπετσαρίες και πίνακες ζωγραφικής, γίνονται αγώνες πάπιας, λαίμαργη κατανάλωση ανανά και αστακών, ενώ στην αίθουσα χορού οργανώνονται εξωφρενικές και έκφυλες διασκεδάσεις.

Όμως δεν είναι όλοι τόσο ευτυχισμένοι. Η ξαδέλφη της Sarah, Abigail (Emma Stone), ζει  δύσκολες στιγμές καθώς έχασε τίτλο και περιουσία λόγω της χαρτοπαιξίας του πατέρα της. Όταν εμφανίζεται στην αυλή του παλατιού ζητώντας εργασία από την ξαδέλφη της, εκείνη δέχεται να τη βοηθήσει δίνοντάς της μια θέση στο υπηρετικό προσωπικό. Όμως η αριβίστρια Abigail ξέρει ποια βότανα θα ανακουφίσουν τους πόνους της βασίλισσας. Αυτή η πολύ ελκυστική και φαινομενικά ειλικρινής νεαρή γυναίκα σύντομα ανέρχεται  από τις τάξεις των υπηρετών και σε αυτή των συμβούλων της βασίλισσας -και μοιάζει σαν να μπορούσε ακόμη και να αντικαταστήσει τη Sarah στη θέση της «ευνοούμενης».

Η σύνοψη της πλοκής θα μπορούσε να προδιαθέσει τον ανυποψίαστο θεατή για μια ελαφριά, κομψή και ρομαντική ταινία εποχής στο στυλ του Ivory. Όμως το ύφος του Λάνθιμου δεν είναι αυτό. Στην πραγματικότητα το φιλμ γίνεται συχνά δυσάρεστο, κυνικό, αλλόκοτο και σκοτεινό. Το σενάριο της Deborah Davis και του αυστραλού συγγραφέα Tony McNamara, χωρισμένο σε οκτώ κεφάλαια, διαθέτει διαλόγους αστείους, αιχμηρούς και ενίοτε εσκεμμένα ενοχλητικούς. Ωστόσο ευστοχεί απόλυτα στην απεικόνιση των αριστοκρατών ως γελοίων και ανεγκέφαλων που έτυχε να αποκτήσουν εξουσία πάνω στις μάζες. Ο κινηματογραφιστής Robbie Ryan φωτίζει το φιλμ με τέτοιον τρόπο ώστε να μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα του Caravaggio. Χρησιμοποιεί ευρυγώνιους φακούς για να τεντώσει και να στρεβλώσει την εικόνα,  τονίζοντας την παραμόρφωση των βασιλικών ανακτόρων στα οποία οι κύριοι χαρακτήρες δείχνουν αιχμάλωτοι. Υπάρχει επίσης μια εντυπωσιακή στιγμή που θυμίζει Visconti, όταν η αναγεννησιακής ομορφιάς Abigail, καθισμένη μπροστά από έναν ζωγραφισμένο τοίχο, δείχνει να αποτελεί μέρος του σκηνικού. Τα πολυτελή και κομψά κοστούμια της Sandy Powell βρίσκονται στα όρια μεταξύ της τέχνης του 19ου αιώνα και της υψηλής ραπτικής του 21ού αιώνα.

Η τρίτη αγγλόφωνη ταινία του Λάνθιμου, πιθανόν επειδή το σενάριο βασίζεται αδρά σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, είναι πιο εύκολα προσιτή στον μέσο θεατή. Υπάρχουν σκόρπιες στιγμές, όπου μπορούμε να μαντέψουμε τις κινηματογραφικές επιρροές του σκηνοθέτη, που πάντως ενσωματώνει δημιουργικά στο δικό του κινηματογραφικό σύμπαν. Σύμφωνα με τον ίδιο, δύο ταινίες που τον ενέπνευσαν άμεσα ήταν το «Αμαντέους» του Forman και το «Κραυγές και Ψίθυροι» του Bergman. Θα προσθέταμε το «Συμβόλαιο του Σχεδιαστή» του Greenaway, του οποίου οι αντηχήσεις στο εικαστικό μέρος είναι πασιφανείς. Και βέβαια, η πολυτελής αναπαράσταση της εποχής, οι φυσικοί φωτισμοί, ο διαχωρισμός της αφήγησης σε κεφάλαια και η ηχητική μπάντα που περιλαμβάνει κομμάτια των Handel, Bach και Vivaldi παραπέμπουν ευθέως στο αριστουργηματικό «Μπάρι Λίντον» του Kubrick .

Το βασικότερο μειονέκτημα του φιλμ είναι ότι δεν είναι ξεκάθαρος ο θεματικός του πυρήνας. Είναι  η κριτική της ενασχόλησης της βασίλισσας με τα προσωπικά της θέματα και όχι με την πολιτική της χώρας; Είναι η κριτική των διεφθαρμένων και διεστραμμένων πολιτικών και αριστοκρατών: Είναι η αποκάλυψη του τερατόμορφου προσώπου κάθε εξουσίας; Είναι το ψυχογράφημα μιας δυστυχισμένης ύπαρξης που διακατέχεται από μια βαθιά αίσθηση απώλειας και που η ανάγκη της για στοργή την καθιστά έρμαιο τυχοδιωκτών; Πιθανόν είναι όλα αυτά μαζί ή μήπως η εξιστόρηση των γεγονότων είναι επιφανειακή, χωρίς εμβάθυνση και κατάδυση στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής;

Ο Λάνθιμος για μία ακόμη φορά διχάζει: το φάσμα των αντιδράσεων εκτείνεται από τον εντυπωσιασμό, το παραξένισμα, τη σύγχυση ως την αποστροφή και την απόρριψη. Οι λάτρεις του τονίζουν τις αναμφισβήτητες αρετές του: άψογη φιλμοκατασκευή, αδυσώπητο κυνικό χιούμορ που διατρέχει τις ταινίες και αποτρέπει το να γίνουν βαρύγδουπες, τολμηρές θεματικές συλλήψεις, αποδεικτική αφήγηση διανοητικών θεωρημάτων. Στον αντίθετο πόλο, οι επικριτές του μιλούν για ακραία επιτήδευση, επιδεικτικότητα, εξυπνακισμό, απουσία συγκίνησης και ανθρώπινης θέρμης. Όπως πάντα η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ένα είναι βέβαιο. Ο Λάνθιμος δεν κάνει παραχωρήσεις στις αισθητικές επιλογές του και σίγουρα δεν είναι για όλα τα γούστα. Όμως το κρίσιμο ερώτημα παραμένει. Ο Λάνθιμος είναι μόνο ένας άριστος φιλμοκατασκευαστής ,αγαπημένος των φεστιβάλ, ή ένας αληθινά μεγάλος auteur που οι ταινίες του θα αντέξουν στον χρόνο;

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

19 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *