Πέντε φίλοι από τα παλιά βρίσκονται σε μια ταράτσα της ηλιόλουστης Αβάνας. Αφορμή της συνάντησης τους, ο εορτασμός της επιστροφής του ενός, μετά από 16 χρόνια εξορίας στη Μαδρίτη. Μέχρι την αυγή, ο Αμαντέο, ο Άλντο, η Τάνια, ο Ράφα κι ο Έντι συζητούν, χορεύουν, πίνουν, καπνίζουν, παρηγορούν ο ένας τον άλλον, θυμώνουν, τραγουδούν και πάνω απ’ όλα μοιράζονται… όνειρα, μνήμες, συναισθήματα και ιστορίες της ισχυρής τους φιλίας.

Σκηνοθεσία:

Laurent Cantet

Κύριοι Ρόλοι:

Isabel Santos … Tania

Jorge Perugorria … Eddy

Fernando Hechavarria … Rafa

Nestor Jimenez … Amadeo

Pedro Julio Diaz Ferran … Aldo

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Laurent Cantet, Leonardo Padura

Παραγωγή: Laurent Baudens, Didar Domehri, Gael Nouaille

Φωτογραφία: Diego Dussuel

Μοντάζ: Robin Campillo

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Retour a Ithaque
  • Ελληνικός Τίτλος: Επιστροφή στην Ιθάκη
  • Διεθνής Τίτλος: Return to Ithaca

Κύριες Διακρίσεις

  • Πρώτο βραβείο για το τμήμα Ημέρες Βενετίας στο φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Γυρίστηκε μέσα σε 17 ημέρες.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 22/10/2015

Στον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, όταν η προπαγάνδα κατά της κόκκινης απειλής ήταν πρωταρχικός πολιτικός άξονας του Δυτικού Μπλοκ, ήταν φυσικό ο κινηματογράφος να τεθεί στην πρώτη γραμμή του πυρός. Ρώσοι και λατίνοι κακοί, κάποιος τύπου Bond που θριαμβεύει μανιχαϊστικά μόνος εναντίον όλων και λυτρώνει τον κόσμο από τους βάρβαρους αιμοσταγείς σοσιαλιστές. Αλλά και μετά την πτώση του τείχους, όταν πια ο Δυτικός κόσμος είχε υπερνικήσει κάθε εχθρό της δημοκρατίας εκτός από τους εσωτερικούς του, φρικτές αντικομμουνιστικές ταινίες τύπου Child 44 συνέχισαν να καταφθάνουν στις αίθουσες, είτε προς διατήρηση των κεκτημένων, είτε από μειωμένα αντανακλαστικά. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, τα πολιτικής χροιάς δράματα που επιχειρούν μια ρεαλιστική προσέγγιση των παθογενειών των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού δίχως ακρότητες δύσκολα βλέπουν το φως της ημέρας και συνήθως το βλέπουν εκτός ΗΠΑ. Μια τέτοια περίπτωση ταινίας είναι και το τελευταίο πόνημα του αξιόπιστου Laurent Cantet.

Ένα γλυκό απόγευμα στην Αβάνα, πέντε μεσήλικες φίλοι έχουν συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν την επιστροφή του αυτοεξόριστου για δεκαέξι χρόνια στη Μαδρίτη Amadeo. Μέσα από την αλληλεπίδρασή τους και το αρχικό πανηγυρικό της τόνο, θα φανερωθούν σταδιακά οι μετάνοιες, οι έριδες, οι πικρίες τους, η απογοήτευση που ακολούθησε τη νεανική τους πίστη στην επανάσταση και οι φόβοι τους. Ο Cantet, βάζοντας τον καθένα να εκπροσωπεί και μια διαφορετική άποψη για την πολιτική πραγματικότητα της χώρας, επιχειρεί να δείξει σ’ ένα γενικευμένο πλαίσιο τον τρόπο που εσωτερικεύουν οι πολίτες της Κούβας τη δική τους πολιτική ιστορία και τοποθέτηση, με νοοτροπία τόσο διαφορετική από αυτή των πολιτών του δυτικού κόσμου.

Ένα σύστημα που διαρθρώνεται καταρχήν με τόσο ευγενείς ιδέες περί ομοψυχίας, πραγματικής λαϊκής κυριαρχίας και ισότητας, είναι οδυνηρό για τους πολίτες του να καταλήγει ανελεύθερο. Ένας κόσμος όπου οι πολίτες δεν χωρίζονται σε αποτυχημένοι και επιτυχημένοι, όπως στο δυτικό, που προκρίνει την κοινωνία έναντι του ατόμου και τη συλλογικότητα έναντι του ιδιώτη, ένα θεσμικό πλαίσιο για το οποίο η κοινωνική ευημερία δεν είναι απλώς μια εγχαρτωμένη διακήρυξη αλλά ένας καταστατικός σκοπός που μόνο δια της σοσιαλιστικής οδού είναι εφικτός, τελικά οδηγείται σε εκτροπή. Έτσι αντιλαμβάνεται ο Cantet την σημερινή Κούβα, δίχως όμως να φροντίσει επαρκώς να εξηγήσει το σταδιακό της παρακμής του σοσιαλιστικού παραδείσου. Ένας δημιουργός που έχει αποδείξει πολλάκις τον ταξικό του προσανατολισμό με αριστουργήματα όπως το «Ελεύθερος Ωραρίου», αναφέρεται στην αριστερά εκ των έσω και όχι σαν επικριτής – υπηρέτης του αντικομμουνιστικού μπλοκ. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, η ταινία του δεν περιέχει καμία αγιοποίηση του δυτικού κόσμου, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Ο Cantet μοιάζει να αντιλαμβάνεται τις παθογένειες του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά δεν αναλύει σε βάθος, με βάση πάντα τα ανώτατα ποιοτικά κριτήρια που έχει θέσει ο ίδιος με τη φιλμογραφία του, τις αιτίες της κατάρρευσης της υλοποιημένης σοσιαλιστικής ιδέας και ακόμα περισσότερο την ίδια την ιδέα της σοσιαλιστικής κοινωνίας και του ηθικού της πλεονεκτήματος, αλλά αρκείται στο σήμερα, στην έκθεση του απογοητευτικού κατ’ αυτόν αποτελέσματος και την απογοήτευση του κουβανικού λαού.

Στο πεδίο του λαϊκού ψυχισμού, ο γάλλος σκηνοθέτης εμφανίζει πολύ οξυμένα αισθητήρια. Βρίσκει εκείνο το λεπτό σημείο, κοινό στους λαούς των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων, της αδράνειας. Οι λαοί αυτοί δεν έχουν την αγωνιστικότητα να παλέψουν για τα δικαιώματά τους γιατί αισθάνονταν ότι πάντα θα φροντίζει κάποιος άλλος, μια μεγαλύτερη οντότητα, το κράτος. Έχουν χάσει την πίστη τους στις ίδιες τους τις δυνάμεις, οι οποίες είναι αυτές που στηρίζουν όλο το θεωρητικό κατασκεύασμα του σοσιαλισμού. Ο φόβος για το κράτος τον οποίο αισθάνονται, η καταπίεση που πήρε τη θέση της επαναστατικής ορμητικότητας, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στον ψυχικό και πολιτικό ευνουχισμό, αυτόν που τους κάνει να υπομένουν στωικά τη μοίρα τους και να φροντίζουν να βρουν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους εκτός Κούβας.

Οι χαρακτήρες αναπτύσσονται ως επί το πλείστον άρτια και προσθέτουν μια ρεαλιστική σκοπιά στις πότε αντικρουόμενες και πότε συμπλέουσες αντιλήψεις που αναδύονται, με μοναδική εξαίρεση τον Aldo, που σηματοδοτεί την ανάπηρη αλλά σταθερή πίστη στο καθεστώς και εμφανίζεται ανακόλουθος. Όσον αφορά τις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων, ο Cantet τους κοιτά με γλυκύτητα και συγκαταβατικότητα, απελευθερώνοντας τις δυναμικές συγκρούσεις των ηρώων του αλά Mike Leigh. Η θεατρικότητα του έργου σε γενικές γραμμές αποδίδει καρπούς, καθώς ο ρυθμός παραμένει σταθερός και αφήνει το θεατή να εστιάσει στον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά αλλά και να διακρίνει τη συνολική εικόνα.

Σ’ ένα διεθνές σκηνικό το οποίο, με τα αδιέξοδα που βιώνει ο καπιταλισμός, είναι δεκτικό εναλλακτικών φωνών, ο κινηματογράφος νομοτελειακά θα μετατοπιστεί πολιτικά. Ταινίες σαν την παρούσα, που αποπειράται να τοποθετηθεί στον πολιτικό χάρτη με μεγάλη δόση αντικειμενικότητας και όχι στρατευμένη, είναι χρήσιμες ή και απαραίτητες. Παρά τις ελλείψεις της, η ταινία του ευαίσθητου γάλλου δημιουργού αξίζει την προσοχή των θεατών, αν και κατά βάση απευθύνεται σ’ ένα ήδη πολιτικοποιημένο κοινό που μπορεί να αισθανθεί την αριστερής υφής απογοήτευση και δεν θα αρκεστεί σε πανηγυρικές δηλώσεις περί ανελευθερίας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *